Η γερμανική αμυντική βιομηχανία διανύει μία περίοδο ραγδαίας ανάπτυξης. Η δραματική αύξηση των στρατιωτικών δαπανών της χώρας μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με τη μετατόπιση του στρατηγικού της ρόλου εντός του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει εκτοξεύσει τόσο τις εξαγωγές στρατιωτικού εξοπλισμού, όσο και τις επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες άμυνας.
Το 2024, η Γερμανία εξήγαγε οπλικά συστήματα αξίας 13,2 δισ. ευρώ, σχεδόν υπερδιπλασιάζοντας τις επιδόσεις της σε σχέση με το 2020. Η τάση συνεχίζεται αδιάκοπα και το 2025, με κυβερνητικά στοιχεία να δείχνουν ότι περίπου το 80% των εξαγωγών προορίζονται για συμμαχικές χώρες – μέλη της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, αλλά και στρατηγικούς εταίρους όπως η Ιαπωνία, η Αυστραλία και η Σιγκαπούρη.
Μεγάλο μερίδιο λαμβάνει η Ουκρανία, στην οποία έχουν αποσταλεί άρματα μάχης Leopard, τεθωρακισμένα Marder, συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας IRIS-T, πυροβόλα, drones και ελικόπτερα. Παράλληλα, χώρες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος και το Κατάρ συνεχίζουν να συγκαταλέγονται στους σημαντικούς πελάτες.
Η γερμανική κυβέρνηση έχει εγκρίνει ένα ειδικό ταμείο 100 δισ. ευρώ για τον εκσυγχρονισμό της Bundeswehr, ενώ ο στόχος των αμυντικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ έχει ήδη επιτευχθεί – μια εξέλιξη που μεταφράζεται σε βαθύ μετασχηματισμό για την οικονομία.
Οι πρωταγωνιστές της αγοράς
Οι γερμανικές εταιρείες αμυντικής τεχνολογίας γνωρίζουν εντυπωσιακή άνθηση:
Rheinmetall: Είδε τη μετοχή της να αυξάνεται πάνω από 260% σε ένα έτος. Η εταιρεία προμηθεύει άρματα, πυρομαχικά και πυροβόλα και εδραιώνει τη θέση της ως ο κορυφαίος προμηθευτής της Bundeswehr.
- Hensoldt: Ειδικεύεται σε ραντάρ και αισθητήρες και αντλεί σχεδόν το 90% των εσόδων της από ευρωπαϊκές χώρες.
- MTU Aero Engines: Αναπτύσσει κινητήρες για στρατιωτικά αεροσκάφη και κατέγραψε αύξηση 13% στον στρατιωτικό της τομέα.
- Renk: Κατασκευάζει κιβώτια ταχυτήτων για άρματα και ναυτικές μονάδες. Το 2024 σημείωσε τζίρο άνω του 1 δισ. ευρώ, με εξαγωγές σε ΗΠΑ και Νότια Κορέα.
- Thyssenkrupp Marine Systems: Προμηθεύει υποβρύχια και πολεμικά πλοία. Το 60% των πωλήσεών της κατευθύνεται στην Ευρώπη.
Στρατηγικές συνεργασίες και επέκταση
Η Γερμανία ενισχύει τη θέση της και μέσω διμερών συμφωνιών. Πρόσφατα υπέγραψε σύμφωνο στρατιωτικής συνεργασίας με τις Φιλιππίνες, που καλύπτει από κυβερνοασφάλεια έως αμυντική εκπαίδευση. Παράλληλα, εμβαθύνει τη συνεργασία της με τη Γαλλία στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού μαχητικού αεροσκάφους FCAS, αν και υπάρχουν εντάσεις σχετικά με τη διανομή της παραγωγής (με το Παρίσι να διεκδικεί το 80% του έργου).
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι η Rheinmetall συμφώνησε να παραγάγει πυροβόλα στην Αγγλία από το 2027, ενισχύοντας τις διμερείς σχέσεις με τη Βρετανία.
Η στροφή στην άμυνα έχει ήδη αρχίσει να επηρεάζει την ευρύτερη γερμανική βιομηχανία. Εργαζόμενοι από τον κλυδωνιζόμενο τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας (π.χ. VW) μετακινούνται πλέον σε αμυντικά εργοστάσια, καθώς οι νέες επενδύσεις δημιουργούν χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΕ, εάν οι αμυντικές δαπάνες των κρατών-μελών φτάσουν ή ξεπεράσουν το 2% του ΑΕΠ, ενδέχεται να δημιουργηθούν έως και 680.000 νέες θέσεις εργασίας στην ευρωπαϊκή αμυντική αλυσίδα μέχρι το 2030.
Μια νέα εποχή για τη γερμανική οικονομία
Η ταχεία άνοδος της γερμανικής αμυντικής βιομηχανίας δεν αποτελεί μόνο απόκριση σε εξωτερικές γεωπολιτικές πιέσεις, αλλά και συνειδητή επιλογή εθνικής στρατηγικής. Από χώρα που δίσταζε μεταπολεμικά να αναμειχθεί ενεργά σε στρατιωτικές υποθέσεις, η Γερμανία μετατρέπεται σήμερα σε πρωταγωνιστή της ευρωπαϊκής άμυνας – με αντίκτυπο όχι μόνο πολιτικό, αλλά και οικονομικό.
Το στοίχημα για τα επόμενα χρόνια θα είναι η διατήρηση αυτής της δυναμικής, η εξισορρόπηση με τις αρχές διαφάνειας και ειρήνης και η έξυπνη διαχείριση της αμυντικής υπερανάπτυξης, ώστε να λειτουργήσει μακροπρόθεσμα ως καταλύτης οικονομικής και βιομηχανικής ισχύος.
A.N