Το αστυνομικό δράμα «Τα Δύο Πρόσωπα του Νόμου», με τον Μελ Γκίμπσον, το κοινωνικό-πολιτικό δράμα «Σε Πόλεμο», του Βενσάν Λιντόν, το συναρπαστικό και βραβευμένο με Όσκαρ ντοκιμαντέρ «Free Solo» και το ελληνικό ψυχολογικό δράμα «Ακίνητο Ποτάμι» του Άγγελου Φραντζή ξεχωρίζουν, σύμφωνα με τους κριτικούς, ανάμεσα στις εννέα νέες ταινίες της κινηματογραφικής εβδομάδας που ξεκινά απόψε.
«Σε πόλεμο» («En Guerre»)
Κοινωνικό δράμα, γαλλικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Στεφάν Μπριζέ, με τους Βενσάν Λιντόν, Μελανί Ροβέρ, Ζακ Μπορντερί κα.
Εμπνεόμενος από πολλές αληθινές ιστορίες ο Στεφάν Μπριζέ («Ο Νόμος της Αγοράς»), με ντοκιμαντερίστικη ματιά, φτιάχνει μια πολιτική ταινία καταγγελίας για το ρόλο των αφεντικών, δεξιών και αριστερών, του παιχνιδιού που παίζει ο Τύπος, αλλά και όλους όσοι προστατεύουν τα μεγάλα συμφέροντα, έχοντας ως πρωταγωνιστή τον έξοχο Βενσάν Λιντόν (βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας στο 68ο Φεστιβάλ των Καννών).
Με την κάμερα στο χέρι, ο Μπριζέ τριγυρνά ανάμεσα στους εξεγερμένους εργάτες, που βρίσκονται απολυμένοι από την ιδιοκτησία - γερμανικών συμφερόντων - παρά την κερδοφορία και καταγράφει την ένταση των δύσκολων στιγμών που περνούν, τις συνελεύσεις τους και τις μεταξύ τους συγκρούσεις, τις αδιέξοδες συζητήσεις με την εργοδοσία, τα ξεσπάσματα βίας και τις μικρές προσωπικές τους ιστορίες.
Εδώ ο Μπριζέ, εν αντιθέσει με την προηγούμενη ταινία του «Ο Νόμος της Αγοράς», που είχε μια εσωτερικότητα, μια διάθεση σιωπηλής καυστικότητας, επιλέγει τις υψηλές εντάσεις, τον δυναμικό ρυθμό, τη ρεπορταζιακή προσέγγιση, για να καθηλώσει το θεατή, αναδεικνύοντας το αδιέξοδο ενός κόσμου που έχει βάλει ως προτεραιότητα τα υπερκέρδη των εταιριών, αγνοώντας τον εργαζόμενο, τον άνθρωπο, την οικογένεια, την κοινωνία.
Η ταινία περιγράφει τον οικονομικό-πολιτικό μηχανισμό που αγνοεί τον άνθρωπο, ενώ στέκεται και στο τι κρύβεται πίσω από τα ρεπορτάζ των μέσων ενημέρωσης, τα οποία καλύπτουν επιλεκτικά τα σποραδικά φαινόμενα βίας, που σημειώνονται συχνά σε περιπτώσεις βιομηχανικών εργασιακών ταραχών και που στοχεύουν ουσιαστικά στην παραπληροφόρηση του κοινού.
Ο Μπριζέ είναι φανερό ότι ανατρέχει στις πολιτικές ταινίες των δεκαετιών '60 και '70, κυρίως απ' τη Γαλλία και την Ιταλία, βγάζει θυμό και φωνάζει, ορισμένες φορές περισσότερο απ' όσο πρέπει, για τα δίκαια των αδύναμων απλών ανθρώπων, αλλά έστω και με υπερβολές ή σχηματικές καταστάσεις θυμίζει τις βασικές αρχές του ανθρωπισμού, το δικαίωμα στη ζωή, στην αξιοπρέπεια, κάτι που σήμερα ένα γιγαντιαίο σύστημα εξουσίας θεωρεί παρωχημένα.
