Τη δεκαετία 2011-2021, ολοένα και λιγότερες επιχειρήσεις συναγωνίστηκαν για την εκτέλεση έργων στην ΕΕ, την προμήθεια αγαθών και την παροχή υπηρεσιών για λογαριασμό δημόσιων φορέων, ενώ οι αρχές συχνά προσέγγιζαν συγκεκριμένες εταιρείες απευθείας. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ) για τον ανταγωνισμό στις δημόσιες συμβάσεις στην Ευρώπη.
Οι δημόσιες συμβάσεις έχουν καθοριστική σημασία για την ενιαία αγορά της Ένωσης, καθώς τονώνουν την οικονομική μεγέθυνση, δημιουργούν θέσεις εργασίας και βοηθούν τους δημόσιους φορείς να εξασφαλίζουν τις καλύτερες δυνατές συμφωνίες με ανοικτό και ανταγωνιστικό τρόπο. Το 2014, η ΕΕ μεταρρύθμισε τις οδηγίες της για τις δημόσιες συμβάσεις με σκοπό να γίνουν οι διαδικασίες απλούστερες, διαφανέστερες και καινοτόμες, καθώς και περισσότερο προσιτές για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ).
«Η μεταρρύθμιση του 2014 δεν κατάφερε να κάνει ελκυστικότερες τις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων, κάτι που θα μπορούσε να έχει αυξήσει τον ανταγωνισμό και να βοηθήσει τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν καλύτερη σχέση ποιότητας/τιμής για τους φορολογούμενους», αναφέρει η έκθεση του ΕΕΣ. Σημειώνει, μάλιστα, ότι οι διαδικασίες έγιναν ακόμη πιο χρονοβόρες, ενώ μέχρι και σήμερα υπάρχουν προβλήματα με τη διαφάνεια.
«Τα τελευταία 10 χρόνια, η ΕΕ και τα κράτη μέλη της δεν κατάφεραν να ενισχύσουν τον ανταγωνισμό για τις δημόσιες συμβάσεις, με αποτέλεσμα να είμαστε τώρα στη δυσάρεστη θέση να μιλάμε για μια χαμένη δεκαετία. Η Επιτροπή θα πρέπει να δρομολογήσει ένα σχέδιο για να ξεπεραστούν τα βασικά εμπόδια στον ανταγωνισμό και να γίνουν οι δημόσιες συμβάσεις ελκυστικότερες για τις επιχειρήσεις», δήλωσε η Χέλγκα Μπέργκερ, Μέλος του ΕΕΣ.
Στα περισσότερα κράτη μέλη δεν σημειώθηκε βελτίωση του ανταγωνισμού σε ό,τι αφορά τις προσφορές και τις αναθέσεις έργων. Σύμφωνα με το ΕΕΣ, το 2021, το 42% του συνόλου των συμβάσεων ανατέθηκαν σε συνέχεια υποβολής μίας μόνο προσφοράς. Επιπλέον, σε ολόκληρη την ΕΕ, οι περιπτώσεις με έναν μόνο προσφέροντα σχεδόν διπλασιάστηκαν από το 2011, ενώ ο αριθμός των εταιρειών που υπέβαλαν προσφορές μειώθηκε σχεδόν στο μισό, από περίπου έξι σε τρεις ανά διαδικασία. Επιπλέον, στο πλαίσιο της ανάθεσης συμβάσεων, οι αρχές συχνά ζητούσαν από μία ή περισσότερες εταιρείες να υποβάλουν απευθείας προσφορά, χωρίς να προκηρύξουν δημόσιο διαγωνισμό. «Οι απευθείας αναθέσεις επιτρέπονται υπό πολύ συγκεκριμένες περιστάσεις, αλλά παρακωλύουν τον ανταγωνισμό και θα πρέπει να αποτελούν την εξαίρεση», τονίζει το ΕΕΣ. Αντ' αυτού, οι αναθέσεις αυτές πλήθυναν σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη και αντιπροσώπευαν περίπου το 16% του συνόλου των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων που αναφέρθηκαν το 2021.
Το 2021, το υψηλότερο ποσοστό απευθείας αναθέσεων καταγράφηκε στην Κύπρο (42%) και το χαμηλότερο στην Ελλάδα (3%). Τα υψηλότερα ποσοστά υποβολής μίας μόνο προσφοράς σημειώθηκαν στη Σλοβενία (73%), ενώ σε υψηλό επίπεδο παρέμειναν και στην Πολωνία (περίπου 50% κατά την υπό εξέταση δεκαετία). Κάθε χρόνο, οι χώρες της ΕΕ δαπανούν περί τα 2 τρισεκατομμύρια ευρώ (σχεδόν το 14% του ΑΕΠ της ΕΕ) για δημόσιες συμβάσεις.