Όρθιες κρατήθηκαν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη διάρκεια της πανδημίας (χωρίς να υπολογίζονται οι συνέπειες του δεύτερου lockdown), κυρίως χάρη στη ρευστότητα που έλαβαν μέσω των μέτρων στήριξης από την κυβέρνηση και τις τράπεζες, όπως διαπιστώνουν οι αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας στην έρευνα συγκυρίας για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του δεύτερου εξαμήνου του έτους.
Παρά την έκφραση αρκετά έντονης δυσαρέσκειας από τον επιχειρηματικό κόσμο και κυρίως τους εκπροσώπους μικρομεσαίων επιχειρήσεων για ανεπάρκεια των μέτρων στήριξης των επιχειρήσεων που εφαρμόζονται στην πανδημία, η έρευνα της Εθνικής διαπιστώνει ότι οι ελληνικές ΜμΕ έδειξαν υψηλή προσαρμοστικότητα και αντοχές, καθώς ενισχύθηκαν από μέτρα στήριξης και από δικές τους ενέργειες που τις θέτουν σε πορεία όχι μόνο υπέρβασης της τρέχουσας κρίσης, αλλά και μεσοπρόθεσμης βελτίωσης ανταγωνιστικότητας.
Όσο τα μέτρα περιορισμού της πανδημίας συνεχίζονται, οι ελληνικές ΜμΕ προσαρμόζονται σταδιακά στη νέα κατάσταση, μετριάζοντας το αρχικό ισχυρό αποτύπωμα της κατακόρυφης πτώσης ζήτησης, σημειώνει η Εθνική και καταγράφει τρεις κατηγορίες επιχειρήσεων, με βάση τις απαντήσεις που έδωσαν για την επίδραση της νέας κρίσης, σημειώνοντας μόνο μία στις έξι επιχειρήσεις αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα:
- Το 45% των ΜμΕ αναγνωρίζει σχετικά χαμηλή επίδραση έχοντας εξέλθει υγιώς από το πρώτο lockdown,
- το 40% αντέδρασε αποτελεσματικά (ή/και ενισχύθηκε) μετριάζοντας την αρχικά υψηλή πίεση, και
- το λοιπό 15% του τομέα παραμένει σε πολύ δυσχερή κατάσταση.
Ειδικότερα, αναλύοντας τις συνέπειες της νέας κρίσης, η μελέτη σημειώνει ότι το ποσοστό των επιχειρήσεων που απλά προσπαθεί να επιβιώσει έχει αυξηθεί από 10% το δεύτερο εξάμηνο του 2019 σε 34% το δεύτερο εξάμηνο του 2020 – ποσοστό συγκρίσιμο με της δύσκολης τριετίας 2012-2015.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το ποσοστό ΜμΕ που δηλώνει πως αντιμετωπίζει έντονο πρόβλημα ρευστότητας παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα. Ειδικότερα, ενώ αυξήθηκε στο 15% (από 9% το δεύτερο εξάμηνο του 2019), παραμένει αρκετά χαμηλότερα σε σχέση με προηγούμενες υφεσιακές περιόδους (όπου έφτανε το 30%). Αυτό αφενός δικαιολογείται από την σχετικά μικρή περίοδο πίεσης στην τρέχουσα κρίση (συγκριτικά με την παρατεταμένη κρίση της προηγούμενης δεκαετίας) αλλά και τα άμεσα μέτρα ενίσχυσης των επιχειρήσεων από κράτος και τράπεζες.
Τα μέτρα στήριξης
Τα μέτρα στήριξης ρευστότητας φαίνεται πως ενίσχυσαν μια σημαντική μερίδα του τομέα ΜμΕ (της τάξης των 2/3 του τομέα), με το 16% να δηλώνει ότι είχε υψηλό όφελος. Το υπόλοιπό 1/3 του τομέα, είτε δεν χρειάστηκε μέτρα είτε τα έκρινε ανεπαρκή. Σε επίπεδο κλάδων, υψηλότερη χρησιμότητα αναγνωρίζουν οι επιχειρήσεις στους κλάδους Εμπορίου και Υπηρεσιών – που είναι και οι τομείς που δέχθηκαν το υψηλότερο χτύπημα από το lockdown.
