Διεθνή

Αντισυνταγματικοί οι δασμοί Τραμπ; Που βασίζεται η αγωγή που αμφισβητεί τις εξουσίες του προέδρου των ΗΠΑ


Καθώς οι χρηματιστηριακές αγορές κατακρημνίζονται και εκατομμύρια Αμερικανοί βλέπουν τις επενδύσεις και τις αποταμιεύσεις τους να πλήττονται, πολλοί αρχίζουν να αναρωτιούνται: είναι νόμιμοι οι νέοι δασμοί που ανακοίνωσε ο Ντόναλντ Τραμπ; Έχει πράγματι ο πρόεδρος τη συνταγματική εξουσία να τους επιβάλει μονομερώς;

Μια εταιρεία ειδών γραφικής ύλης από τη Φλόριντα, η Emily Ley Paper, δεν το πιστεύει. Την Πέμπτη κατέθεσε αγωγή κατά του Τραμπ και αξιωματούχων της κυβέρνησής του, υποστηρίζοντας πως ο πρόεδρος δεν έχει τη δικαιοδοσία να επιβάλλει δασμούς στην Κίνα, όπως ισχυρίζεται. Ο Τραμπ βασίζεται στον νόμο περί Διεθνών Οικονομικών Εξουσιών Έκτακτης Ανάγκης του 1977 (IEEPA), όμως η αγωγή υποστηρίζει ότι ο εν λόγω νόμος δεν του δίνει τέτοια αρμοδιότητα.

Αν και ήταν αναμενόμενο ότι οι δασμοί θα προκαλούσαν νομικές αντιδράσεις, η προσφυγή αυτή εστιάζει σε ένα βασικό ερώτημα: ποιος τελικά έχει το συνταγματικό δικαίωμα να επιβάλλει δασμούς;

Το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών είναι σαφές: η εξουσία να ρυθμίζεται το εξωτερικό εμπόριο και να επιβάλλονται δασμοί ανήκει στο Κογκρέσο, όχι στον Λευκό Οίκο

Ωστόσο, ο λόγος που ο Τραμπ -και πριν από αυτόν άλλοι πρόεδροι- μπορεί να ενεργεί όπως ενεργεί, είναι ότι εδώ και σχεδόν έναν αιώνα, το ίδιο το Κογκρέσο παραχωρεί σταδιακά τις εξουσίες του στον εκτελεστικό κλάδο. Η πολιτική αυτή υποχώρηση έχει επιτρέψει στους προέδρους να επιβάλλουν τη δική τους βούληση στην παγκόσμια εμπορική πολιτική των ΗΠΑ, μια πρακτική με προφανείς κινδύνους, όπως αποκαλύπτεται και από τις συνέπειες που έχει για τις αγορές.

  • Η ιστορία αυτής της εκχώρησης εξουσιών ξεκινά το 1934, όταν το Κογκρέσο, εν μέσω της Μεγάλης Ύφεσης, ψήφισε τον Νόμο περί Αμοιβαίων Εμπορικών Συμφωνιών, επιτρέποντας στον πρόεδρο να διαπραγματεύεται εμπορικές συμφωνίες και να τροποποιεί δασμούς χωρίς τη συναίνεση του Κογκρέσου. Ο Φράνκλιν Ρούζβελτ ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε αυτή την εξουσία.
     
  • Το 1962, ο Νόμος περί Επέκτασης του Εμπορίου έδωσε στον πρόεδρο τη δυνατότητα να μεταβάλλει δασμούς για λόγους εθνικής ασφάλειας, εφόσον το Υπουργείο Εμπορίου τεκμηριώσει σχετική απειλή. Ο Τραμπ, κατά την πρώτη του θητεία, αξιοποίησε αυτό το εργαλείο ιδιαίτερα έντονα, επιβάλλοντας δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο μέσω του άρθρου 232 του νόμου. Το ίδιο άρθρο επικαλείται και σήμερα για να τους επαναφέρει, επικαλούμενος την ανάγκη διασφάλισης της εθνικής ασφάλειας.
     
