Η περίοδος μετά την ολοκλήρωση του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής χαρακτηρίζεται από τη συνεχιζόμενη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και από τη διατήρηση των καλών δημοσιονομικών επιδόσεων, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης προς την ασκούμενη οικονομική πολιτική, αναφέρει το "Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων Δεκέμβριος 2018 - Ιανουάριος 2019" που συντάσσει η Ομάδα Οικονομικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, με επιστημονικούς υπευθύνους τους κ.κ Αιμ. Μαρσέλλου και Η. Κωσταράκο (ESRI).
Μπορείτε να δείτε την πλήρη ανάλυση στο συνημμένο αρχείο στο τέλος του κειμένου
Η ελληνική οικονομία καταγράφει ρυθμό αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ 2,1% έναντι 1,2% κατά το αντίστοιχο εννεάμηνο του 2017. Όπως σημειώνουν οι συντάκτες του Δελτίου, κινητήριος δύναμη της μεγέθυνσης της οικονομίας από τη μεριά της ζήτησης αναδείχθηκαν οι εξαγωγές και η ιδιωτική κατανάλωση, έπειτα από μακρά περίοδο στασιμότητας, η οποία οφείλεται στην αύξηση της απασχόλησης και του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος.
Οι επενδύσεις αναμένεται να κερδίσουν έδαφος, καθώς οι συνθήκες χρηματοδότησης της οικονομίας βελτιώνονται.
Θετικές Εξελίξεις και Κίνδυνοι
Στο εσωτερικό πεδίο, οι καλές δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας σε συνδυασμό με το αποθεματικό ταμειακών διαθεσίμων ασφαλείας θωρακίζουν την οικονομία από δημοσιονομικούς και χρηματοοικονομικούς κινδύνους ώστε, να συνεχιστεί ομαλά η ανάκαμψή της. Η αύξηση των εισοδημάτων μέσω της αύξησης του κατώτατου και κατάργησης του υπο-κατώτατου μισθού παράλληλα με την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους μπορούν αφενός να δώσουν ώθηση στην εσωτερική ζήτηση αφετέρου να καταστίσουν πιο περιεκτική την ανάκαμψη της οικονομίας.
Σε γεωπολιτικό επίπεδο, η Συμφωνία των Πρεσπών μπορεί να αποτελέσει βάση για τη συνολική αναβάθμιση της θέσης της Ελλάδας, την περαιτέρω ανάπτυξη των σχέσεων και των συνεργειών με τις γειτονικές χώρες, καθώς και παράγοντα ενίσχυσης των επενδύσεων και του εμπορίου σε περιφερειακό επίπεδο.
Παράγοντα αβεβαιότητας αποτελεί η χαμηλή χρηματοδότηση της ιδιωτικής οικονομίας, καθώς αποτελεί τροχοπέδη για την επενδυτική δραστηριότητα. Οι τράπεζες επιτυγχάνουν τους επιχειρησιακούς τους στόχους ως προς τη μείωση των μη-εξυπηρετούμενων δανείων και αυτό έχει οδηγήσει σταδιακά στην αύξηση των χορηγήσεων. Επιπλέον, στην ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας συμβάλλει και ο διαρκής εμπλουτισμός των διαθέσιμων χρηματοδοτικών εργαλείων (τα οποία αριθμούν σε 35, εκ των οποίων 30 είναι ενεργά και 5 αναμένονται σύντομα). Εν τούτοις, το μεν ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει υψηλό η δε χρηματοδότηση της οικονομίας απέχει ακόμα από τα επιθυμητά επίπεδα. Το οριστικό περιεχόμενο και η εφαρμοστική λειτουργικότητα της επικείμενης νομοθετικής ρύθμισης για τη μείωση των κόκκινων δανείων θα καθορίσουν τη δυνατότητα των τραπεζικών ιδρυμάτων να επανακτήσουν το χρηματοδοτικό ρόλο τους, με όρους τόνωσης της παραγωγικής δραστηριότητας και ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής.
Οι εξωτερικοί παράγοντες κινδύνου σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις, εντοπίζονται στην επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας το 2019 (κατά 0,2 της ποσοστιαίας μονάδας) κυρίως λόγω της αρνητικής επίδρασης των πολιτικών προστατευτισμού στα πλαίσια της εμπορικής διαμάχης ΗΠΑ-Κίνας και της υποχώρησης της θετικής επίδρασης των δημοσιονομικών μέτρων του 2018 στις ΗΠΑ. Σε ό,τι αφορά την οικονομία της Ευρωζώνης, οι παράγοντες που συμβάλλουν στην επιβράδυνση της συνδέονται με τη γερμανική οικονομία (υποχώρηση του κλάδου της αυτοκινητοβιομηχανίας εξαιτίας αφενός της αρνητικής επίπτωσης του προστατευτισμού αφετέρου της αύξησης των ορίων εκπομπών καυσαερίων των αυτοκινήτων και την υποτονική ιδιωτική κατανάλωση), τις εξελίξεις στην ιταλική οικονομία η οποία επιβραδύνεται σημαντικά συνέπεια της αβεβαιότητας για τους δημοσιονομικούς και χρηματοοικονομικούς κινδύνους οι οποίοι φαίνεται ότι επηρέασαν την εσωτερική ζήτηση (ιδιαιτέρως τις επενδύσεις).
Συνοπτικά, φαίνεται ότι έχει ενεργοποιηθεί μια σειρά διαδοχικών θετικών γεγονότων:
- Μη περικοπή των συντάξεων από 1.1.2019
- Για πρώτη φορά από το 2012 στηρίζονται τα εισοδήματα των εργαζόμενων με την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10,9% και την κατάργηση του υπο-κατώτατου μισθού των νέων εργαζόμενων κάτω των 25 ετών για τους οποίους αντιστοιχεί σε αύξηση 27,4%. Η αύξηση αυτή εκτιμάται ότι θα δώσει ώθηση στην κατανάλωση και την εσωτερική ζήτηση ενώ δεν αναμένεται αρνητική επίδραση σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων καθώς επηρεάζει κυρίως κλάδους μη εμπορεύσιμων αγαθών
- Επιτυχημένη έξοδος στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου με το επιτόκιο του 5ετούς ομολόγου αξίας 2,5 δισ. ευρώ να βρίσκεται σε επίπεδα προ κρίσης παρά την περιρρέουσα αβεβαιότητα στο διεθνές χρηματοπιστωτικό περιβάλλον. Η υψηλή ζήτηση που διαμορφώθηκε σε 10 δισ. ευρώ από 290 επενδυτές και η βελτίωση του «προφίλ» των επενδυτών (με τους διαχειριστές ομολόγων να αποτελούν το 67,5%, τις τράπεζες το 19%, τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά Ταμεία το 2,5% ενώ το μερίδιο των επενδυτών υψηλού ρίσκου (hedge fund) περιορίστηκε στο 11%) αποτελούν ισχυρό σήμα ότι η χώρα επιστρέφει στην κανονικότητα των αγορών.
- Η αύξηση των εισοδημάτων μέσω της αύξησης του κατώτατου και κατάργησης του υποκατώτατου μισθού, παράλληλα με την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, μπορούν αφενός να δώσουν ώθηση στην εσωτερική ζήτηση αφετέρου να καταστίσουν πιο περιεκτική την ανάκαμψη της οικονομίας.
Για αναλυτική εικόνα των οικονομικών εξελίξεων διαβάστε το πλήρες Δελτίο στο αρχείο που ακολουθεί: