Συνθήκες... υπερθέρμανσης στις χορηγήσεις νέων δανείων στις επιχειρήσεις, μεγάλες αλλά και μικρομεσαίες, έχουν δημιουργήσει τα ευρωπαϊκά προγράμματα, με πρώτο το Ταμείο Ανάκαμψης. Αίσθηση προκάλεσαν στοιχεία που δημοσιοποίησε η Ελληνική Ένωση Τραπεζών, σύμφωνα με τα οποία φέτος, μέχρι και τον Αύγουστο, είχαν εκταμιευθεί προς τις επιχειρήσεις νέα δάνεια που ξεπέρασαν τα 20 δισ. ευρώ.
Τα στοιχεία αυτά οδηγούν εκ του ασφαλούς στο συμπέρασμα ότι φέτος τα νέα δάνεια σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις θα ξεπεράσουν και τα 12,2 δισ. που είχαν καταγραφεί το 2024 (στοιχεία της βάσης δεδομένων AnaCredit που τηρείται από την ΕΚΤ). Το 2024 η αύξηση στα δάνεια ήταν της τάξεως του 23%, καθώς το προηγούμενο έτος τα νέα δάνεια είχαν ανέλθει στα 9,9 δισ.
Τους πρώτους επτά μήνες του 2025, η ΤτΕ κατέγραφε μείωση των νέων δανείων σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024 (γράφημα), σημειώνοντας ότι τα νέα δάνεια προς επιχειρήσεις διαμορφώθηκαν σε 4 δισ. έναντι 6,4 δισ. ευρώ το 2024.
Νέα δάνεια σε μεγάλες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις
Η ανακοίνωση της ΕΕΤ για δάνεια άνω των 20 δισ. ευρώ μέχρι και τον Αύγουστο ανεβάζει πολύ τον πήχη των φετινών εκταμιεύσεων, ακόμη και αν πρόκειται για το σύνολο των επιχειρηματικών δανείων, δηλαδή όχι μόνο για αυτά που κατευθύνονται στις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι η άνοιξη στα επιχειρηματικά δάνεια είναι στενά συνδεμένη με τα δάνεια που χορηγεί το Ταμείο Ανάκαμψης και άλλα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία. Όπως σημειώνει η ΕΕΤ, «τα κεφάλαια αυτά (σ.σ.: τα 20 δισ.) αποτελούν το σύνολο των νέων εκταμιεύσεων δανείων από τις εγχώριες τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζικών δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και της διάθεσης κεφαλαίων από χρηματοδοτικούς οργανισμούς ( ΕΑΤ, EIB, EIF)».
Οι τράπεζες λειτουργούν ως τελικοί διαχειριστές των δανειακών κεφαλαίων που προέρχονται από τα ευρωπαϊκά προγράμματα και αντλούν σημαντικά έσοδα από αυτή τη δραστηριότητα, χωρίς να εκτίθενται σε σοβαρούς πιστωτικούς κινδύνους. Για παράδειγμα, από τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης το 63% θα διοχετευθούν στην οικονομία μέσω των τραπεζών.
Η ευρωπαϊκή «ένεση» στα επιχειρηματικά δάνεια
Η Τράπεζα της Ελλάδος τονίζει ότι τα ευρωπαϊκά κονδύλια ενισχύουν σημαντικά τον τραπεζικό δανεισμό προς τις επιχειρήσεις. Όπως αναφέρει,
- Κατά την περίοδο 2022-2026, η παροχή πίστης προς την οικονομία αναμένεται να ενισχυθεί από τους πόρους που παρέχονται μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) του NGEU και την εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΕΣΑΑ), «Ελλάδα 2.0».
- Μετά την έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του τροποποιημένου ΕΣΑΑ, οι συνολικοί διαθέσιμοι επενδυτικοί πόροι ανέρχονται σε €36 δισ., εκ των οποίων €18,3 δισ. είναι επιδοτήσεις και €17,7 δισ. είναι δάνεια (με τα 11,2 δισ. ευρώ να διοχετεύονται μέσω των εμπορικών τραπεζών). Μετά την εκταμίευση της 5ης δόσης των κονδυλίων του ΤΑΑ προς την Ελλάδα, η συνολική εισροή κεφαλαίων δανείων του ΤΑΑ ανέρχεται σε €11,4 δισ.
- Όσον αφορά τα δάνεια του ΤΑΑ μέσω των ελληνικών εμπορικών τραπεζών, έως τον Αύγουστο του 2025, είχαν υπογραφεί 452 δανειακές συμβάσεις που χρηματοδοτούσαν επενδύσεις με συνολικό προϋπολογισμό €17,1 δισ. (Δάνεια ΤΑΑ: €7,5 δισ., Τραπεζικά δάνεια: €5,6 δισ., Ίδια συμμετοχή επενδυτών: €4,0 δισ.). Από την έναρξη εφαρμογής του ΕΣΑΑ τον Ιούλιο του 2022, το ποσό των τραπεζικών δανειακών συμβάσεων που συγχρηματοδοτούν έργα ΤΑΑ αντιπροσωπεύει περίπου το 9% του συνόλου των νέων τραπεζικών δανειακών συμβάσεων συγκεκριμένης διάρκειας κατά την ίδια περίοδο.
- Επιπλέον, χρηματοδοτικοί πόροι, εν μέρει διοχετευόμενοι μέσω των τοπικών τραπεζών, συνεχίζουν να κατευθύνονται στην οικονομία μέσω χρηματοδοτικών μέσων που προσφέρονται στο πλαίσιο διαφόρων ευρωπαϊκών και εθνικών πρωτοβουλιών.
- Συγκεκριμένα, η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα (ΕΑΤ), η ΕΤΕπ και το ΕΤΕ συγχρηματοδοτούν ή εγγυώνται δάνεια που χορηγούνται από εμπορικές τράπεζες, κυρίως σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ) και δευτερευόντως σε νοικοκυριά.
- Το 2024, οι εκταμιεύσεις τραπεζικών δανείων προς ΜΧΕ που υποστηρίχθηκαν από αυτά τα χρηματοδοτικά μέσα ανήλθαν σε σχεδόν €3,7 δισ. (από €2,0 δισ. το 2023), αντιπροσωπεύοντας έτσι το 14% του συνόλου των νέων τραπεζικών επιχειρηματικών δανείων (και το 40% των νέων τραπεζικών δανείων προς ΜΜΕ αντίστοιχα). Κατά τους πρώτους επτά μήνες του 2025, οι εκταμιεύσεις δανείων προς επιχειρήσεις που σχετίζονται με αυτά τα μέσα ανήλθαν σε €2,3 δισ., αντιπροσωπεύοντας το 20% του συνόλου των νέων τραπεζικών επιχειρηματικών δανείων (και το 40% για τις ΜΜΕ).