Για τους νεότερους αποτελούν ιστορίες που μοιάζουν βγαλμένες από παραμύθι , αλλά για τους μεγαλύτερους είναι μνήμες που «ξεπηδούν» από το παρελθόν τους, το οποίο μπορεί να μην έχει πολλά κοινά σημεία με το σήμερα, ωστόσο αποτελεί κομμάτι της ζωής τους που το κρατούν σαν φυλαχτό. Κάπως έτσι και πάντως με νοσταλγία, θυμάται τα Χριστούγεννα των παιδικών του χρόνων, στο χωριό του το Σμάρι Πεδιάδος στο Ηράκλειο Κρήτης, ο συνταξιούχος εκπαιδευτικός Μανώλης Λαγουδιανάκης, που κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, του αρέσει να λέει ότι «τα πιο φωτεινά Χριστούγεννα ήταν εκείνα που έκανε με την οικογένειά του όταν δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα».
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Λαγουδιανάκης ανέφερε ότι για τα παιδιά τα χρόνια εκείνα, η ζωή κυλούσε ανέμελα «έτσι όπως πρέπει να είναι η ζωή των παιδιών». «Θυμάμαι ότι την προπαραμονή και την παραμονή των Χριστουγέννων γινόταν τα χοιροσφάγια. Σχεδόν σε όλα τα σπίτια υπήρχε γουρουνάκι για τις γιορτές. Οι άνδρες μαζεύονταν στις γειτονιές και αλληλοβοηθούμενοι έσφαζαν τα γουρούνια. Για δυο μέρες σε όλο το χωριό αντηχούσαν τα γρυλίσματα των χοίρων. Τα παιδιά περιμέναμε με ανυπομονησία να ανοίξουν το γουρούνι για να πάρουμε τη "φούσκα" δηλαδή την ουροδόχο κύστη για να τη φουσκώσουμε και να παίζουμε ποδόσφαιρο. Οι γυναίκες επίσης μαζεύονταν για να ζυμώσουν ψωμί και γλυκίσματα (κουραμπιέδες, μελομακάρονα, ξεροτήγανα και λουκούμια)». Ο καθένας είχε το ρόλο του και όλοι μαζί τηρούσαν τα έθιμα των ημερών και κυρίως όσα συνδέονταν με το φαγητό και τα γλυκά, αφού ο στολισμός ήταν από φτωχός, έως ανύπαρκτος.
«Την παραμονή των Χριστουγέννων ετοιμαζόμαστε από νωρίς για τα κάλαντα. Είτε κάναμε παρέα είτε μόνος ο καθένας ετοίμαζε το "φωτιστικό" του. Επειδή στο χωριό δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, φωτίζαμε τους δρόμους με φακό (όσοι είχαν) ή με λαδοφάναρα. Μόλις σουρούπωνε ξεκινούσαμε από τη μία άκρη του χωριού για να πάμε στην άλλη. Όταν φτάναμε σε ένα σπίτι χτυπούσαμε την πόρτα και φωνάζαμε: "να τα πούμε;" Η απάντηση πάντα η ίδια, "ποιος είσαι;". Λέγαμε το όνομα μας και αν είμαστε συγγενείς μας απαντούσαν: "Να τα πείτε". Αν δεν είμασταν συγγενείς, η απάντηση "Μας τα είπαν" ήταν η συνηθέστερη» ανέφερε ο κ. Λαγουδιανάκης, που δεν θα ξεχάσει ποτέ ότι η αμοιβή για τα κάλαντα ήταν μισή δραχμή και κάπου-κάπου ένας κουραμπιές.
Όπως εξήγησε ο συνταξιούχος εκπαιδευτικός, η προετοιμασία του χοιρινού για την Πρωτοχρονιά, συνεχιζόταν με απόλυτη συνέπεια. «Θυμάμαι ότι οι γονείς μας κρεμούσαν τα γουρούνια για να στεγνώσουν μέχρι την ημέρα των Χριστουγέννων ή την επόμενη, ενώ στη συνέχεια τα τοποθετούσαν πάνω σε ένα σοφρά για να τα τεμαχίσουν. Η κεφαλή, τα πόδια και η ουρά γινόταν "πηχτή" ή αλλιώς "τσιλαδιά" ενώ ξεχώριζαν τα κομμάτια που θα γινόταν λουκάνικα. Αυτά τα κομμάτια τα μαρινάριζαν για δυο μέρες μέσα σε ξύδι και μπαχαρικά, ενώ τα κόκαλα από το κρέας που ξεκοκάλιζαν, τα έβραζαν και μέσα στο ζουμί έβαζαν ξινόχοντρο. Έκοβαν και το "χοιρομέρι" δηλαδή το κρέας που κρεμούσαν στο τζάκι για να καπνιστεί όπως και τα λουκάνικα και κάπως έτσι, όλα τα μέρη του χοιρινού, χρησιμοποιούνταν για τις γεύσεις των ημερών».
Την ίδια προσμονή όπως τόνισε ο κ. Λαγουδιανάκης είχαν και για την Πρωτοχρονιά, που από τη μια άκρη του χωριού μέχρι την άλλη, πάλι με τα λαδοφάναρά τους έλεγαν τα κάλαντα. «Την Πρωτοχρονιά, όμως, όλα τα παιδιά περιμέναμε και τις "καλές χέρες" (χαρτζιλίκι που μας έδιναν οι γονείς και οι παππούδες για το "καλό του χρόνου".) Το περιμέναμε πώς και πώς αυτό το χαρτζιλίκι θυμάμαι» είπε ο συνταξιούχος δάσκαλος, που το πρωί της Πρωτοχρονιάς, εξηγεί ότι έπαιρναν μια πέτρα και με αυτήν πήγαιναν στα συγγενικά σπίτια. Την τοποθετούσαν στο μέσο του συγγενικού σπιτιού και κάθονταν πάνω της. Αφού κάθιζαν πάνω στην πέτρα, ήταν το αποκαλούμενο ποδαρικό, που συνήθως έκαναν τα μικρά παιδιά. Η πέτρα συμβόλιζε την δύναμη και την ανθεκτικότητα, οι ευχές ήταν για την καλή χρονιά και το ότι καθόμασταν πάνω στην πέτρα, ήταν "για να κλωσήσουν οι όρνιθες", όπως έλεγαν. Δηλαδή, για να υπάρχει ευημερία».
Το εορταστικό κλίμα συνεχιζόταν μέχρι και το απόγευμα της Πρωτοχρονιάς με τις επισκέψεις στα συγγενικά σπίτια. «Θυμάμαι ότι ξεκινούσαμε από τα πιο κοντινά σπίτια και ανταλλάζαμε ευχές, ενώ στη συνέχεια όλοι μαζί πηγαίναμε στον επόμενο συγγενή, μέχρι να πάμε σε όλους. Έτσι ήρεμα, όμορφα και ανέμελα περνούσαν αυτές οι άγιες ημέρες» είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μανώλης Λαγουδιανάκης που δεν έκρυψε τη βεβαιότητά του, πως για τον ίδιο αυτές οι όμορφες μνήμες από τα Χριστούγεννα και τις Πρωτοχρονιές της δεκαετίας του 1960 , θα είναι οι πιο φωτεινές, ακόμη και αν το μόνο φως που είχε, ήταν αυτό από το λαδοφάναρό του.
ΑΠΕ-ΜΠΕ