Την ώρα που η κυβέρνηση ετοιμάζεται να παρουσιάσει στη Βουλή, στις αρχές Μαρτίου, το νέο, πολυετές εξοπλιστικό πρόγραμμα των Ενόπλων Δυνάμεων, η νέα πραγματικότητα για την ασφάλεια της Ευρώπης που δημιουργεί ο Ντ. Τράμπ οδηγεί τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να εξετάζουν πολύ σοβαρά την ίδρυση ενός κοινού ταμείου για τη χρηματοδότηση εξοπλιστικών δαπανών, πέραν της ήδη ειλημμένης απόφασης να ενεργοποιηθεί η ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας για τις αμυντικές δαπάνες.
Τα θέματα της ευρωπαϊκής άμυνας, για τα οποία συνήθως ελάχιστοι ηγέτες μιλούσαν στις Συνόδους Κορυφής της ΕΕ (ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν ένας από αυτούς) αποτελούν πλέον την πρώτη προτεραιότητα των κυβερνήσεων, καθώς ο Τραμπ κλείνει την αμυντική «ομπρέλα» της Ουάσιγκτον πάνω από την Ευρώπη και απειλεί ευθέως να κλείσει μια ειρηνευτική συμφωνία με τον Πούτιν για τον πόλεμο στην Ουκρανία, η οποία δεν θα είναι μόνο άδικη για τους Ουκρανούς, αλλά θα δημιουργεί και ένα μεγάλο πρόβλημα ασφάλειας στην Ευρώπη, η οποία θα κληθεί να επιτηρήσει την ειρήνη.
Οι κινήσεις του Τραμπ εκλαμβάνονται από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ως πλήρης ανατροπή του μεταπολεμικού μοντέλου για την ασφάλεια της ηπείρου, καθώς ο νέος πρόεδρος αρνείται την ένταξη της Ουκρανίας στο NATO, ώστε να είναι ασφαλής ύστερα από μια συμφωνία ειρήνευσης, όπως αρνείται τη συμμετοχή των ΗΠΑ σε ειρηνευτική δύναμη, ή ακόμη και να καλύψει με αμερικανικές εγγυήσεις την παρουσία ευρωπαϊκών ειρηνευτικών δυνάμεων στην Ουκρανία.
Πολλοί φοβούνται, μάλιστα, ότι θα μπορούσε ακόμη και να αποσύρει αιφνιδιαστικά τις υφιστάμενες αμερικανικές δυνάμεις που καλύπτουν την Αν. Ευρώπη, σημειώνοντας ότι το μόνο δείχνει σήμερα ότι θα μπορούσε να ανανεώσει το ενδιαφέρον του Τραμπ για την ασφάλεια της Ουκρανίας και της Ευρώπης ίσως θα ήταν μια προνομιακή συμφωνία με τον Ζελένσκι για την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της Ουκρανίας.
Επιπλέον, ο νέος «σερίφης» της Ουάσιγκτον έχει καταστήσει σαφές ότι για να διατηρηθεί η συνοχή του NATO και να μην κάνει πράξη τις απειλές του για απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμμαχία, θα πρέπει να αυξηθούν δραστικά οι αμυντικές δαπάνες των κυβερνήσεων της Ευρώπης. Ο υπ. Άμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, δήλωσε πρόσφατα στις Βρυξέλλες ότι το 2% του ΑΕΠ για τις αμυντικές δαπάνες είναι μόνο η αρχή και θα πρέπει να αυξηθούν ακόμη και στο 5%.
Κοινό Ταμείο
Είναι σαφές ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, που ήδη αντιμετωπίζουν αυξημένα χρέη λόγω της πανδημίας, βρίσκονται μπροστά σε απαιτήσεις για χρηματοδότηση αμυντικών δαπανών με τεράστια ποσά, ξεχνώντας το μέρισμα ειρήνης της εποχής μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Σε πρώτη φάση, αυτονόητη είναι η ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες, ώστε να μην ελέγχονται για υπερβολικό έλλειμμα οι κυβερνήσεις.
Αυτή είναι μια πρόταση που πρώτος έκανε ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης και πλέον έχει γίνει κοινός τόπος στην Ευρώπη ότι δεν θα ήταν δυνατό να προχωρήσουν οι κυβερνήσεις στις αναγκαίες δαπάνες βραχυπρόθεσμα, αν αντιμετώπιζαν τη δαμόκλειο σπάθη της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος.
Όμως, αυτό δεν είναι ένα μέτρο που μπορεί να φθάσει την Ευρώπη πολύ μακριά, όσο και αν θεωρείται αναγκαίο βραχυπρόθεσμα. Οι ανάγκες μπορεί να είναι πολύ μεγάλες και να απαιτείται ένα κοινό χρηματοδοτικό εργαλείο, στα πρότυπα του Ταμείου Ανάκαμψης για την περίοδο μετά την πανδημία, το οποίο εξισορροπήσει τις πολύ διαφορετικές δημοσιονομικές δυνατότητες των επιμέρους κρατών, ώστε οι ασθενέστεροι να μην «βουλιάξουν» από τις αμυντικές - εξοπλιστικές δαπάνες.