Η ταινία παρακολουθεί την απεργία 1.100 εργατών του εργοστασίου Περέν στη Νότια Γαλλία: Έχοντας συμφωνήσει με τους ιδιοκτήτες - γερμανικών συμφερόντων - ότι οι θέσεις τους θα είναι διασφαλισμένες για τουλάχιστον μια 5ετία, οι εργάτες βρίσκονται στο δρόμο όταν, ξαφνικά και παρά τον υψηλό τζίρο του, το εργοστάσιο αποφασίζει να κλείσει.
Με εκπρόσωπο τον Λοράν Αμεντέο, οι εργάτες, αρχικά συνασπισμένοι και, σταδιακά, καθώς ο καιρός περνά χωρίς αποτέλεσμα, διασπασμένοι, θα κάνουν επίμονη απεργία, διαρκώς μπροστά στις δημοσιογραφικές κάμερες, απαιτώντας τα στοιχειώδη, την τήρηση, δηλαδή, της συμφωνίας τους με τη διεύθυνση.
Ακολουθώντας μια διαδρομή με συνεχόμενες κορυφώσεις και πτώσεις, μικρούς θριάμβους και μεγάλες απογοητεύσεις, ανέχεια και βία, η απεργία και το σωματείο των εργατών θα έρθει αντιμέτωπο με την ανθρώπινη τραγωδία.
«Τα Δύο Πρόσωπα του Νόμου» («Dragged Across Concrete»)
Αστυνομική ταινία, αμερικανικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Στίβεν Κρεγκ Ζάλερ, με τους Μελ Γκίμπσον, Βινς Βον, Ντον Τζόνσον, Λόρι Χόλντεν, Τζένιφερ Κάρπεντερ, Τόρι Κιτλς κα.
Θα μπορούσε να είναι μία σπουδαία ταινία, ένα εξαίρετο αστυνομικό θρίλερ b movie, με κοφτερή κοινωνική ματιά, που θα παρέπεμπε στις καλύτερες του είδους, της χρυσής χολιγουντιανής εποχής της δεκαετίας του '40. Έχοντας επιπλέον ως πρωταγωνιστές έναν στιβαρό, θα λεγες από τσιμέντο, Μελ Γκίμπσον και έναν αρκετά καλό Βινς Βον για παρτενέρ.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον κριτικό Χάρη Αναγνωστάκη, η ταινία του Στίβεν Γκρεγκ Ζάλερ είναι άνιση και σίγουρα έχει υπερβολικά μεγάλη διάρκεια (158 λεπτά). Κατά τον ίδιο, η ταινία, που μοιάζει με σπονδυλωτή, με τέσσερις ιστορίες που στο τέλος διασταυρώνονται, έχει πρόβλημα δομικό, καθώς δεν υπάρχει η ενδεδειγμένη συγκόλληση μεταξύ τους, ενώ ορισμένες φορές φλυαρεί.
Υπάρχει μια βασική ιστορία, αυτή των δυο αστυνομικών (Γκίμπσον-Βον) που λόγω υπερβολικής σκληρότητας βρίσκονται σε διαθεσιμότητα και αποφασίζουν να κλέψουν τα χρήματα εγκληματικής δραστηριότητας και τρεις που κινούνται παράπλευρα και στο τέλος συναντώνται, για το απαισιόδοξο τέλος.
Οι δυο απ' αυτές (της γυναίκας που πάει με το ζόρι στη δουλειά της, στην τράπεζα, ενώ θέλει να παραμείνει με το νεογέννητο παιδί της και σκοτώνεται, και τη δράση του διεστραμμένου εγκληματία που συμμετέχει στη ληστεία της τράπεζας) θα μπορούσαν να καλυφθούν από τέσσερα πέντε πλάνα και ένα-δυο λεπτά διαλόγων, αντί τουλάχιστον της μισής ώρας που κατανάλωσε ο σκηνοθέτης, ενώ θα μπορούσε να γίνει αρκετή οικονομία και στις σκηνές παρακολούθησης των δυο αστυνομικών, όπου αποδυναμώνονται και ορισμένοι εύστοχα καυστικοί διάλογοι, σχολιάζει ο Χ. Αναγνωστάκης.