Εστιάζοντας σε συγκεκριμένα μέτρα στήριξης που ήταν διαθέσιμα, οι ελληνικές επιχειρήσεις ξεχώρισαν ως πιο ωφέλιμα όσα είχαν χαρακτήρα κρατικής οικονομικής ενίσχυσης (κυρίως επιστρεπτέα προκαταβολή, και μείωση προκαταβολής φόρου). Ακολουθούν σε σειρά προτίμησης μέτρα επιδότησης αναστολής εργασίας (κυρίως η δυνατότητα αναστολής συμβάσεων και το σχετικό επίδομα) που σε μεγάλο βαθμό επελέγησαν από τις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Τέλος, ένα μεγάλο ποσοστό κυρίως μεσαίων επιχειρήσεων εξήρε την αποτελεσματικότητα των ενισχύσεων δανειακού χαρακτήρα, είτε από το κράτος (όπως επιδότηση επιτοκίου, και εγγυήσεις για νέο δανεισμό) είτε από τις τράπεζες (όπως αναστολή δόσεων).
Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας
- Η πανδημία του κορονοϊού σε συνδυασμό με τα μέτρα περιορισμού εξάπλωσής της άφησαν έντονο αποτύπωμα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2020, με άνω του ½ του τομέα να δέχεται σημαντική πίεση από την τρέχουσα κρίση βάσει της έρευνας της ΕΤΕ σε 1.000 ελληνικές ΜμΕ.
- Ωστόσο, πέρα από την υψηλή πίεση που δέχτηκαν, οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις παράλληλα παρουσίασαν υψηλή προσαρμοστικότητα. Ειδικότερα, το 88% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι έχει προσαρμοστεί σε μεγάλο βαθμό στα νέα δεδομένα, ενώ αντίστοιχο είναι το ποσοστό των ΜμΕ που δηλώνει ικανό να αντέξει το 2ο lockdown.
- Οι αντιξοότητες της τρέχουσας συγκυρίας έχουν αντιστρέψει το κλίμα αισιοδοξίας που είχε οδηγήσει τον Δείκτη Εμπιστοσύνης στο υψηλό των 26 μονάδων κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2019. Ο Δείκτης Εμπιστοσύνης κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2020 βρίσκεται σε αρνητικό έδαφος για δεύτερο συνεχόμενο εξάμηνο (-28 μονάδες έναντι -8 μονάδων το προηγούμενο εξάμηνο), πλησιάζοντας τα χαμηλά επίπεδα του 2012 (-33 μονάδες). Αντίστοιχα πτωτική είναι επίσης η πορεία του μεριδίου των επιχειρήσεων με αναπτυξιακούς στόχους, το οποίο είναι πλέον στο 34% (έναντι 37% το προηγούμενο εξάμηνο και 71% κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2019).
- Οι διαφοροποιήσεις όσον αφορά την επίδραση της πανδημίας ανάμεσα στους τομείς δραστηριότητας αντικατοπτρίζονται στην εκτίμηση των ΜμΕ για την πορεία του κύκλου εργασιών το 2020. Έτσι, ενώ για το σύνολο των ΜμΕ αναμένεται μία πτώση της τάξης του 18%, ισχυρότερη αναμένεται να είναι η μείωση πωλήσεων στον κλάδο Υπηρεσιών (-27%, έναντι -11% στη Βιομηχανία) και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις (-27%, έναντι -17% στις μικρές και -10% στις μεσαίες). Αξίζει να σημειωθεί ότι διαφοροποιήσεις εντοπίζονται και γεωγραφικά καθώς οι ΜμΕ της περιφέρειας εκτιμούν υψηλότερη μείωση πωλήσεων το 2020 έναντι επιχειρήσεων στα αστικά κέντρα (-26%, έναντι 13%-14% σε Αθήνα-Θεσσαλονίκη).