Το σχέδιο που εξετάζεται, αλλά προς το παρόν γίνονται ελάχιστες δημόσιες νύξεις γι' αυτό, μέχρι να τελειώσουν οι εκλογικές διαδικασίες στη Γερμανία, προβλέπει τη σύσταση ενός κοινού Ταμείου, με μια δύναμη πυρός που υπολογίζεται ακόμη και σε 700 δισ. ευρώ, το οποίο θα καλύψει τις ανάγκες κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και της Ουκρανίας, είτε σε περίοδο εφαρμογής ενός ειρηνευτικού, ή αν χρειασθεί να συνεχίσει τον πόλεμο.
ING: Πώς θα πληρωθεί ο λογαριασμός
Σε ανάλυσή της, η ολλανδική τράπεζα ING τονίζει ότι με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και του Σιδηρού Παραπετάσματος, η Ευρώπη εισήλθε σε μια παρατεταμένη περίοδο αφοπλισμού. Αυτή η εποχή είδε το τέλος της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, τη μείωση της άμυνας και την επακόλουθη μείωση των δαπανών για στρατιωτικό εξοπλισμό.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Bruegel, οι κρατικές δαπάνες για στρατιωτικό εξοπλισμό στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανήλθαν κατά μέσο όρο σε περίπου 0,3% του ΑΕΠ μεταξύ 2008 και 2020. Το μερίδιο των συνολικών αμυντικών δαπανών στην ΕΕ μειώθηκε από 2,3% του ΑΕΠ το 1990 σε 1,3% του ΑΕΠ το 2014. Από τις μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ, η Γερμανία, ειδικότερα, έμεινε πίσω. Σε κάποιο βαθμό, φαίνεται ότι οι (μειωμένες) αμυντικές δαπάνες ήταν ένας άλλος σημαντικός μοχλός για την επίτευξη ενός στόχου ισοσκελισμένου προϋπολογισμού. Επιστρέφοντας στην ΕΕ, οι συνολικές αμυντικές δαπάνες αυξήθηκαν από 1,3% το 2017 σε 2% του ΑΕΠ το 2024. Ωστόσο, ο αριθμός της ΕΕ αποκρύπτει ότι επτά χώρες μέλη του ΝΑΤΟ εξακολουθούν να μην πληρούν τον στόχο του ΝΑΤΟ του 2% του ΑΕΠ.
Οι συζητήσεις στην Ευρώπη αποκτούν δυναμική. Η εστίαση έχει μετατοπιστεί από το «εάν» στο «πώς» θα αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες. Διάφορα αριθμητικά στοιχεία εξακολουθούν να συζητούνται. Ενώ οι χώρες που συνορεύουν με τη Ρωσία έχουν ζητήσει άμεσες δαπάνες ύψους 100 δισ. ευρώ, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανέφερε 500 δισ. ευρώ για την επόμενη δεκαετία. Το ΝΑΤΟ ανέφερε αύξηση από 2% του ΑΕΠ σε περίπου 3,6% του ΑΕΠ. Μια αύξηση των ετήσιων αμυντικών δαπανών της ΕΕ από 2% του ΑΕΠ σε 4% του ΑΕΠ θα ισοδυναμούσε με περίπου 340 δισ. ευρώ ετησίως.
Όπως συμβαίνει συχνά στην Ευρώπη, τίθεται το ερώτημα πώς θα το πληρώσουμε. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ο φόβος ότι οι διαφορετικές δημοσιονομικές ικανότητες μεταξύ των κρατών μελών θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια νέα κρίση δημόσιου χρέους οδήγησε τελικά στο NextGenEU, με επίκεντρο το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Καθώς η Ευρώπη είναι πιθανό να κινηθεί προς στενότερες δημόσιες συμβάσεις της ΕΕ και πιο εναρμονισμένα πρότυπα στην αμυντική βιομηχανία, τα βήματα προς την πανευρωπαϊκή χρηματοδότηση θα μπορούσαν να είναι το επόμενο λογικό βήμα. Αυτό εγείρει το ερώτημα τι θα μπορούσε να συνεπάγεται μια κοινή προσέγγιση χρηματοδότησης. Οι τρέχουσες προτάσεις επανεξετάζουν μακροχρόνια πανευρωπαϊκά μοντέλα χρηματοδότησης.
Έχουν ήδη καταβληθεί προσπάθειες για την επέκταση της εντολής της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) για την παροχή χρηματοδότησης επενδύσεων στον τομέα της άμυνας ή ακόμη και για την έκδοση «αμυντικών ομολόγων». Η χρήση του υφιστάμενου Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) είναι ένας άλλος δρόμος που έχει εξεταστεί κάπως. Περίπου 427 δισ. ευρώ από τα 500 δισ. ευρώ δανειοδοτικής ικανότητας παραμένουν. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό να απαιτηθεί αλλαγή της συνθήκης, καθώς οι όροι για το πότε θα αναπτυχθεί είναι στενά καθορισμένοι γύρω από την παροχή οικονομικής βοήθειας όταν οι χώρες απειλούνται από σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης.
Αυτό αφήνει την επιλογή δημιουργίας ενός εντελώς νέου εκδότη, όπως ένα Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας, αλλά ανάλογα με τη δομή, θα μπορούσε να απαιτήσει μια νέα συνθήκη και, φυσικά, νέο καταβεβλημένο κεφάλαιο. Λαμβάνοντας υπόψη τους μεγάλους όγκους χρηματοδότησης, παραμένει το ερώτημα σε ποιο βαθμό το εγγεγραμμένο κεφάλαιο θα μπορούσε να μοχλευθεί, διατηρώντας παράλληλα ένα πλεονέκτημα κόστους χρηματοδότησης έναντι της έκδοσης χρέους μεμονωμένων χωρών.