Παρόλα αυτά η ταινία του Ζάλερ, που δεν έχει ήρωες, αλλά συνηθισμένους ανθρώπους που θέλουν να ξεφύγουν από τη μιζέρια, δεν χάνει το ενδιαφέρον της, καθώς διαθέτει μια στέρεη ιστορία και εύστοχες παρατηρήσεις για τη ζωή, τα παιχνίδια της εξουσίας και την θλιβερή εικόνα του σύγχρονου τρόπου ζωής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο βετεράνος αστυνομικός Γκίμπσον, από ήρωας μετατρέπεται σε αποδιοπομπαίο τράγο, γιατί απλώς άλλαξαν τα δεδομένα σύμφωνα με αυτά που προτάσσουν οι πολιτικοί, ενώ παράλληλα, η ζωή και η δουλειά του, τον έχουν κάνει σκληρότερο, πιο βίαιο, εν αντιθέσει με τον παλιό συνάδελφό του, που έχει μπει στο γραφείο και έχει έρθει πιο κοντά στην εξουσία, μεταφέροντας τις επιλογές της.
Η ταινία διατηρεί τους κώδικες των παλαιότερων φιλμ του είδους, όπως την ανάδειξη της ανδρικής τιμής και φιλίας, ενώ ταυτόχρονα κατακεραυνώνει τις νέες αξίες που έχουν έρθει στο προσκήνιο, την υποκρισία, τον αμοραλισμό, τον απροκάλυπτο κομφορμισμό, την ανάπτυξη μιας μαζικής γλίτσας, που όταν πέφτει πάνω της το καθαρό νερό, αντί να διαλυθεί αυτή διαχέεται παίρνοντας διάφορα πολύχρωμα σχήματα, διαπερνώντας την πραγματικότητα, σαν τη μούχλα στους τοίχους.
Απαισιόδοξη ταινία, που ο φωτισμός της και η φωτογραφία του Μπένζι Μπάκσι δουλεύουν προς αυτή την κατεύθυνση, με σκοτεινά ή υποφωτισμένα πλάνα, άλλοτε με το ψυχρό του γαλάζιου και άλλοτε με το κόκκινο του αίματος.
Ο Μελ Γκίμπσον με γκρίζα μαλλιά και μουστάκι, λιτός, με μία εσωτερική γοητεία, αποκαμωμένος από τη ζωή, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως άνθρωπος από τσιμέντο και μάλιστα σαν έναν παλιό οικοδόμο, απ' αυτούς που νομίζεις ότι δεν φεύγει ποτέ από πάνω τους η πούδρα του τσιμέντου ή του ασβέστη και με τα εσωτερικά του σίδερα να έχουν διαβρωθεί. Αρκετά καλός και ο Βινς Βον, που δίνει μία πραγματικά αξιόλογη δραματική ερμηνεία, σημαντική και η συμβολή του Τόρι Κιτλς, ενώ για τρία λεπτά εμφανίζεται και ο Ντον Τζόνσον.
Ένας σκληρός, παλαιάς κοπής αστυνομικός και ο ευέξαπτος, νεότερος συνεργάτης του τίθενται σε διαθεσιμότητα όταν ένα βίντεο που δείχνει τις σκληρές μεθόδους καταστολής που ακολουθούν, διαρρέει στο διαδίκτυο. Με λίγα χρήματα και χωρίς καμία επιλογή, οι απογοητευμένοι αστυνομικοί βουτάνε στον εγκληματικό υπόκοσμο όπου και θα βρουν πολλά περισσότερα από όσα είχαν όσο ζούσαν στη σκιά.
«Εμείς» («Us»)
Ταινία τρόμου, αμερικανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Τζόρνταν Πιλ, με τους Ελίζαμπεθ Μος, Λουπίτα Νιόνγκο, Γουίνστον Ντιουκ, Τιμ Χάιντεκερ, Γιάγια Αμπντούλ-Ματίν II, Άνα Ντιόπ κα.
Φρέσκο σινεμά τρόμου, που βάζει στο επίκεντρο μια μεσοαστική οικογένεια μαύρων, η οποία θα βρεθεί αντιμέτωπη με τους εφιάλτες της και ο θεατής θα αισθανθεί, όταν ανοίγει τα δάκτυλα του χεριού του από το πρόσωπο, για να μη χάσει την επόμενη σκηνή, γνήσιες ανατριχίλες, σαν αυτές που άφηναν οι Ντε Πάλμα (ως συνέχεια του Χίτσκοκ), Ρομέρο, Κιούμπρικ και Κρόνεμπεργκ. Όχι, ο Τζόρνταν Πιλ («Τρέξε») δεν αντιγράφει τους μεγάλους του τρόμου και του σασπένς, αλλά είναι φανερό ότι είναι επηρεασμένος από τις ταινίες τους και συνάμα ανανεώνει ως ένα βαθμό τις ιδέες τους, αλλά και το συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος.
