Αυστηρά μηνύματα στις τράπεζες της ευρωζώνης στέλνει ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ, λίγο πριν αρχίσει ο εποπτικός διάλογος με τις τράπεζες σχετικά με τη μερισματική πολιτική που θα ακολουθήσουν φέτος, έχοντας εξασφαλίσει υψηλά κέρδη στη χρήση του 2023. Το μήνυμα του SSM, που διοικείται πλέον από την πρώην αντιπρόεδρο της Bundesbank, Κλαούντια Μπουχ, είναι ότι οι τράπεζες μπορεί να πέτυχαν υψηλή κερδοφορία χάρη στα αυξημένα επιτόκια της ΕΚΤ, όμως δεν θα πρέπει να αρχίσουν ένα... πάρτι διανομής μερισμάτων στους μετόχους, αλλά να κινηθούν μετρημένα και να θωρακίσουν περαιτέρω την κεφαλαιακή τους επάρκεια, ενόψει πιθανών νέων δυσκολιών μακροοικονομικού ή και γεωπολιτικού χαρακτήρα.
Ο SSM κρατά αυστηρή στάση, την ώρα ακριβώς που οι ελληνικές τράπεζες ετοιμάζονται να προχωρήσουν στις πρώτες διανομές μερισμάτων στους μετόχους από το 2008, σηματοδοτώντας την υπέρβαση της μακροχρόνιας κρίσης. Όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, θεωρείται απίθανο να επαναληφθούν τα βέτο του παρελθόντος από τους επόπτες, καθώς οι ελληνικές τράπεζες έχουν αρκετά υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια πλέον, ενώ θα αρχίσουν τις διανομές από τα κέρδη του 2023 με πολύ χαμηλούς συντελεστές διανομής (της τάξεως του 20% των καθαρών κερδών), ώστε να συμβαδίσουν με τις υποδείξεις του SSM για συντηρητική πολιτική.
Πάντως, μέχρι να ολοκληρωθεί ο εποπτικός διάλογος και να εξασφαλισθούν οι εγκρίσεις για τις διανομές, οι τραπεζίτες αποφεύγουν να προεξοφλήσουν με απόλυτη βεβαιότητα ότι θα ανάψει «πράσινο φως» από τον SSM. Χαρακτηριστικά, ο CEO της Alpha Bank, Βασίλης Ψάλτης, σε πρόσφατη συνέντευξη που παραχώρησε σε αναλυτή της Edison, δήλωσε μεν ότι αναμένεται να διανεμηθεί φέτος μέρισμα από τα κέρδη της χρήσης του 2023, έσπευσε όμως να υπογραμμίσει ότι η διανομή βρίσκεται υπό την αίρεση της έγκρισης του Επόπτη.
Στην πραγματικότητα, αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, ο πιο δύσκολος εποπτικός διάλογος για τα μερίσματα θα γίνει τον επόμενο χρόνο. Οι τράπεζες θα θέλουν να ανεβάσουν τον συντελεστή διανομής σε επίπεδα συγκρίσιμα με τα αντίστοιχα των τραπεζών της ευρωζώνης, ώστε να προσελκύσουν επενδυτικά κεφάλαια στις μετοχές τους. Όμως, θα έχει πλέον παρέλθει η εποχή της εκτάκτως αυξημένης κερδοφορίας λόγω των υψηλών επιτοκίων, ενώ θα συνεχίζει να υπάρχει το πρόβλημα (αν έως τότε δεν βρεθεί κάποια άλλη λύση) της χαμηλής ποιότητας των εποπτικών κεφαλαίων λόγω της υψηλής συμμετοχής των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTC). Σε αυτό το πλαίσιο, ο SSM αναμένεται ότι θα είναι αρκετά φειδωλός τον επόμενο χρόνο στις εγκρίσεις διανομών.
Τι φοβάται ο SSM
Στον SSM, πάντως, και καθώς περνά σε νέα εποχή με την Κλ. Μπουχ στη θέση του Αντρέα Ενρία, επικρατεί προβληματισμός για το μέλλον του τραπεζικού τομέα, παρότι διαπιστώνεται η υγιής οικονομική του θέση, καθώς έχει αποδειχθεί τα τελευταία χρόνια ότι οι κίνδυνοι προέρχονται από πολλές πλευρές και μπορεί ανά πάσα στιγμή να τεθεί σε δοκιμασία η αντοχή των τραπεζών.
Στην πρώτη της ομιλία, όπου έδωσε το στίγμα της πολιτικής που θα ακολουθήσει, η Κλ. Μπουχ υπογράμμισε ότι τα υψηλά κέρδη από τα αυξημένα επιτόκια πρέπει να αξιοποιηθούν για τη δημιουργία αποθεμάτων ασφαλείας για την άμβλυνση μελλοντικών κραδασμών. Όπως είπε η Γερμανίδα οικονομολόγος και πρώην αντιπρόεδρος της Bundesbank,
- Πολλοί Ευρωπαίοι ατενίζουν το νέο έτος με ανησυχίες για το μέλλον. Η μετανάστευση, ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, η γεωπολιτική, ο πληθωρισμός και η κλιματική αλλαγή αναφέρονται ως βασικές ανησυχίες σε πρόσφατες έρευνες του Ευρωβαρόμετρου.
- Ζούμε πράγματι σε μια περίοδο υψηλής αβεβαιότητας, που χαρακτηρίζεται από «βάρδιες και διαλείμματα», όπως είπε πέρυσι η πρόεδρος Λαγκάρντ.
