Τη μείωση του κινδύνου στον ισολογισμό της, ώστε να επιτευχθεί ο στρατηγικός σχεδιασμός της διοίκησης Ψάλτη για την ανταμοιβή των μετόχων ύστερα από μια δεκαπενταετία... ξηρασίας, επιτυγχάνει η Alpha Bank μέσα από το deal με την ιταλική Unicredit που οδηγεί σε διπλό de-risking, καθώς φεύγουν από τον ισολογισμό η ρουμανική θυγατρική, Alpha Bank Romania και η ελληνική, εξειδικευμένη ασφαλιστική, Alpha Life.
Πρώτη προτεραιότητα για τον διευθύνοντα σύμβουλο, Βασίλη Ψάλτη αυτή την περίοδο είναι να επανέλθει η τράπεζα σε μια σταθερή και προοδευτικά ενισχυόμενη πολιτική ανταμοιβής των μετόχων. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να εξασφαλισθεί για τη χρήση 2023, αλλά και για τις μελλοντικές χρήσεις, η συναίνεση του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της ΕΚΤ, ο οποίος εξετάζει με αυστηρότητα όχι μόνο την παρούσα θέση μιας τράπεζας, αλλά και τους διάφορους συντελεστές μελλοντικών κινδύνων για την κεφαλαιακή βάση.
Από αυτή την άποψη, το deal με τους Ιταλούς αφαιρεί μια σημαντική εστία κινδύνου από τον ισολογισμό της Alpha, που είναι ο έλεγχος μιας αρκετά μεγάλης τραπεζικής οντότητας (μία από τις δέκα μεγαλύτερες της χώρας) στη Ρουμανία, ενώ παράλληλα βγαίνει από τον ισολογισμό και άλλη μια εταιρεία που δημιουργεί εποπτικές απαιτήσεις κεφαλαίου, έστω και αν δεν έχει μεγάλα μεγέθη, η AlphaLife, που δραστηριοποιείται στον κλάδο ζωής με εξειδικευμένα αποταμιευτικά προϊόντα.
Μέσα από το deal με τη Unicredit, η Alpha ολοκληρώνει την έξοδο των ελληνικών τραπεζών από τη ρουμανική αγορά, καθώς η Alpha Bank Romania θα γίνει μέρος της νέας τραπεζικής οντότητας που θα δημιουργηθεί μέσω της συγχώνευσης δραστηριοτήτων των δύο τραπεζικών ομίλων, που θα δημιουργήσει την τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα της Ρουμανίας. Σε αυτή τη νέα τράπεζα, έχει συμφωνηθεί να διατηρήσει η Alpha ποσοστό χαμηλότερο από 10%.
Όπως εκτιμά η JP Morgan, με τη συναλλαγή αυτή παύει να ενοποιείται στον ισολογισμό της Alpha Bank ενεργητικό σημαντικού ύψους, περίπου 2 δισ. ευρώ και ο βασικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας της Alpha βελτιώνεται περισσότερο από 100 μονάδες βάσης, ενώ ο δείκτης απόδοσης κεφαλαίου ενισχύεται κατά 50 μονάδες βάσης.
Από τη σκοπιά της τραπεζικής εποπτείας, η συναλλαγή θα είναι πολύ σημαντική στο άμεσο μέλλον, όταν ο Εποπτικός Μηχανισμός θα κληθεί να κρίνει αν θα επιτρέψει στην Alpha τη διανομή μερίσματος από τα κέρδη του 2023, αλλά και για τις αντίστοιχες διαδικασίες των επόμενων ετών. Η Alpha Bank Romania μπορεί να μην έχει κάποια ανάγκη νέων κεφαλαίων στο ορατό μέλλον, όμως μια σημαντική συμμετοχή σε μια τράπεζα βαλκανικής χώρας, εκτός ευρωζώνης, αναπόφευκτα θα αντιμετωπιζόταν ως ένας παράγοντας ρίσκου για το μέλλον και θα επιβάρυνε την εποπτική αξιολόγηση.
Η AlphaLife, η οποία ως ασφαλιστική εταιρεία υπόκειται στους κανόνες για την κεφαλαιακή επάρκεια που εφαρμόζονται στον κλάδο, βγαίνει επίσης από τον κύκλο των ελεγχόμενων θυγατρικών της Alpha, καθώς η Unicredit θα πάρει το 51% των μετοχών και η εταιρεία θα συνεχίσει την πορεία της διαθέτοντας στην αγορά προϊόντα του ιταλικού ομίλου.
Αυτές οι κινήσεις είναι ίσως οι τελευταίες «διορθώσεις» στον ισολογισμό της Alpha Bank -η πρώτη μεγάλη «διόρθωση» αφορούσε βεβαίως τη δραστική μείωση των κόκκινων δανείων-, ώστε να αρχίσει να υλοποιείται το σχέδιο που έχει παρουσιάσει από το καλοκαίρι στους μετόχους ο διευθύνων σύμβουλος, Βασίλης Ψάλτης.
Η διοίκηση της Alpha έχει υποσχεθεί στους μετόχους ετήσια αύξηση κερδών 20% την τριετία 2023 - 2025 και, όπως είχε τονίσει ο κ. Ψάλτης στη γενική συνέλευση τον Ιούλιο, την επανέναρξη των πληρωμών μερισμάτων, ξεκινώντας από τα κέρδη του 2023. Ήδη, όπως είχε τονίσει, στα αποτελέσματα της τράπεζας έχει εγγραφεί φέτος πρόβλεψη για πληρωμή μερίσματος ύψους 30 μονάδων βάσης, ή περίπου 20% επί των κερδών.
Στις ίδιες δηλώσεις του προς τους μετόχους, ο κ. Ψάλτης είχε προαναγγείλει και τη λεπτή διαπραγμάτευση με την εποπτική αρχή για ένα αίτημα της τράπεζας να αυξήσει περισσότερο το ποσό του κεφαλαίου που θα διανεμηθεί στους μετόχους, καθώς διαπιστώθηκε από τα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου ότι ο δείκτης απόδοσης κεφαλαίου είχε υπερβεί τον αρχικό στόχο για 10% και είχε ανέλθει στο 11%, ενώ είχε ισχυροποιηθεί πάνω από τις αρχικές προβλέψεις και ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της διοίκησης, τα κέρδη της τριετίας έως και το 2025 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν σε 2 δισ. ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι θα είναι σε θέση να διανείμει μεγάλου ύψους μερίσματα, πάντα υπό την προϋπόθεση ότι η εποπτική αρχή δεν θα προβάλει αντιρρήσεις. Με τον νέο περιορισμό του ρισκού στον ισολογισμό, αυτός ο εποπτικός διάλογος θα γίνει πολύ πιο εύκολος, όπως εκτιμούν αναλυτές.