Το μεταφυσικό κυριαρχεί, αλλά συχνά μπερδεύεται με την ψυχική διαταραχή, το καυστικό κοινωνικό σχόλιο και τη διαπεραστική ειρωνεία, ενώ η απειλή παραμονεύει διαρκώς και η αστική ευδαιμονία κινδυνεύει από τα ίδια υλικά απ' τα οποία δομήθηκε.
Και όλα αυτά με τον Πιλ να κρατά τις περισσότερες φορές, αλλά όχι πάντα, τους σωστούς ρυθμούς, την ένταση που κλιμακώνεται μέχρι το τελικό και διφορούμενο ξεκαθάρισμα, το οποίο δεν έχει τα στοιχεία της λύτρωσης, αλλά μία απαισιοδοξία για το μέλλον.
Ειδική μνεία στον διευθυντή φωτογραφίας Μάικ Γιουλάκης («Glass»), αλλά και στην πρωταγωνίστρια Λουπίτα Νιόγκο.
Μια γυναίκα επιστρέφει στο παραλιακό παιδικό της σπίτι μαζί με τον σύζυγό της και τα δύο τους παιδιά, για ένα ειδυλλιακό καλοκαίρι. Κυνηγημένη από ένα ανεξήγητο τραύμα από το παρελθόν της και βιώνοντας μια σειρά από μυστηριώδεις συμπτώσεις, νιώθει την παράνοιά της να φτάνει σε ανησυχητικά επίπεδα καθώς όλο και περισσότερο αισθάνεται και πιστεύει ότι κάτι κακό θα συμβεί στην οικογένειά της. Αφού έχουν περάσει μια τεταμένη ημέρα στην παραλία με τους φίλους τους, αυτή και η οικογένειά της επιστρέφουν στο σπίτι τους. Όταν πέφτει το σκοτάδι, οι Γουίλσον ανακαλύπτουν τις μορφές τεσσάρων ανθρώπων που στέκονται ασυνήθιστα και απειλητικά στο δρόμο, έξω από το σπίτι τους.
«Ακίνητο Ποτάμι»
Ψυχολογικό δράμα, ελληνικής και γαλλικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Άγγελου Φραντζή, με τους Ανδρέα Κωνσταντίνου, Κάτια Γκουλιώνη, Ίντρα Μπούρκοφσκα, Γιούρις Μπαρτκεβίτς κα.
Ο Άγγελος Φραντζής επιστρέφει στις αίθουσες με ένα ατμοσφαιρικό δράμα μυστηρίου, που γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στη Ρωσία και τη Λετονία, όπου κυριαρχεί το εκτυφλωτικό λευκό του χιονιού. Αποτελεί μία προσπάθεια του σκηνοθέτη να φέρει κοντά το μεταφυσικό και την πνευματικότητα με τον ορθολογισμό, το παράλογο με το λογικό, το εξωτερικά ακίνητο σκηνικό με την εσωτερική ορμή. Ωστόσο, η ταινία ορισμένες φορές δείχνει να βουλιάζει από υπερβολικούς συμβολισμούς, που χρησιμοποιούνται για να καταδείξουν την ατέρμονη υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου.
Πρωταγωνιστούν δυο νέοι ηθοποιοί μας, οι οποίοι ήδη έχουν φανερώσει το πλούσιο ταλέντο τους, την Κάτια Γκουλιώτη, που δίνει μία δυναμική ερμηνεία και τον Ανδρέα Κωνσταντίνου, ο οποίος παρότι φαίνεται ιδανικός και για ζεν πρεμιέ και για ρόλους απαιτητικούς που θέλουν παιδεία και εσωτερική εκφραστικότητα, εδώ μοιάζει καθηλωμένος στην μπαρόκ οπτική της ταινίας.