- Οι οικονομίες και οι κοινωνίες μας έχουν πληγεί από αρκετούς κλυδωνισμούς τα τελευταία χρόνια. Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με τις συγκυριακές προοπτικές και, πιο ουσιαστικά, τις διαρθρωτικές αλλαγές που επίκεινται. Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, η κλιματική αλλαγή, οι δημογραφικές τάσεις και η ψηφιοποίηση μας αναγκάζουν να προσαρμόσουμε τον τρόπο με τον οποίο παράγουμε και καταναλώνουμε.
- Αυτή η αβεβαιότητα επηρεάζει τις τράπεζες. Βραχυπρόθεσμα, τα υψηλότερα επιτόκια έχουν ενισχύσει την κερδοφορία τους. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες αντιμετώπισαν τις πρόσφατες καταιγίδες χάρη τόσο στη δική τους ανθεκτικότητα όσο και στη σημαντική δημοσιονομική και νομισματική στήριξη που μετρίασε τον αντίκτυπο των πρόσφατων κλυδωνισμών. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, οι τράπεζες δεν θα είναι απρόσβλητες από κινδύνους και απροσδόκητα γεγονότα. Το σημερινό καλό επίπεδο κερδοφορίας παρέχει την ευκαιρία δημιουργίας αποθεμάτων ασφαλείας για την άμβλυνση των κραδασμών.
- Ταυτόχρονα, ένα σταθερό τραπεζικό σύστημα είναι ζωτικής σημασίας για τη διαχείριση των κινδύνων και την προώθηση της ευημερίας. Ως εκ τούτου, η διασφάλιση της ανθεκτικότητας των τραπεζών αποτελεί τον κεντρικό στόχο της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας. Ανθεκτικότητα σημαίνει ότι οι τράπεζες μπορούν να απορροφήσουν κραδασμούς – ότι μπορεί να λυγίσουν υπό πίεση, αλλά ότι δεν θα πέσουν.
- Η τραπεζική ένωση μάς παρέχει τα σχετικά εργαλεία και εξουσίες. Είναι ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της Ευρώπης. (....) Ο εφησυχασμός δεν αποτελεί επιλογή.
Η Κλ. Μπουχ υπογράμμισε ότι η τραπεζική εποπτεία θα επικεντρωθεί σε τρεις βασικούς τομείς:
- Πρώτον, πρέπει να προσαρμόσουμε την εποπτεία μας στο νέο περιβάλλον. Οι αυξημένοι μακροοικονομικοί και γεωπολιτικοί κίνδυνοι σε συνδυασμό με τις αλλαγές στο ανταγωνιστικό περιβάλλον αφήνουν τις τράπεζες εκτεθειμένες σε νέους κινδύνους. Αυτό απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και αποτελεί μία από τις εποπτικές μας προτεραιότητες.
- Δεύτερον, πρέπει να ενισχύσουμε την αποτελεσματικότητα της εποπτείας. Αυτό σημαίνει εστίαση της προσοχής στους σχετικούς κινδύνους και παρακολούθηση των εποπτικών ευρημάτων.
- Τρίτον, πρέπει να συνδεόμαστε συνεχώς και με διαφάνεια με τα ενδιαφερόμενα μέρη μας. Αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο των δραστηριοτήτων για τον εορτασμό της δέκατης επετείου του ΕΕΜ. Σχεδιάζουμε διάφορες πρωτοβουλίες για να έρθουμε πιο κοντά στους πολίτες της ΕΕ που υπηρετούμε και να συνεργαστούμε με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής.
«Με τα κέρδη να δημιουργηθούν αποθέματα ασφαλείας»
Κλείνοντας την ομιλία της, επανέλαβε ότι «ζούμε σε αβέβαιους καιρούς, αλλά η παραίτηση ή ακόμα και ο φόβος δεν είναι καλός οδηγός για την αντιμετώπιση της αβεβαιότητας. Στην Ευρώπη, μπορούμε να βασιστούμε σε ισχυρούς θεσμούς και ένα υγιές κανονιστικό πλαίσιο, τόσο για την οικοδόμηση ανθεκτικότητας όσο και για τη λήψη προληπτικών μέτρων. Αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο των εργασιών μας στον τομέα της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας».
Και πρόσθεσε: «Οι τράπεζες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των οικονομιών μας και μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην ευημερία. Είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες και ανθεκτικότερες από ό,τι στην αρχή της τραπεζικής ένωσης πριν από δέκα χρόνια. Αλλά δεν υπάρχει περιθώριο εφησυχασμού.
Οι διαρθρωτικές αλλαγές στην πραγματική οικονομία, οι νεοεμφανιζόμενοι κίνδυνοι, ο ψηφιακός μετασχηματισμός και ο αυξημένος ανταγωνισμός μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα επιχειρηματικά μοντέλα λειτουργίας των τραπεζών. Πρόσφατα, τα κέρδη των τραπεζών επωφελήθηκαν από τα υψηλότερα επιτόκια. Αυτό παρέχει την ευκαιρία στις τράπεζες να αυξήσουν την ανθεκτικότητά τους, όσον αφορά τη δημιουργία κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας και ανθεκτικών υποδομών πληροφορικής.
Από εποπτικής και ρυθμιστικής πλευράς, πρέπει επίσης να προσαρμοστούμε σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Η κάλυψη των κενών στο πλαίσιο διαδικασιών εξυγίανσης και η ολοκλήρωση της επανεξέτασης του CMDI (σ.σ.: εγγύηση καταθέσεων) αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτού. Και ως επόπτες, πρέπει να επικεντρωθούμε στους αναδυόμενους κινδύνους και να αναλάβουμε έγκαιρη δράση εάν διαπιστώσουμε αδυναμίες στους ελέγχους κινδύνων και την ανθεκτικότητα των τραπεζών».