Διεθνή

Γερμανικές εκλογές - Σημείο καμπής για Βερολίνο και Ευρώπη


Το γεωπολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό διακύβευμα για τη Γερμανία και τη Γηραιά Ηπειρο

Οι γερμανικές εκλογές αποτελούν σημείο καμπής για το Βερολίνο και την Ευρώπη και το διακύβευμα είναι ισχυρό. Εν μέσω γεωπολιτικών ανακατατάξεων-από την επέλαση Τραμπ και την περιθωριοποίηση της Ευρώπης- της πολιτικής ανησυχίας που εκδηλώνεται για την άνοδο της ακροδεξιάς στη Γερμανία και την οικονομική «δυσπραγία» που χαρακτηρίζει τα τελευταία χρόνια το Βερολίνο, η σημερινή εκλογική διαδικασία δικαιολογεί πέρα ως πέρα τον χαρακτηρισμό της κρίσιμης.

Το μείζον για τη Γερμανία είναι πως θα λύσει άμεσα και… ανώδυνα τον δύσκολο γρίφο της επομένης των εκλογών, περιορίζοντας, δηλαδή, το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί για την συγκρότηση κυβέρνησης. Η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) με επικεφαλής τον Μερτς κινείται κοντά στο 30%- με βάση της δημοσκοπήσης- και αναζητά εταίρους για τον κυβερνητικό συνασπισμό. To ΑfD που ενισχύει σημαντικά τις δυνάμεις του, είναι εκτός συζήτησης για τη συγκυβέρνηση.  Ο επόμενος κυβερνητικός συνασπισμός μπορεπι να σχηματιστεί από τα CDU/CSU και SPD, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι Χριστιανοδημοκράτες θα πιάσουν ένα υψηλό ποσοστό πάνω από το 30%. Καθοριστικό ωστόσο θα είναι αν τα μικρά κόμματα, οι Φιλελεύθεροι, το κόμμα της Σάρα Βάγκενκνεχτετ (BSW) και οι Πράσινοι, που βρίσκονται στο 4,5% πιάσουν τελικά το πλαφόν εισόδου στο Μπούντεσταγκ 5%. 

Εάν και τα τρία πάρουν έδρες, τότε τα μαθηματικά σημαίνει ότι τα δύο παραδοσιακά μεγάλα κόμματα θα χρειαστεί να κυβερνήσουν με τουλάχιστον ένα άλλο - πιθανώς τους Πράσινους, καθώς όλοι είναι απρόθυμοι να παραδεχτούν το AfD στην κυβέρνηση.

Η νέα γεωπολιτική συνθήκη που έφερε ο Τραμπ

Οι νικητές των εκλογών της Μπούντεσταγκ, ο νέος καγκελάριος και ο συνασπισμός του, βρίσκονται αντιμέτωποι με μια τεράστια πρόκληση στην εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας. Η Γερμανία έχει απωλέσει τη γεωστρατηγική της ισχύ και ενώπιον της επέλασης Τραμπ, καλείται να βρει εκ νέου τα πατήματά της και να βγει μπροστά. Η χρηματοδότηση του Κιέβου η αύξηση των αμυντικών δαπανών της Ευρώπης, η εγκατάσταση ευρωπαϊκών δυνάμεων στην Ουκρανία και η αμυντική σχέση με τις ΗΠΑ-μετά τις εξαγγελίες Τραμπ- είναι μερικά από τα μείζονος σημασίας ζητήματα που πρέπει να διαχειριστεί η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει.

Το στοίχημα της οικονομικής ανάκαμψης

Μεγάλο στοίχημα για το Βερολίνο, που ενδιαφέρει πολύ και την Ευρώπη, είναι η ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας, που βρίσκεται σε ύφεση τα τελευταία δύο χρόνια.   Οι αγορές φαίνεται να προεξοφλούν ότι ο επικεφαλής του κεντροδεξιού κόμματος CDU, Φρίντριχ Μερτς, θα σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση και θα διαμορφώσει ένα πιο ευνοϊκό πλαίσιο για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας,

Τα οικονομικά προβλήματα στη Γερμανία κλιμακώθηκαν μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση που ακολούθησε. Το σοκ από την απότομη αύξηση των τιμών ενέργειας ήταν έντονο για την κραταιά βιομηχανία της, από την οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η πορεία της οικονομίας της.

Ο αντίκτυπος από την ενεργειακή κρίση στη γερμανική οικονομία ήταν μεγαλύτερος απ' ό,τι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες όχι μόνο λόγω του ισχυρότερου βιομηχανικού τομέα της αλλά και επειδή οι επιχειρήσεις της εξασφάλιζαν καλύτερες τιμές φυσικού αερίου από τη Ρωσία.

Πολλές γερμανικές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να λειτουργούν με χαμηλότερη παραγωγική δυναμικότητα, με την παραγωγή να κινείται σταθερά σε χαμηλότερα επίπεδα απ' ό,τι πριν την κρίση. 

Στο αυξημένο κόστος ενέργειας προστέθηκε και η μείωση της ζήτησης για τα γερμανικά προϊόντα, κυρίως λόγω της επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομίας, για να κλονίσει επιπρόσθετα τη γερμανική βιομηχανία. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και την Κίνα, οι οποίες συνέχισαν και μετά την κρίση του κορονοϊού να στηρίζουν τη ζήτηση με επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, η Γερμανία συμμορφώθηκε με το λεγόμενο "φρένο χρέους", που επιτρέπει έναν πολύ μικρό δανεισμό κάθε χρόνο στην κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι το χρέος της είναι χαμηλό (περίπου 60% του ΑΕΠ ενώ στις ΗΠΑ είναι πάνω από 120%).

Οι ελπίδες των επενδυτών για ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας στηρίζονται στο προεκλογικό πρόγραμμα του CDU και επίσης στην πρόθεση όλων των πιθανών κυβερνητικών εταίρων να προχωρήσουν σε άρση του συνταγματικά κατοχυρωμένου "φρένου χρέους". Για την άρση του χρειάζεται ενισχυμένη πλειοψηφία των δύο τρίτων της Βουλής, η οποία θεωρείται πως είναι πιθανό να υπάρξει.

Ο Μερτς υποστηρίζει τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων στο 25%, ώστε να ευθυγραμμιστεί με τον συντελεστή εταιρικής φορολογίας που ισχύει στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, καθώς και τη μείωση του ρυθμιστικού πλαισίου για τις επιχειρήσεις, ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν πιο ευέλικτα. 

Από την πλευρά τους, οι σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι τάσσονται υπέρ επιδοτήσεων σε επιχειρήσεις για την τόνωση της γερμανικής οικονομίας, ενώ προτιμούν φορολογικές ελαφρύνσεις για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.

Σε κάθε περίπτωση, από την απάντηση στο ερώτημα για την ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας θα επηρεαστεί η ανάπτυξη και στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, οι οποίες επηρεάζονται από αυτή μέσω του εμπορίου και των επενδύσεων. Με το γερμανικό ΑΕΠ να αντιστοιχεί στο 25% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, η Γερμανία παραμένει αναμφίβολα η «ατμομηχανή» της οικονομίας όλης της περιοχής.

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Σχετικά Άρθρα