Η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου εξακολουθεί να δίνει μάχη με τη χαμηλή ζήτηση και τις πτωτικές τιμές. Τον Σεπτέμβριο του 2025, ο πληθωρισμός στην Κίνα υποχώρησε κατά 0,3% σε ετήσια βάση, δείχνοντας ότι η καταναλωτική ανάκαμψη δεν έχει ακόμη σταθεροποιηθεί.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (CPI) σημείωσε μείωση 0,3% σε ετήσια βάση και οριακή άνοδο 0,1% σε μηνιαίο επίπεδο.
Παράλληλα, ο Δείκτης Τιμών Παραγωγού (PPI) υποχώρησε κατά 2,3% ετησίως, επιβεβαιώνοντας ότι οι πιέσεις στο εργοστασιακό κόστος παραμένουν ισχυρές.
Οι εργοστασιακές τιμές συνεχίζουν να υποχωρούν, μια ένδειξη ότι η υπερπροσφορά και η αδύναμη ζήτηση στη βιομηχανία δεν έχουν ακόμη απορροφηθεί.
Ο «πυρήνας» αντιστέκεται, αλλά δεν αρκεί
Ο βασικός πληθωρισμός (core CPI), που εξαιρεί τρόφιμα και ενέργεια, κινήθηκε γύρω στο 1%, υποδεικνύοντας μια σχετική σταθερότητα στις υπηρεσίες και σε μη-τροφικά αγαθά. Ωστόσο, η πτώση των τιμών στα τρόφιμα —και κυρίως στο χοιρινό— συνέχισε να «τραβά» τον συνολικό δείκτη προς τα κάτω.
Η εικόνα αυτή ενισχύει τους φόβους ότι η Κίνα ενδέχεται να παγιδευτεί σε έναν κύκλο ήπιας αλλά παρατεταμένης αποπληθωριστικής πίεσης, που πλήττει τόσο την εμπιστοσύνη των καταναλωτών όσο και τη δυναμική των επιχειρήσεων.
Παρά τα κουπόνια, τις τοπικές πρωτοβουλίες και τα κίνητρα του Πεκίνου, οι Κινέζοι πολίτες εμφανίζονται διστακτικοί στις δαπάνες τους. Η αβεβαιότητα στην αγορά εργασίας, σε συνδυασμό με την κρίση στον κλάδο των ακινήτων, κρατούν την καταναλωτική διάθεση χαμηλά.
Βιομηχανία υπό πίεση
Η κατανάλωση παραμένει υποτονική, παρά τις προσπάθειες των αρχών να τονώσουν την αγορά μέσω κουπονιών, επιδοτήσεων και τοπικών προγραμμάτων ενίσχυσης της ζήτησης. Οι καταναλωτές εμφανίζονται επιφυλακτικοί, συγκρατώντας δαπάνες λόγω της αβεβαιότητας στην αγορά εργασίας και της παρατεταμένης κρίσης στον τομέα των ακινήτων. Το αποτέλεσμα είναι μια αγορά που δεν «παίρνει μπρος» με τον ρυθμό που θα ήθελε το Πεκίνο.
Στο μέτωπο της παραγωγής, η εικόνα είναι εξίσου δύσκολη. Οι επιχειρήσεις πιέζονται από τα μειωμένα περιθώρια κέρδους, ενώ η υπερβάλλουσα προσφορά σε πολλούς βιομηχανικούς κλάδους —από μέταλλα μέχρι ηλεκτρονικά— οδηγεί σε πόλεμο τιμών. Οι εξαγωγές δεν προσφέρουν σημαντική διέξοδο, καθώς η διεθνής ζήτηση παραμένει ασταθής και οι εμπορικές εντάσεις με τη Δύση εξακολουθούν να δημιουργούν αβεβαιότητα.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η κινεζική κυβέρνηση προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ στήριξης και προσοχής. Η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας διατηρεί χαλαρή νομισματική στάση, με στοχευμένες μειώσεις επιτοκίων και ενέσεις ρευστότητας, αποφεύγοντας ωστόσο μια γενικευμένη τόνωση που θα μπορούσε να αναζωπυρώσει τους κινδύνους φούσκας στα χρηματοπιστωτικά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία. Παράλληλα, εντείνονται οι πιέσεις για πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα, ιδίως σε τοπικό επίπεδο, όπου οι κυβερνήσεις αναζητούν τρόπους να στηρίξουν την απασχόληση και τη ζήτηση.
Επιχειρήσεις και επενδυτές σε σταυροδρόμι
Για τις επιχειρήσεις, η παρατεταμένη πτώση του PPI σημαίνει ότι τα περιθώρια κέρδους παραμένουν περιορισμένα. Οι εταιρείες αναγκάζονται να επενδύσουν σε καινοτομία και προϊόντα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας για να διατηρήσουν ανταγωνιστικότητα, ενώ οι μικρότερες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσκολίες πρόσβασης σε ρευστότητα. Από την άλλη, οι υπηρεσίες και το λιανεμπόριο δείχνουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα, χάρη στη σταθεροποίηση του core CPI και στη σταδιακή επιστροφή της κατανάλωσης σε ορισμένες αστικές περιοχές.
Η πορεία των επόμενων μηνών θα εξαρτηθεί από κρίσιμους παράγοντες: τις τιμές των τροφίμων, την ψυχολογία των καταναλωτών, την ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης και τις αποφάσεις πολιτικής από το Πεκίνο. Αν οι αρχές καταφέρουν να στηρίξουν με πιο στοχευμένο τρόπο την εσωτερική κατανάλωση και να περιορίσουν τις αποπληθωριστικές πιέσεις, ο πληθωρισμός μπορεί σταδιακά να επιστρέψει σε θετικό έδαφος. Διαφορετικά, η κινεζική οικονομία κινδυνεύει να παραμείνει εγκλωβισμένη σε έναν κύκλο χαμηλής ανάπτυξης και εξασθενημένων τιμών — μια πρόκληση με διεθνείς επιπτώσεις.