Μείζον ζήτημα, ηθικό αλλά και ύποπτο, προκύπτει από την υπόθεση των αναδρομικών μισθών και συντάξεων, τα οποία εισέπραξαν, αλλά δεν δήλωσαν στην Εφορία δεκάδες χιλιάδες μισθωτοί και συνταξιούχοι, «υπεράνω πάσης υποψίας».
Από τα στοιχεία της ΑΑΔΕ προκύπτει, ότι μεταξύ των 71.000 περιπτώσεων στους οποίους καταλογίστηκαν εκ των υστέρων οι φόροι και οι προσαυξήσεις είναι δικαστικοί, βουλευτές, γενικοί και ειδικοί γραμματείς, γενικοί διευθυντές υπουργείων, πρώην υψηλόμισθα στελέχη των ΔΕΚΟ και γενικά κρατικοί λειτουργοί.
Οι συγκεκριμένες αμοιβές, αφορούσαν σε καταβολές από αναδρομικές αυξήσεις συντάξιμων και εν ενεργεία αποδοχών, της δεκαετίας του 2000, οι οποίες καταβλήθηκαν σταδιακά στα έτη, μέχρι και το 2013. Τα ποσά έπρεπε να δηλωθούν στις φορολογικές δηλώσεις, από τους δικαιούχους, οι οποίοι όμως δεν το έπραξαν. Το θέμα αποκάλυψε η Εφημερίδα των Συντακτών, η οποία ανέδειξε και το ηθικό του ζητήματος, δεδομένου ότι η φοροδιαφυγή προέρχεται από κρατικούς λειτουργούς.
Σύμφωνα με πληροφορίες του «Σin», τα ποσά που δεν δηλώθηκαν κυμαίνονται από 1.000 ευρώ και φτάνουν μέχρι και πάνω από 50.000 ευρώ! Με βάση την ΑΑΔΕ, από την όλη διαδικασία εστάλησαν εκκαθαριστικά χρεωστικά σημειώματα σε 71.000 φορολογούμενους που είχαν λάβει αναδρομικά από το 2013, που αντιστοιχούν στην καταβολή φόρου συνολικού ύψους 93 εκατ. ευρώ.
Ο αριθμός των υποθέσεων που εξετάστηκαν ήταν 155.000, επί συνόλου 190.000 που είχαν λάβει αναδρομικά. Οι 35.000 δεν εξετάστηκαν γιατί το ποσό του φόρου που προέκυπτε ήταν πολύ μικρό. Από τις 155.000 υποθέσεις κρίθηκε ότι απαιτείται επανεκκαθάριση σε 71.000 λόγω των υψηλότερων ποσών φόρου που αντιστοιχούσαν σε αυτές και δεν είχαν καταβληθεί.
Για τις υπόλοιπες υποθέσεις που εξετάστηκαν αλλά δεν έγινε εκκαθάριση διαπιστώθηκε ότι είχαν υποβληθεί συμπληρωματικές δηλώσεις και είχε καταβληθεί ο φόρος εισοδήματος.
Η ιστορία των αναδρομικών
Τα αναδρομικά αφορούν βασικά σε αυξήσεις που χορηγήθηκαν στους δικαστικούς για την περίοδο 2003 – 2007, όταν έκρινε το Μισθοδικείο, ότι έπρεπε να καταβληθούν.
Στη συνέχεια, στον νόμο 3620/2007 εντάχθηκε διάταξη η οποία προέβλεπε την απόδοση τους δικαστικούς τις αυξήσεις και τα αναδρομικά που αναλογούσαν για τον προηγούμενο διάστημα.
Κατόπιν, μπήκαν στο χορό και οι βουλευτές, (τότε νυν και πρώην), οι οποίοι το 2008 υπέβαλαν προσφυγή, ζητώντας να λάβουν και αυτοί τις αυξήσεις που δόθηκαν στους δικαστικούς. Σημειώνεται ότι με βάση τον νόμο, οι αποδοχές των δικαστικών εξομοιώνονται με εκείνες των δικαστικών και το αντίστροφο.
Το Πρωτοδικείο στις αρχές του 2009 με απόφασή του δικαίωσε την προσφυγή τέως βουλευτή, ο οποίος διεκδικούσε 233.681 ευρώ. Το Δημόσιο «ανέκοψε» την απόφαση προχωρώντας σε αναίρεση, αλλά στη συνέχεια οι αυξήσεις και τα αναδρομικά καταβλήθηκαν.
Ωστόσο, τόσο μεγάλη μερίδια των δικαστικών λειτουργών εν ενεργεία και συνταξιούχοι όσο και βουλευτές, εν ενεργεία (τότε) και συνταξιούχοι, δεν δήλωσαν στην εφορία τα αναδρομικά που έλαβαν.
Η υπόθεση, στα μνημονιακά χρόνια ξεχάστηκε, αλλά ο φορέας, που δεν έπρεπε να την ξεχάσει ήταν το υπουργείο Οικονομικών και οι φορολογικές αρχές. Η μη δήλωση των αναδρομικών, από περίπου 150.000 φορολογούμενους (εν ενεργεία και συνταξιούχους), εντοπίστηκε πριν από δύο χρόνια, το 2017, από τυχαίες διασταυρώσεις που είχε πραγματοποιήσει η Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και τα αποτελέσματα εστάλησαν στην ΑΑΔΕ.
Όμως… ξεχάστηκαν για μια διετία και τα θυμήθηκαν, μετά από διετία και εστάλησαν άρον-άρον στις Εφορίες στα τέλη Δεκεμβρίου, δέκα μέρες πριν παραγραφεί το έτος 2013.