Η Άννα και ο Πέτρος, ένα ζευγάρι από την Ελλάδα που πρόσφατα μετακόμισε σε μία βιομηχανική πόλη της Σιβηρίας λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων του Πέτρου, ανακαλύπτει με έκπληξη ότι η Άννα είναι έγκυος, χωρίς να έχουν ολοκληρωμένες σχέσεις το τελευταίο διάστημα. Τον απάτησε; Μήπως έχουν πέσει θύματα συνωμοσίας; Ή μήπως ευλογήθηκαν με ένα θαύμα; Αναζητώντας μια λογική εξήγηση, ο Πέτρος αμφισβητεί την Άννα, η οποία στρέφεται προς τη θρησκεία. Ο μέχρι πρότινος ακλόνητος δεσμός τους βρίσκεται σε κρίση, καθώς η σχέση τους μετατρέπεται σε πεδίο μάχης ανάμεσα στο ορθολογικό και το πνευματικό.
«Free Solo»
Ντοκιμαντέρ, αμερικανικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Ελίζαμπεθ Τσάι Βασαρχέλι και Τζίμι Τσιν.
Συγκλονιστικό, απίστευτο, συναρπαστικό, ιλιγγιώδες, τρομαχτικό, αλλά πάνω απ' όλα ανθρώπινο είναι αυτό το ντοκιμαντέρ για τους αθλητές αναρρίχησης, χωρίς σχοινί ή κάποιο άλλο εξοπλισμό, που σκαρφαλώνουν κατακόρυφους βραχώδεις μονόλιθους.
Το φιλμ, που έχει ως πρωταγωνιστή τον 30χρονο πρωταθλητή του αθλήματος, Άλεξ Χόνολντ, αναδεικνύει το μεγαλείο της κορυφαίας γλύπτριας του σύμπαντός μας, τη φύση, αλλά και τη δύναμη του ανθρώπου να αναμετρηθεί με τον εαυτό του.
Ωστόσο, το ντοκιμαντέρ αυτό, που είναι μία παραγωγή του National Geographic και βραβεύτηκε με το Όσκαρ της συγκεκριμένης κατηγορίας, είναι μία αφορμή για να μιλήσει, πέρα από τα απίστευτα επιτεύγματα αυτών των ανθρώπων, για το χαρακτήρα τους.
Μέσω του Χόνολντ, δείχνει την πίστη τους στον άνθρωπο, τη συστολή τους μπροστά στη φύση και γιατί όχι και στο θεό, την αγάπη τους προς τους κατατρεγμένους (και την αλληλεγγύη τους, καθώς ο Χόνολντ δίνει τα μισά του έσοδα, που δεν έχουν φυσικά σχέση με αυτά που παίρνουν οι αστέρες στο μπάσκετ ή στο τένις, για να τρέξει καθαρό νερό σε ένα χωριό της Αφρικής), την οικολογική τους συνείδηση, την περιφρόνησή τους για τα τεχνολογικά καλούδια, τον καταναλωτισμό. Οι σκηνές με τον Χόνολντ, να μπαίνει σε σπίτι με την κοπέλα του (δικό του σπίτι θεωρεί το μικρό του βανάκι που τον πάει στους επιβλητικούς βράχους που πρέπει να σκαρφαλώσει) και να περιπλανιέται σε υπερκαταστήματα για να πάρει ένα ψυγείο είναι απολαυστικές και κρύβουν ένα δηλητηριώδες χιούμορ για την κοινωνία της αφθονίας και της κατανάλωσης.
Τέλος πάντων, η ταινία είναι μία κινηματογραφική εμπειρία ακόμη και για όσους δεν έλκονται σε αυτού του είδους θέματα αν και πολλοί θα διερωτηθούν: «μα γιατί να το κάνει αυτό ένας άνθρωπος:» Ίσως γιατί προτιμά αντί να περιφέρει τη μιζέρια του, να κάνει τον γελωτοποιό στο αφεντικό ή να πεθάνει τρώγοντας πατατάκια μπροστά στην τηλεόραση, θέλει να νιώσει την ελευθερία ακόμη κι ένα περήφανο τέλος. Ίσως γιατί θέλει να φτάσει κοντά στο θεό του. Είτε βάζοντας το πόδι του στην κορυφή ενός υποβλητικού βράχου, είτε γιατί ένα λαθάκι χιλιοστού μπορεί να τον στείλει στην αιώνια αγκαλιά του.
