Η βρετανική οικονομία εισήλθε σε μια περίοδο έντονης επιβράδυνσης, καθώς για τέταρτο συνεχόμενο μήνα κατέγραψε συρρίκνωση του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, η οικονομική δραστηριότητα τον Οκτώβριο υποχώρησε κατά 0,1% σε μηνιαία βάση, εξέλιξη που ενισχύει την αίσθηση ότι το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται αντιμέτωπο με δομικές πιέσεις πριν ακόμη παρουσιαστεί ο νέος φθινοπωρινός προϋπολογισμός.
Η μηνιαία πτώση του ΑΕΠ ακολουθεί την αρνητική πορεία που ξεκίνησε ήδη από το τρίτο τρίμηνο του έτους. Παρά το γεγονός ότι η ετήσια μεταβολή παραμένει οριακά θετική, η επαναλαμβανόμενη συρρίκνωση στους μήνες που προηγήθηκαν υποδηλώνει εξασθένηση της οικονομικής δυναμικής. Η εικόνα είναι πιο σύνθετη όταν εξεταστούν οι επιμέρους κλάδοι, καθώς οι υπηρεσίες — οι οποίες αποτελούν τον πυλώνα της βρετανικής παραγωγικής βάσης — σημείωσαν πτώση της τάξης του 0,3%. Παράλληλα, οι κατασκευές εμφάνισαν ακόμη μεγαλύτερη μείωση, της τάξης του 0,6%, γεγονός που αντανακλά χαμηλότερη επενδυτική δραστηριότητα και συνεχιζόμενη επιφύλαξη των επιχειρήσεων μπροστά στο υψηλό κόστος δανεισμού.
Η μόνη αξιοσημείωτη θετική συμβολή προήλθε από τη βιομηχανική παραγωγή, η οποία ενισχύθηκε κατά 1,1%. Ωστόσο, το μέγεθος αυτής της ανόδου δεν ήταν αρκετό για να αντισταθμίσει τις απώλειες στους υπόλοιπους τομείς. Η συνολική εικόνα δείχνει ένα οικονομικό περιβάλλον που κινείται χωρίς σαφές σημείο αναφοράς, με τους περισσότερους δείκτες δραστηριότητας να παρουσιάζουν μεταβλητότητα και αδύναμη τάση.
Οι αγορές αντέδρασαν άμεσα στα στοιχεία, με τη στερλίνα να υποχωρεί ελαφρώς έναντι του δολαρίου. Η κίνηση αυτή αντικατοπτρίζει την ανησυχία των επενδυτών ότι η επιβράδυνση της βρετανικής οικονομίας ενδέχεται να πιέσει σημαντικά τις προοπτικές ανάκαμψης το 2026. Παράλληλα, η αποδυνάμωση της δραστηριότητας ενισχύει τις προσδοκίες για μελλοντική μείωση των επιτοκίων από την Τράπεζα της Αγγλίας, ιδίως εφόσον η επιβράδυνση δεν συνοδεύεται από ενδείξεις έντονης πληθωριστικής πίεσης ή αναθέρμανσης των μισθών.
Η συγκυρία είναι κρίσιμη και σε πολιτικό επίπεδο. Ο φθινοπωρινός προϋπολογισμός που αναμένεται να παρουσιάσει η Ρέιτσελ Ριβς αποκτά πλέον μεγαλύτερο βάρος, καθώς πρέπει να ισορροπήσει μεταξύ δημοσιονομικής υπευθυνότητας και ανάγκης στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Η αβεβαιότητα που έχει συσσωρευτεί τους τελευταίους μήνες, τόσο στις αγορές όσο και στα οικονομικά κέντρα αποφάσεων, δημιουργεί ασφυκτικό πλαίσιο για την κυβέρνηση, η οποία οφείλει να προχωρήσει σε στοχευμένες παρεμβάσεις που θα τονώσουν τη ζήτηση και θα ενισχύσουν την επενδυτική εμπιστοσύνη.
Σε μακροοικονομικό επίπεδο, οι επαναλαμβανόμενες μηνιαίες μειώσεις του ΑΕΠ αυξάνουν τον κίνδυνο μιας παρατεταμένης φάσης στασιμότητας. Η επιβράδυνση στις υπηρεσίες και στις κατασκευές, δύο κλάδους που λειτουργούν ως βαρόμετρο για την πραγματική οικονομία, υποδηλώνει ότι οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά παραμένουν επιφυλακτικά απέναντι στις προοπτικές ανάπτυξης. Αν η τάση συνεχιστεί, δεν αποκλείεται να δούμε χαμηλότερη κατανάλωση, περιορισμό επενδύσεων και επιδείνωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2026.
Συνολικά, η βρετανική οικονομία βρίσκεται σε μια περίοδο αυξανόμενης αβεβαιότητας. Η σταθερή καθοδική τάση στους μηνιαίους δείκτες, σε συνδυασμό με την υποτονική εικόνα σε θεμελιώδεις τομείς της παραγωγής, καθιστά επιτακτική την ανάγκη για συνεκτικό οικονομικό σχέδιο. Η πορεία των επόμενων μηνών θα κριθεί τόσο από τις αποφάσεις της Τράπεζας της Αγγλίας όσο και από το βαθμό στον οποίο η κυβέρνηση θα μπορέσει να επαναφέρει την εμπιστοσύνη στην οικονομία και να αποτρέψει μια παρατεταμένη περίοδο ύφεσης.