Παρά την αυξανόμενη πίεση από τον πληθωρισμό, το διογκούμενο δημοσιονομικό έλλειμμα και το κόστος του πολέμου, η ρωσική οικονομία παραμένει λειτουργική. Σύμφωνα με αναλυτές, οι οικονομικές δυσκολίες δεν αρκούν -τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια- ώστε να οδηγήσουν τον Βλαντιμίρ Πούτιν στο τραπέζι των ουσιαστικών διαπραγματεύσεων για τον τερματισμό των εχθροπραξιών στην Ουκρανία.
Η ρωσική οικονομία εισέρχεται σε μια περίοδο αυξανόμενων προκλήσεων: ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός, τα κρατικά ελλείμματα διευρύνονται και τα έσοδα από πετρέλαιο και φυσικό αέριο παρουσιάζουν κάμψη, την ώρα που οι στρατιωτικές δαπάνες απορροφούν όλο και μεγαλύτερο μέρος του κρατικού προϋπολογισμού. Παράλληλα, η οικονομική ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί αισθητά.
Ωστόσο, η συσσωρευμένη πίεση δεν φαίνεται ικανή να μεταβάλει άμεσα τη στρατηγική του Κρεμλίνου. Όπως επισημαίνουν ειδικοί σε θέματα Ρωσίας και διεθνών κυρώσεων, η Μόσχα διαθέτει ακόμη τα μέσα να συνεχίσει τον «πόλεμο φθοράς» για αρκετά χρόνια, χωρίς η οικονομία να λειτουργεί ως καθοριστικός ανασταλτικός παράγοντας.
Όπως σημειώνουν ειδικοί αναλυτές, η οικονομία δεν είναι ο παράγοντας που θα σπάσει την αντοχή της Μόσχας, καθώς η κατάσταση για τη Ρωσία δεν είναι καταστροφική, αλλά παραμένει διαχειρίσιμη.
Οι ίδιοι εκτιμούν ότι η Ρωσία μπορεί να συνεχίσει τις πολεμικές επιχειρήσεις για τα επόμενα τρία έως πέντε χρόνια με τον σημερινό ρυθμό, ενώ οποιαδήποτε ασφαλής πρόβλεψη πέραν αυτού του ορίζοντα είναι εξαιρετικά δύσκολη. Μάλιστα, ομάδα Ρώσων οικονομολόγων που ζουν εξόριστοι, εκτιμά ότι η ικανότητα του Κρεμλίνου να συνεχίσει τον πόλεμο, παραμένει ουσιαστικά «ανεμπόδιστη από οικονομικούς περιορισμούς».
Οι κυρώσεις δεν αλλάζουν ακόμη τους συσχετισμούς
Οι δυτικές κυρώσεις δεν έχουν μέχρι στιγμής προκαλέσει επαρκές οικονομικό σοκ ώστε να αλλάξει η στάση της Μόσχας. Όσο η Ρωσία συνεχίζει να αντλεί πετρέλαιο και να το πουλά σε σχετικά ικανοποιητικές τιμές, έχει αρκετά έσοδα για να συνεχίσει.
Το ιστορικό προηγούμενο δείχνει, ότι η Ρωσία συνήθως οδηγείται σε δυσμενείς ειρηνευτικές συμφωνίες όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με βαθιά οικονομική κατάρρευση, όπως στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ή μετά τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Σήμερα, η κατάσταση δεν πλησιάζει καν αυτό το σημείο, υποστηρίζουν οι αναλυτές.
Για την Ουκρανία, αλλά και για τις δυτικές πρωτεύουσες που αναζητούν διέξοδο μέσω διαπραγματεύσεων, αυτή η εκτίμηση αποτελεί δυσοίωνο μήνυμα.
Φόροι, ακρίβεια και κοινωνική ανοχή
Η οικονομική ώθηση που έδωσαν αρχικά οι αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες, φαίνεται πλέον να εξαντλείται. Το Κρεμλίνο μεταφέρει όλο και περισσότερο το κόστος του πολέμου στην κοινωνία, μέσω αυξήσεων σε φόρους εισοδήματος και επιχειρήσεων, αλλά και στον ΦΠΑ.