«Free Solo» στην ορολογία των αναρριχητών ονομάζονται οι επικίνδυνες μοναχικές αναβάσεις χωρίς σχοινί, ή άλλο εξοπλισμό ασφαλείας σε κατακόρυφους βραχώδεις μονόλιθους, όπου ένας λάθος μικροϋπολογισμός στην κατανομή της βαρύτητας του σώματός σου ισοδυναμεί με βουτιά στο θάνατο. Ο 30χρονος Άλεξ Χόνολντ έχει πάνω από 1000 τέτοιες αναρριχήσεις στο βιογραφικό του - μία εμπειρία που του έχει χαρίσει καταξίωση, φήμη και χρήματα από αθλητικούς σπόνσορες, ώστε να ζει όπως ακριβώς επιθυμεί: στο βανάκι που έχει μετατρέψει σε τροχόσπιτο, παρκάροντας στους πρόποδες του επόμενου πρότζεκτ. Και το επόμενο πρότζεκτ για τον Άλεξ είναι όνειρο ζωής - άπιαστο, απάτητο, αχαρτογράφητο, ανατριχιαστικό.
Η αναρρίχηση του «Ελ Καπιτάν», ενός επιβλητικού γρανιτένιου ογκόλιθου, ύψους 914 μέτρων, στο εθνικό πάρκο Γιοσέμιτι της Σιέρα Νεβάδα. Η κάθετη, λεία επιφάνειά του εγγυάται αποστολή αυτοκτονίας. Ακόμα και με σχοινιά, 112 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί επιχειρώντας να αναμετρηθούν με τον όγκο και τα όριά τους. Κανείς όμως, ποτέ στην ιστορία, δεν είχε επιχειρήσει μία free solo ανάβαση του Ελ Καπιτάν.
«Βερολίνο Σ' Αγαπώ» («Berlin, I Love You»)
Σπονδυλωτή ταινία, γερμανικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Ντιάνα Άγκρον, Πίτερ Τσέλσομ, Φερνάντο Άιμπκε, Τζάστιν Φράνκλιν, Ντένις Γκάνσελ, Ντάνι Λέβι, Ντανιέλ Λβόβσκι, Γιόσεφ Ρούσνακ, Τιλ Σβάιγκερ, Μάσι Τάντζεντιν και Γκαμπριέλα Τσέρνιακ, με τους Κίρα Νάϊτλι, Έλεν Μίρεν, Λουκ Γουίλσον, Τζιμ Στάρτζες, Μίκι Ρουρκ, Τζίνα Ντίουαν, Χέιντεν Πανετιέρ, Ντιεκ Γολούνα, Ντιάνα Αγκρόν κα.
Δεν είναι λίγες οι ταινίες που ύμνησαν πόλεις ή περιοχές ανά τον κόσμο, έχοντας ως θέμα την αγάπη, το μυστήριο, την περιπέτεια ή ακόμη και τον πόλεμο, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα φιλμ που θέλει με το ζόρι να μας κάνει να αγαπήσουμε το Βερολίνο. Μια σπονδυλωτή ταινία, που δεν στέκεται στην πόλη, αλλά στους ανθρώπους της.
Ως εδώ σωστά, καθώς πολλές φορές η ομορφιά μιας πόλης είναι οι άνθρωποί της. Όμως οι ιστορίες της ταινίας είναι περισσότερο ένας συμβολισμός που κρύβεται πίσω από την πόλη και εδώ αρχίζουν τα παρατράγουδα, που πολλούς θεατές θα τους αναγκάσουν να εγκαταλείψουν την κινηματογραφική αίθουσα, αν δεν διαθέτουν πλούσια αποθέματα χιούμορ.