- Παράλληλα, αβεβαιότητα και lockdown είχαν επίδραση στη στρατηγική των επιχειρήσεων. Έτσι το 36% των ΜμΕ επέλεξε να παγώσει τα επενδυτικά του σχέδια ενώ το 55% των εξαγωγικών επιχειρήσεων αντιμετώπισε αδυναμία να εξάγει κατά τη διάρκεια του lockdown (με αποτέλεσμα να απωλέσει το 34% του ετήσιου όγκου εξαγωγών). Ιδιαίτερη σημασία για τη μεσοπρόθεσμη στόχευση των ΜμΕ έχει το γεγονός ότι από τις επιχειρήσεις που αντιμετώπισαν πρόβλημα στις εξαγωγές τους, η εξαγωγική δραστηριότητα μετά την άρση του lockdown αποκαταστάθηκε πλήρως μόνο για το 1/3 αυτών.
- Εκτός από τα μέτρα στήριξης, εξίσου σημαντική είναι η διαπίστωση ότι οι επιχειρήσεις προχώρησαν σε μία σειρά από ενέργειες προκειμένου να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα και να βελτιώσουν την αντοχή τους. Συγκεκριμένα, η πλειοψηφία των ΜμΕ (68%) προχώρησε σε διαρθρωτικές αλλαγές, ενώ το 62% των ΜμΕ επέλεξε την ψηφιακή αναβάθμιση, με ένα επιπλέον 10%-11% να ετοιμάζουν αντίστοιχες δράσεις στο μέλλον. Το 46% των επιχειρήσεων εφάρμοσε πολιτικές εργασιακού χαρακτήρα με προτίμηση στην αναστολή συμβάσεων (32% των ΜμΕ), περιορίζοντας έτσι τη χρήση πιο δραστικών ενεργειών οι όπως απολύσεις και οι μειώσεις μισθών (μόλις 14% των ΜμΕ). Τέλος, το 42% των επιχειρήσεων αναγκάστηκε να καθυστερήσει την πληρωμή προμηθευτών ή άλλων οφειλών για λόγους ρευστότητας.
- Εμβαθύνοντας στο ενδιαφέρον των ΜμΕ για ψηφιακές αλλαγές, (είτε πραγματοποιηθείσες είτε σχεδιαζόμενες), το 57% των ΜμΕ δείχνει ενδιαφέρον για γενική ψηφιακή αναβάθμιση, ενώ 46% του τομέα στρέφεται σε τηλεργασία (με 17% να έχει προχωρήσει σε επένδυση σχετικών υποδομών κατά το τελευταίο εξάμηνο) και το 33% στο ηλεκτρονικό εμπόριο (εκ των οποίων το 11% σχεδιάζει σχετικές υποδομές για το άμεσο μέλλον). Όσον αφορά τις επιμέρους διαρθρωτικές αλλαγές, τα 2/3 των ΜμΕ προχωρούν (ή προχώρησαν ήδη) σε αναζήτηση νέων πελατών και 12% σκέφτονται και την αλλαγή βασικού προμηθευτή. Σημαντική είναι και η στροφή σε ενέργειες μείωσης λειτουργικού κόστους (πλην μισθολογικού) καθώς και σε οργανωτικές αλλαγές (51% και 40% των ΜμΕ αντίστοιχα), προκειμένου να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους.
- Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η στροφή των ΜμΕ στο ηλεκτρονικό εμπόριο – κυρίως όσον αφορά την πρόθεση μελλοντικής επέκτασης. Έτσι, μετά από τη σχετικά σταθερή διείσδυση των ηλεκτρονικών πωλήσεων την τελευταία πενταετία, η πανδημία και οι ειδικές ανάγκες που δημιούργησε (λόγω περιορισμών στις φυσικές μετακινήσεις) αύξησε ήδη τη διείσδυση στο 22% ενώ σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα υπάρχει πρόθεση να φτάσει το 33% των ΜμΕ. Τα ποσοστά είναι υψηλότερα για τον κλάδο του εμπορίου, που διενεργεί και τον κύριο όγκο ηλεκτρονικών πωλήσεων, με τα αντίστοιχα ποσοστά διείσδυσης από 22% την προηγούμενη πενταετία, βρίσκονται ήδη στο 25% το 2020, με μεσοπρόθεσμη τάση να φτάσουν το 42% του τομέα.