Η παγκόσμια αγορά μεταπώλησης ειδών πολυτελείας αναπτύσσεται πλέον με ρυθμό 10% ετησίως, τρεις φορές ταχύτερα από την αγορά πρώτου χεριού, σύμφωνα με έκθεση της Boston Consulting Group (BCG) και της Vestiaire Collective. Αν συνεχίσει με αυτόν τον ρυθμό, η αξία της μπορεί να φτάσει έως και 360 δισ. δολάρια έως το 2030, από περίπου 210 δισ. σήμερα.
Καθώς όλο και περισσότεροι καταναλωτές αγοράζουν επώνυμα προϊόντα σε δεύτερο κύκλο ζωής, η εμπιστοσύνη έχει γίνει ο πιο κρίσιμος παράγοντας διαφοροποίησης. Οι απομιμήσεις, πολλές από τις οποίες χαρακτηρίζονται "superfakes" λόγω της εξαιρετικής τους ποιότητας, θέτουν σε δοκιμασία ακόμα και τα ίδια τα brands.
Η αγορά του secondhand luxury λειτουργούσε για χρόνια με βάση την αρχή του "caveat emptor" — «ο αγοραστής να προσέχει». Πλέον όμως, καθώς οι απομιμήσεις γίνονται πιο εξελιγμένες, οι κορυφαίες πλατφόρμες στρέφονται σε επενδύσεις στον έλεγχο γνησιότητας.
Η Carousell στη Σιγκαπούρη εγκαινίασε φέτος το πρώτο της φυσικό κατάστημα για είδη πολυτελείας, όπου κάθε αντικείμενο ελέγχεται από εξειδικευμένους εκτιμητές πριν αναρτηθεί προς πώληση.
Η ομάδα ελέγχει όχι μόνο τα υλικά, αλλά και τις λεπτομέρειες ραφής και σφραγίδας, διαθέτοντας βάση δεδομένων σχεδόν 500 προϊόντων. Τα αντικείμενα υψηλής αξίας περνούν από πολλαπλούς ελέγχους, ενώ η εταιρεία προσφέρει εγγύηση επιστροφής χρημάτων σε περίπτωση αμφισβήτησης.
Αντίστοιχα, η Bunjang στη Νότια Κορέα έχει αναπτύξει δικό της σύστημα αυθεντικοποίησης, που συνδυάζει οπτική εξέταση, επιστημονικά εργαλεία και τεχνητή νοημοσύνη εκπαιδευμένη σε εκατοντάδες χιλιάδες δεδομένα.
Το σύστημα επιτυγχάνει, σύμφωνα με την εταιρεία, 99,9% ακρίβεια και προσαρμόζεται συνεχώς σε νέες μεθόδους παραποίησης.
Η εμπιστοσύνη αποδεικνύεται κερδοφόρα
Η επένδυση στην επαλήθευση έχει άμεση απόδοση.
Η Bunjang δηλώνει ότι τα είδη πολυτελείας αντιπροσωπεύουν πλέον πάνω από το 25% του συνολικού όγκου συναλλαγών της, που ξεπερνά το 1,1 δισ. δολάρια ετησίως. Μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2025, οι συναλλαγές σε luxury προϊόντα αυξήθηκαν κατά 30%.
Η Carousell καταγράφει επίσης «πολύ ισχυρή ανάπτυξη» στη συγκεκριμένη κατηγορία, με τη ζήτηση να οδηγεί στη δημιουργία φυσικών σημείων για αγοραπωλησίες υψηλής αξίας.
Όπως σημειώνει η εταιρεία, οι καταναλωτές είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν λίγο υψηλότερη τιμή για τη βεβαιότητα της αυθεντικότητας – ένα premium που ενισχύει την αξία του brand και το περιθώριο κέρδους.
Οι νέοι αγοραστές πολυτέλειας και η κουλτούρα του κύκλου
Σύμφωνα με την έρευνα της BCG, το 80% των αγοραστών secondhand luxury επιλέγει τη μεταπώληση για λόγους προσιτής τιμής. Ωστόσο, ολοένα και περισσότεροι δηλώνουν ότι τους ελκύει η δυνατότητα απόκτησης σπάνιων ή καταργημένων συλλογών, που δεν διατίθενται πλέον στα καταστήματα.
Η Samantha Virk, επικεφαλής της Vestiaire Collective στις ΗΠΑ, εξηγεί ότι αυτή η μετατόπιση αποτυπώνει έναν βαθύτερο πολιτισμικό μετασχηματισμό: Η πολυτέλεια παύει να είναι απλώς σύμβολο κύρους και γίνεται τρόπος συμμετοχής στη βιώσιμη κατανάλωση.
Οι νεότερες γενιές -Millennials και Gen Z- αντιμετωπίζουν τα luxury items ως περιουσιακά στοιχεία: τα αγοράζουν, τα απολαμβάνουν και στη συνέχεια τα μεταπωλούν.
Η αυθεντικότητα είναι πλέον ο πυρήνας της αξίας στην αγορά των ειδών πολυτελείας.
Σε έναν κλάδο όπου οι απομιμήσεις φτάνουν την τελειότητα, η επαλήθευση δεν είναι απλώς εγγύηση — είναι το νέο status symbol.
Καθώς οι πλατφόρμες χτίζουν επιχειρηματικά μοντέλα γύρω από την εμπιστοσύνη, το επόμενο μεγάλο στοίχημα του "secondhand luxury" είναι να μετατρέψει τη διαφάνεια σε επένδυση.