Έτσι, μια πόλη σύμβολο του καπιταλισμού, της ισχύος, των οικονομικών κολοσσών και μιας πολιτικοοικονομικής πρακτικής που προκαλεί σε εκατομμύρια ανθρώπους την απέχθεια, έρχεται να μεταμορφωθεί σε πόλη αγγέλων, στην οποία περισσεύουν τα θαύματα, η αλληλεγγύη, η ανοχή και η ανθρωπιά. Και μπορεί να υπάρχουν οι απλοί κάτοικοι του Βερολίνου που να έχουν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, αλλά μάλλον μοιάζει άκομψο και γιατί όχι άγαρμπο να παρουσιάζονται ως βασικό μέρος ενός προπαγανδιστικού υλικού. Φτάνει στα όρια του γκροτέσκο όταν παρουσιάζεται ένας τύπος να επικοινωνεί με την αυτόματη πλοήγηση του γερμανικού του αυτοκίνητο και να χαϊδεύει το σήμα της γνωστής μάρκας σα να 'ναι η κοπέλα του ή όταν δείχνει ότι πίσω από ένα απειλητικό τούνελ διάβασης πεζών κρύβεται ένα πολυεθνικό πάρτι αγάπης ή ακόμη και να εξαντλεί το φαινόμενο της ανοχής που δείχνει η πόλη, με ένα φιλί που δίνει μια τρανσέξουαλ σε ένα μαθητή.
Η ταινία διαθέτει ένα πολυεθνικό καστ, μεταξύ των οποίων η Κίρα Νάιτλι, η Έλεν Μίρεν, και ο Λουκ Γουίλσον, ενώ με έκπληξη ανακαλύπτουμε ότι δουλεύει ακόμη ο Μίκι Ρουρκ, ο οποίος κολλάει απόλυτα με το παρακμασμένο περιβάλλον του λεγόμενου ανεπτυγμένου κόσμου.
Μία ερωτική επιστολή με παραλήπτη μία μοναδική πόλη, το πολυπολιτισμικό, ιστορικό, θρυλικό Βερολίνο. Η ταινία παρουσιάζει τη ματιά 11 δημιουργών απ' όλον τον κόσμο για την πόλη και εντάσσεται στο franchise του Cities of Love του Emmanuel Benbihy, εμπλουτίζοντας το κινηματογραφικό σύμπαν των ρομαντικών δραμάτων-κωμωδιών όπως το «Paris, je t'aime» του 2006, το «New York, I Love You» του 2008 και το «Rio, Eu Te Amo» του 2014.
«Vox Lux»
Δραματικό μιούζικαλ, αμερικανικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Μπρέιντι Κορμπέτ, με τους Νάταλι Πόρτμαν, Τζουντ Λο, Ράφεϊ Κάσιντι, Στέισι Μάρτιν κα.
Ακόμη μία αποτυχημένη επιλογή της Νάταλι Πόρτμαν, είναι αυτό το ποπ μιούζικαλ, που παραπέμπει στις χειρότερες στιγμές της βιομηχανίας του θεάματος και της μουσικής, φλερτάρει επικίνδυνα με το κιτς και αφήνει άναυδο το θεατή από το αφελές θέμα της και την κακή απομίμηση ταινιών του είδους του '80.
Η ταινία ξεκινάει με ενδιαφέρον, αλλά πολύ γρήγορα ξεπέφτει στο φτηνό, έχοντας ως βάση ένα χαοτικό σενάριο, με χάρτινους χαρακτήρες που βγαίνουν από κόμικς ή από κοριτσίστικα περιοδικά, ενώ το φινάλε μοιάζει με ένα μουσικοχορευτικό «Ρόκι Νο 32», όπου στην αρένα - πάλκο έχει μείνει όρθια μόνη η ποπ τραγουδίστρια, με τους θαυμαστές της να την αποθεώνουν..
Παίζει και ο Τζουντ Λο, που μοιάζει να είναι πιο κοντά απ' όλους στην πραγματικότητα, αν και μάλλον φαίνεται να κάνει μία αγγαρεία, σαν να είχε να ξεπληρώσει ένα συμβόλαιο και δεν μπορούσε να κάνει πίσω.
Η Σελέστ, μια νεαρή μαθήτρια, θα είναι μια από τις ελάχιστες επιζώσες των μαζικών δολοφονιών από έναν οπλισμένο συμμαθητή της στο σχολείο, κι όταν σε μια εκδήλωση στη μνήμη των θυμάτων θα τραγουδήσει ένα τραγούδι που έγραψε μαζί με την αδελφή της, ολόκληρη η Αμερική θα συγκινηθεί. Και κάπως έτσι θα ξεκινήσει μια κατακόρυφη ανοδική πορεία προς την δόξα και την ίδια στιγμή όπως θα μας αποκαλύψει το τελευταίο μέρος της ταινίας, όταν η ώριμη πια Σελέστ ετοιμάζεται για μια συναυλία στην μικρή της πόλη για ένα θεματικό comeback μια εξίσου καθοδική πορεία στο πεδίο της προσωπικής της ευτυχίας.