Οι Ρώσοι καταναλωτές αντιμετωπίζουν επίσης έντονη ακρίβεια, ιδίως στα εισαγόμενα προϊόντα. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις δυτικές κοινωνίες, ο υψηλός πληθωρισμός δεν μεταφράζεται αυτόματα σε κοινωνική δυσαρέσκεια - πιθανώς λόγω ενός συνδυασμού κρατικής προπαγάνδας και καταστολής, όπως υποστηρίζουν οι ειδικοί της Δύσης.
Άλλωστε, ο πληθωρισμός αποτελεί διαχρονικό φαινόμενο στη μετασοβιετική Ρωσία, ενώ το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά ότι ο μέσος πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 7,6% φέτος, χαμηλότερα από το 9,5% του 2024.
Οι κερδισμένοι της πολεμικής οικονομίας
Σχεδόν το 40% του ρωσικού προϋπολογισμού κατευθύνεται πλέον σε στρατιωτικές δαπάνες, σύμφωνα με τον γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε, ενώ ανεξάρτητες εκτιμήσεις δείχνουν αύξηση 38% στις αμυντικές δαπάνες το 2024 σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Η πολεμική οικονομία έχει δημιουργήσει και νέους «νικητές»: εργολάβους άμυνας, βιομηχανίες όπλων και εργαζομένους χαμηλής ειδίκευσης. Σε ορισμένες περιφέρειες, τα εισοδήματα έχουν εκτοξευθεί, ενώ η φτώχεια έχει μειωθεί.
Ιδιαίτερα στις αγροτικές και οικονομικά ασθενέστερες περιοχές οι υψηλοί μισθοί των στρατιωτών και οι γενναίες αποζημιώσεις προς τις οικογένειες των νεκρών ή τραυματιών λειτουργούν ως μηχανισμός απορρόφησης κοινωνικής δυσαρέσκειας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι σημερινοί Ρώσοι στρατιώτες αμείβονται περισσότερο από οποιαδήποτε προηγούμενη γενιά.
Ο μακροπρόθεσμος κίνδυνος
Η μακροπρόθεσμη εικόνα, ωστόσο, είναι λιγότερο σταθερή. Η Ρωσία έχει αντλήσει σημαντικούς πόρους από το Εθνικό Ταμείο Ευημερίας, με τα ρευστά του διαθέσιμα να έχουν μειωθεί κατά 57% από την έναρξη του πολέμου, σύμφωνα με το Kyiv School of Economics.
Καθώς αυτό το «μαξιλάρι» εξαντλείται, το Κρεμλίνο ενδέχεται να βρεθεί μπροστά σε δύσκολες επιλογές: διατήρηση των στρατιωτικών δαπανών ή περικοπές κοινωνικών παροχών με ορατό κόστος για τον πληθυσμό.
Την ίδια στιγμή, η παράκαμψη των κυρώσεων καθίσταται ολοένα και ακριβότερη. Οι πρόσφατες αμερικανοβρετανικές κυρώσεις σε μεγάλους ρωσικούς πετρελαϊκούς ομίλους αυξάνουν το κόστος μεταφοράς και εμπορίας, ενώ ενδεχόμενη αυστηρότερη στάση από χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα θα μπορούσε να μεταβάλει σταδιακά τους υπολογισμούς της Μόσχας.
Δεν υπάρχει άμεσο «φρένο»
Προς το παρόν, πάντως, η οικονομία δεν φαίνεται να αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα για τις αποφάσεις του Βλαντιμίρ Πούτιν. Αντιθέτως, όπως επισημαίνουν αναλυτές, η διατήρηση του πολέμου εξυπηρετεί και εσωτερικές ισορροπίες: την απασχόληση, τη διαχείριση των βετεράνων και την πολιτική σταθερότητα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η προοπτική μιας σύντομης ειρηνευτικής λύσης παραμένει μακρινή, όχι επειδή η ρωσική οικονομία ανθίζει, αλλά επειδή αντέχει.
Και αυτό, για την Ευρώπη και την Ουκρανία, είναι ίσως το πιο ανησυχητικό στοιχείο.
Α.Ν