O κατακερματισμός του κλάδου και το χαμηλό εξαγωγικό δυναμικό αποτελούν βασικά στοιχεία που προϊδεάζουν το μέλλον των τροφίμων και ποτών: Εξαγορές και συγχωνεύσεις. Αυτό εκτιμά σε τελευταία της μελέτη η PwC Ελλάδας διαβλέποντας κινητικότητα με εξαγορές και συγχωνεύσεις και αναδιαρθρώσεις εταιρειών. Υπό αυτό το πρίσμα, ένα μικρό υποσύνολο, περίπου 20 εταιρειών, αναγνωρίζεται ως consolidators και περίπου 110 εταιρείες θα μπορούσαν να αποτελέσουν στόχους εξαγοράς, ενώ 15 εταιρείες θα ήταν ελκυστικές μετά από αναδιάρθρωση, συμπληρώνεται στη μελέτη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η μελέτη, ο κλάδος αποφέρει αποφέρει ετήσια έσοδα ύψους 15 δισ., αποτελώντας τον μεγαλύτερο κλάδο μεταποίησης και εκπροσωπώντας το 30% της μεταποίησης επί του συνόλου. Παράλληλα, διατηρεί 111 χιλ. θέσεις εργασίας που αντιστοιχούν στο 36% του συνολικού εργατικού δυναμικού του μεταποιητικού κλάδου.
Τα μεγέθη, οι υποκλάδοι...και οι προκλήσεις
Σε επίπεδο μεγέθους, η μέση εταιρεία Τ&Π είναι μικρή με 30 εκατ. ευρώ έσοδα, διαθέτει περίπου 140 εργαζόμενους και 17 εκατ. απασχολούμενα κεφάλαια, σε αντίθεση με τη μέση αντίστοιχη ευρωπαϊκή η οποία καταγράφει έσοδα που ξεπερνούν τα 60 εκατ. ευρώ και διαθέτει 200 εργαζόμενους.
Όπως σημειώνει η PwC, παρά τις συνεχόμενες φορολογικές επιβαρύνσεις του κλάδου κατά τα τελευταία χρόνια, την τετραετία 2012-2015 οι μεγάλες εταιρείες με ετήσια έσοδα άνω των 10 δισ., διατήρησαν συμπαγή την παραγωγή τους, αύξησαν τα ετήσια έσοδα τους και την κερδοφορία τους κατά περίπου 2% και 3% αντίστοιχα και υλοποίησαν λελογισμένες επενδύσεις διατηρώντας το συνολικό τους χρέος σχετικά σταθερό.
Ο κλάδος εμφανίζει ανταγωνιστικότητα και βελτιωμένες επιδόσεις στο τέλος της κρίσης με μόνο το 27% των εταιρειών να υπάγονται στην κατηγορία Zombies (*βάσει της ανάλυσης ανταγωνιστικότητας με τη μέθοδο Stars & Zombies της PwC) ενώ οι εταιρείες υψηλής ανταγωνιστικότητας, Stars, συνεισφέρουν στο 50% της συνολικής κερδοφορίας.
Κατά την PwC, τρεις υποκλάδοι ξεχωρίζουν από πλευράς ανταγωνιστικότητας με συνολικά έσοδα 2 δισ. ευρώ (φρούτα και λαχανικά, κονσερβοποιία και αλκοολούχα Ποτά), σε αντίθεση με τους κλάδους των αλιευμάτων και του κόκκινου κρέατος που είναι χαμηλής ανταγωνιστικότητας (συνολικά έσοδα 640 εκατ. ευρώ).
Σύμφωνα με την έρευνα, οι κατά πλειοψηφία «non-branded» εξαγωγές αποτελούν το 37% της παραγωγής του κλάδου ενώ πέντε υποκλάδοι είναι εξαγωγικοί (έλαια, φρούτα και λαχανικά, αλιεύματα, ξηροί καρποί, κονσερβοποιία) και εξάγουν πάνω από το 50% της παραγωγής τους, με τους υπόλοιπους να είναι απολύτως εσωστρεφείς. Οι συνολικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 26% την περίοδο 2012-2015 υποκινούμενες από τους κλάδους των Ελαίων και των Γαλακτοκομικών/Παγωτών.
Στο σύνολό του, ο κλάδος Τ&Π θεωρείται ανταγωνιστικός αλλά υπολείπεται σε εξωστρέφεια λόγω δομικών αδυναμιών που συνοψίζονται στο μικρό εταιρικό μέγεθος και σε αστοχίες αγοράς που δυσκολεύουν τη χρηματοδότηση.
Ο Κώστας Μητρόπουλος, Εντεταλμένος Σύμβουλος της PwC Ελλάδας, σχολίασε: «Ο κλάδος Τροφίμων & Ποτών είναι ώριμος για να μεγαλώσει και το πρώτο στάδιο αυτής της διαδικασίας θα γίνει με εξαγορές και συγχωνεύσεις εταιρειών. Εάν δεν υπάρξει ενδοκλαδική και διακλαδική συγκέντρωση τότε, ακολουθώντας την τροχιά του παρελθόντος, παρά την σταδιακή βελτίωση ανταγωνιστικότητας και την αύξηση των πωλήσεων, ο κλάδος θα μείνει δομικά ο ίδιος με όλους τους σημερινούς περιορισμούς και με συρρικνωμένα κέρδη».
Η PwC Greece εκτιμά ότι η στρατηγική ανάπτυξης του κλάδου μέσα από εξαγωγές θα πρέπει να στηρίζεται στη ενοποίηση της ζήτησης κάτω από κοινά εμπορικά σήματα – ομπρέλα, τα οποία θα οδηγήσουν σε συγκέντρωση παραγωγής, κοινές υπηρεσίες, μείωση του κόστους, καλύτερη διαχείριση και πολύ ισχυρότερο marketing που θα ωθήσουν τον υπερδιπλασιαμό των εσόδων σε βάθος δεκαετίας.
Ο Κυριάκος Ανδρέου, Partner και επικεφαλής του Advisory της PwC Ελλάδας δήλωσε σχετικά: «Η μικρή κλίμακα εταιριών και οι αστοχίες τη αγοράς, όπως η απουσία ατομικού ή συλλογικού διεθνούς μάρκετινγκ και πωλήσεων, αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη του κλάδου στο μέλλον. Ένα πολύ καλό αλλά κρυφό μέρος της ελληνικής οικονομίας πρέπει να γίνει ορατό στις διεθνείς αγορές μέσα από μια νέα προσέγγιση ενοποίησης της ζήτησης και νέα μοντέλα συνεργασίας μεταξύ εταιρειών».