«The Interpreter»
Δραματική ταινία, σλοβακικής - τσέχικης και αυστριακής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Μάρτιν Σούλικ, με τους Γίρι Μένζελ, Πίτερ Σιμόνιτσεκ, Σουζάνα Μαρερί, Άνα Ρακόβσκα, Εύα Κραμέροβα κα.
Γλυκιά ανάγνωση, χωρίς ιδιαίτερα πάθη, της πρόσφατης ιστορίας της Σλοβακίας, αφήνοντας μια επίγευση διακριτικής και απαραίτητης πίκρας. Η ταινία του Σλοβάκου Μάρτιν Σούλικ, ένα ταξίδι στην αυτογνωσία, κοιτά τη φρίκη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα από μία ανθρώπινη ιστορία, έχοντας ως πρωταγωνιστικό δίδυμο τους γηραιούς Πίτερ Σιμόνιτσεκ και Γίρι Μένζελ, ναι, τον σκηνοθέτη του κλασικού «Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν».
Συμπαθητική κινηματογραφική αφήγηση που ορισμένες φορές, ωστόσο, μοιάζει επίπεδη, παρότι υπάρχουν πλάνα που τη σπάνε, όπως και ένα λεπτό διαπεραστικό χιούμορ, που κολλάει με το στοχαστικό βλέμμα του σκηνοθέτη, αλλά και των πρωταγωνιστών του.
Ο 80χρονος Άλι Ούνγκαρ ανακαλύπτει ένα βιβλίο γραμμένο από έναν πρώην αξιωματικό των SS, στο οποίο περιγράφει τα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στη Σλοβακία. Διαβάζοντας, συνειδητοποιεί πως αυτός ο αξιωματικός είναι υπεύθυνος για τη δολοφονία των γονιών του. Αποφασίζει να τον βρει για να πάρει εκδίκηση αλλά αντί για τον αξιωματικό βρίσκει τον 70χρονο γιο του, Γκέοργκ, έναν συνταξιούχο δάσκαλο. Ο Γκέοργκ, που είχε αποφύγει τον πατέρα του σε όλη του τη ζωή, αποφασίζει να βοηθήσει τον Άλι και να γίνει ο διερμηνέας του προκειμένου να μάθουν περισσότερες πληροφορίες για το σκοτεινό παρελθόν του πατέρα του.
«Επίθεση στη Βομβάη» («Hotel Mumbai»)
Θρίλερ, αμερικανικής, ινδικής και αυστραλιανής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Άντονι Μάρας, με τους Άρμι Χάμερ, Ντεβ Πάτελ, Τζέισον Άιζακς, Ναζανίν Μπονιάντι κα.
Σχετικά καλογυρισμένο θρίλερ από τον ελληνικής καταγωγής Άντονι Μαράς, που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και επαναλαμβάνει για μία ακόμη φορά την ιστορία της τρομοκρατίας μέσα από τη ματιά ενός δυτικού και με τη σχεδόν μονοδιάστατη οπτική του. Η ταινία του Μάρας ξεφεύγει κάπως από τα αμερικανικά πρότυπα του είδους, έχει μία ενδιαφέρουσα ιστορία, αλλά τελικά ξεπέφτει στο κλισέ και αναμασά ορισμένα από τα στερεότυπα, που έχουν πλημμυρίσει τις οθόνες μας.
Τον Νοέμβριο του 2008 ένα κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων σε ολόκληρη την Βομβάη έριξε την πόλη στο χάος. Μία ομάδα Τζιχαντιστών κρυμμένη ανάμεσα σε απεγνωσμένους επιζώντες που έψαχναν για καταφύγιο εισέβαλε στο ξενοδοχείο TAJ. Εκεί και χωρίς διακρίσεις επιδόθηκαν σε μια σειρά από ανείπωτες πράξεις απανθρωπιάς και βίας.
Χάρης Αναγνωστάκης, ΑΠΕ-ΜΠΕ