  • Το 1974, το Κογκρέσο προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, ψηφίζοντας τον Νόμο περί Εμπορίου και το άρθρο 301, το οποίο επιτρέπει στον Εμπορικό Αντιπρόσωπο των ΗΠΑ να επιβάλλει κυρώσεις σε χώρες που παραβιάζουν εμπορικές συμφωνίες ή υιοθετούν αθέμιτες πρακτικές. Η διοίκηση Τραμπ επικαλέστηκε αυτό το άρθρο για να επιβάλει τους πρόσφατους «ανταποδοτικούς» δασμούς, υποστηρίζοντας ότι η Κίνα έχει παραβιάσει συγκεκριμένες συμφωνίες.

Η προσφυγή της Emily Ley Paper, ωστόσο, ισχυρίζεται ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να παρακάμψει αυτούς τους νόμους, καταφεύγοντας στο IEEPA. Σύμφωνα με την αγωγή, ο συγκεκριμένος νόμος ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για την επιβολή δασμών και δεν επιτρέπει στον πρόεδρο να επιβάλει φόρους — κάτι που είναι, συνταγματικά, δουλειά του Κογκρέσου. Ακόμα κι αν δεχθούμε ότι παρέχει τέτοια εξουσία, αυτό μπορεί να γίνει μόνο σε περίπτωση πραγματικής εθνικής έκτακτης ανάγκης και μάλιστα όταν οι εμπορικές κυρώσεις μπορούν να την ανακουφίσουν.

Ο Τραμπ υποστηρίζει ότι οι δασμοί είναι απάντηση στην εισροή φαιντανύλης και άλλων ναρκωτικών στις ΗΠΑ. Οι ενάγοντες όμως απορρίπτουν τη σύνδεση των δασμών με την κρίση των οπιοειδών ως αυθαίρετη και αβάσιμη. 

Δείτε επίσης: Κίνα προς ΗΠΑ: "Μας χρωστάτε ένα μεγάλο ευχαριστώ" για τη φαιντανύλη – Ζητά διάλογο

Αν και πολλοί θα περίμεναν πως το συντηρητικό Ανώτατο Δικαστήριο θα στήριζε την εκτελεστική εξουσία, η προσφυγή αυτή ενδέχεται να έχει ερείσματα.

Στηρίζεται σε τρεις βασικές νομικές αρχές:

  • Πρώτον, στο λεγόμενο δόγμα της μη εξουσιοδοτούμενης εκχώρησης (nondelegation doctrine), το οποίο απαγορεύει στο Κογκρέσο να εκχωρεί τις συνταγματικές του αρμοδιότητες στον πρόεδρο. Αν και το 1976 το Ανώτατο Δικαστήριο είχε απορρίψει αντίστοιχη ένσταση ως προς το άρθρο 232, η τότε σύνθεση του Δικαστηρίου ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή.
     
  • Δεύτερον, προβάλλεται η δογματική σημασία του ζητήματος: βάσει της λεγόμενης “major questions doctrine”, το Κογκρέσο πρέπει να παρέχει σαφή και συγκεκριμένη εξουσιοδότηση πριν ένα εκτελεστικό όργανο αναλάβει δράση σε ζήτημα εθνικής σημασίας.
     
  • Και τρίτον, οι δικαστές ίσως κληθούν να επανεξετάσουν τις ενέργειες του Τραμπ υπό το φως της πρόσφατης απόφασης του Ιουνίου 2024, με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο κατήργησε το δόγμα Chevron deference. Αυτό σημαίνει ότι τα δικαστήρια δεν είναι πλέον υποχρεωμένα να αποδέχονται τις ερμηνείες των εκτελεστικών υπηρεσιών για ασαφείς νόμους, αλλά μπορούν να ασκούν ανεξάρτητη, αυστηρότερη κρίση.

Είναι πιθανό, λοιπόν, ένα ομοσπονδιακό δικαστήριο ή το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο να ανακόψει τις κινήσεις του Τραμπ.

Όμως η πραγματική λύση δεν είναι να περιμένει κανείς την παρέμβαση της Δικαιοσύνης. Η λύση είναι το ίδιο το Κογκρέσο να αναλάβει ξανά τον ρόλο του και να ανακτήσει την εξουσία που εκχώρησε - και ίσως δεν είχε καν το δικαίωμα να εκχωρήσει- στον Λευκό Οίκο.

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Σχετικά Άρθρα