Με ταχείς ρυθμούς εξαφανίζονται από τους τραπεζικούς ισολογισμούς τα κόκκινα δάνεια, καθώς ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων έπεσε τον Σεπτέμβριο χαμηλότερα και από το 3% για τις συστημικές τράπεζες, δηλαδή στα χαμηλότερα επίπεδα από τότε που η χώρα μπήκε στην ευρωζώνη και πάρα πολύ κοντά στον μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης.
Σύμφωνα με στοιχεία που καταγράφει η Τράπεζα της Ελλάδος από τις οικονομικές καταστάσεις γ' τριμήνου / 9μήνου των συστημικών τραπεζών, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ως ποσοστό του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείου έπεσαν απότομα στο 2,9%, από 4% στο τέλος του 9μήνου 2024. Είναι η χαμηλότερη τιμή του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων στην ιστορία (δηλαδή από την είσοδο της χώρας στην ευρωζώνη), ενώ πλέον έχει κλείσει ουσιαστικά η ψαλίδα σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης (βλ. γράφημα).
Δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων σε Ελλάδα και ευρωζώνη

Ακόμη και το β' τρίμηνο του 2020, δηλαδή μετά την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελούσε την αχίλλειο πτέρνα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, καθώς πλησίαζε το 40%, με αποτέλεσμα οι προβλέψεις για τα κόκκινα δάνεια να εξαφανίζουν την κερδοφορία των τραπεζών.
Πλέον, όμως, όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος, η μείωση των κόκκινων δανείων και των προβλέψεων έχει γίνει ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες υποστήριξης της τραπεζικής κερδοφορίας, που υποχώρησε ελαφρώς στο 9μηνο (στα 6,1 δισ. από 6,4 δισ. την αντίστοιχη περίοδο του 2024).
Στην έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα και με βάση αναφοράς τα στοιχεία του α' εξαμήνου, η Τράπεζα της Ελλάδος σημείωνε ότι η βελτίωση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) οφείλεται κυρίως σε εισπράξεις, πωλήσεις και διαγραφές δανείων από τις σημαντικές τράπεζες, ενώ επισήμαινε ότι η σημαντικότερη μείωση κόκκινων δανείων παρατηρείται στα επιχειρηματικά χαρτοφυλάκια.
Τη μείωση του κλάσματος των ΜΕΔ προς το συνολικό χαρτοφυλάκιο διευκόλυνε και η αύξηση του αριθμητή, δηλαδή του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων, καθώς οι τράπεζες αυξάνουν δυναμικά τις χορηγήσεις, κυρίως προς τον επιχειρηματικό τομέα.
Για να «καθαρίσουν» τα τραπεζικά χαρτοφυλάκια από τα κόκκινα δάνεια, καθοριστικό ρόλο έπαιξε το σχέδιο «Ηρακλής», που επέτρεψε τη μαζική τιτλοποίηση δανείων με κρατικές εγγυήσεις, το ύψος των οποίων σήμερα ανέρχεται στα 18 δισ. ευρώ. Πρόκληση αποτελεί, βέβαια, η διευθέτηση κόκκινων δανείων σχεδόν 80 δισ. ευρώ, που βρίσκονται σήμερα υπό τη διαχείριση servicers.
Μείωση κόκκινων δανείων κατά 101 δισ.!
Η ΤτΕ ανέφερε στην Έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα ότι η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων βελτιώθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2025. Το συνολικό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) σε ατομική βάση διαμορφώθηκε σε 5,8 δισεκ. ευρώ τον Ιούνιο του 2025.
Αυτό αντιπροσωπεύει μείωση κατά 2,4% ή 145 εκατ. ευρώ σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2024 (6 δισεκ. ευρώ). Η συνολική μείωση των ΜΕΔ σε σχέση με το υψηλότερο επίπεδό τους, που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016, έφθασε το 94,5% ή 101,4 δισεκ. ευρώ. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων διαμορφώθηκε σε 3,6% τον Ιούνιο του 2025, έναντι 3,8% το 2024. Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο από την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ.
Επιπλέον, έχει συγκλίνει σημαντικά με το μέσο όρο των σημαντικών τραπεζών στην Τραπεζική Ένωση (Ιούνιος 2025: 2,2%). Η βελτίωση των ΜΕΔ το πρώτο εξάμηνο του 2025 οφείλεται κυρίως σε εισπράξεις, πωλήσεις και διαγραφές δανείων από τις σημαντικές τράπεζες.
Από τη μείωση του αποθέματος των ΜΕΔ που καταγράφηκε σε όλα τα δανειακά χαρτοφυλάκια το πρώτο εξάμηνο του 2025, η σημαντικότερη παρατηρήθηκε στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο (-3,4% ή 124 εκατ. ευρώ σε απόλυτα νούμερα). Συγκεκριμένα στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο καταγράφεται μείωση κόκκινων δανείων μεγάλων επιχειρήσεων κατά 82 εκατ. ευρώ (-6,8%) και κατά 56 εκατ. ευρώ (-3,9%) για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Ο δείκτης κάλυψης των ΜΕΔ από συσσωρευμένες προβλέψεις διαμορφώθηκε τον Ιούνιο του 2025 σε 41,6%, από 40,8% το Δεκέμβριο του 2024. Η βελτίωση αυτή είχε ως αποτέλεσμα ο δείκτης κάλυψης ΜΕΔ να διαμορφώνεται πλέον στην Ελλάδα σε επίπεδο υψηλότερο από τον μέσο όρο των σημαντικών τραπεζών στην Τραπεζική Ένωση.
Οι προοπτικές
Η ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών αναμένεται να επηρεασθεί, όπως σημείωνε η ΤτΕ, κυρίως από:
-
Την επίδραση των αυξημένων γεωπολιτικών κινδύνων και της αβεβαιότητας διεθνώς τόσο στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα όσο και σε συγκεκριμένους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας με έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό.
-
Την επιχειρησιακή ικανότητα των τραπεζών να διαχειριστούν με αποτελεσματικό και βιώσιμο τρόπο δάνεια προς ευάλωτους δανειολήπτες.
-
Την επίτευξη των στόχων των τραπεζών για πιστωτική επέκταση, η οποία αναμένεται να αυξήσει το υπόλοιπο των εξυπηρετούμενων δανείων.