Σχεδόν πέντε χρόνια μετά την εξαγορά της Vivartia (πρώην γαλακτοβιομηχανίας “Δέλτα”), το αμερικανικό fund CVC του οποίου ηγείται ο Αλεξ Φωτακίδης, ρευστοποιεί ένα “κομμάτι” του ομίλου, πουλώντας την θυγατρική “Μπάρμπα Στάθης” στην Ideal του Λάμπρου Παπακωνσταντίνου.
Φαίνεται ένα αμοιβαία επωφελές deal, καθώς το CVC αποκομίζει κεφαλαιακά κέρδη, ενώ η Ideal επεκτείνεται στον κλάδο τροφίμων, αξιοποιώντας επενδυτικά τη ρευστότητα που διαθέτει.
Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι: Για το αμερικανικό fund η πώληση της “Μπαρμα Στάθης” - ή μάλλον του μεγαλύτερου κομματιού του ομίλου, αφού στο deal δεν περιλαμβάνοντα οι θυγατρικές εταιρείες προϊόντων ζύμης, είναι μία λίγο-πολύ αναγκαστική κίνηση. Υπαγορεύεται από την ανάγκη να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των μεγάλων δανειακών υποχρεώσεων του ομίλου “Δέλτα”, που έχουν διογκωθεί παρά τις αλλεπάλληλες αναδιαρθρώσεις.
Κατ' ουσία η CVC αναγκάζεται να πουλήσει το πιό κερδοφόρο κομμάτι του ομίλου Vivartia, για να πληρώσει δάνεια της μητρικής και επιπλέον να απαλλαγεί από τις -επίσης πολύ υψηλές – δανειακές υποχρεώσεις της “Μπαρμπα Στάθης”, που επιδεινώνουν την εικόνα του ενοποιημένου ισολογισμού του ομίλου.
Μεγάλες δανειακές υποχρεώσεις
Οταν το fund εξαγόρασε την Vivartia το 2021 έναντι 175 εκατ. ευρώ, “φορτώθηκε” και δάνεια της τάξεως των 400 εκατ. ευρώ. Οι υποχρεώσεις αυτές αναδιαρθρώθηκαν με επιμήκυνση ομολογιακών δανείων κλπ, αλλά δεν μειώθηκαν αισθητά. Το κόστος εξυπηρέτησης τους εξακολουθεί να επιβαρύνει τους ισολογισμούς της μητρικής εταιρείας και του ενοποιημένους του ομίλου.
Μεγάλες δανειακές υποχρεώσεις έχει όμως και ο “Μπαρμπα Στάθης”, αν και εμφανίζει αξιόλογη κερδοφορία: Πέρυσι είχε ενοποιημένα καθαρά κέρδη 18,7 εκατ. ευρώ και το 2022 17,1 εκατ. ευρώ, ενώ οι συνολικές υποχρεώσεις του ήταν της τάξεως των 115 εκατ. ευρώ.
Οι αποτιμήσεις
Εκτιμάται ότι το CVC θα μπορέσει να εγγράψει κάποια λογιστικά κέρδη από την πώληση του “Μπάρμπα Στάθη”, δεδομένου ότι
- Για την εξαγορά ολόκληρου του ομίλου Vivartia είχε καταβάλει τίμημα 175 εκατ. ευρώ
- Από την πώληση μόνον του “Μπάρμπα Στάθη”, χωρίς τις δύο κερδοφόρες θυγατρικές του (“Χρυσή Ζύμη” και “Αραμπατζής ΑΕΒΕ”) που δεν περιλαμβάνονται στο deal, θα εισπράξει περίπου 90 εκατ. ευρώ και θα απαλλαγεί από περίπου ισόποσα δάνεια.
Επισημαίνεται ότι οι δύο θυγατρικές προϊόντων ζύμης αποτιμώνται περί τα 50 εκατ. ευρώ. Είναι όμως θέμα εσωτερικών αποτιμήσεων πως θα διαμορφωθεί το οικονομικό αποτέλεσμα για τo CVC από την εξαγορά της “Δέλτα”, την πώληση του Μπάρμπα Στάθη και τη διακράτηση των εταιρειών “Χρυσή Ζύμη” και “Αραμπατζής'.
Ideal: Επενδυτική κίνηση με προοπτικές
Τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα για την αγοράστρια Ideal, η οποία βρίσκει μια εξαιρετική ευκαιρία να αξιοποιήσει μέρος της ρευστότητας που απέκτησε από την πώληση των συμμετοχών της στις εταιρείες Astir Vitogiannis, Coleos και Three Cents.
Μετά τις εξαγορές στον κλάδο πληροφορικής (Adacom, Bluestream, Byte Computers, i-Docs) και στο λιανικό εμπόριο (Attica Stores), με την εξαγορά του “Μπαρμπα Στάθη” αποκτά ισχυρή παρουσία στον τομέα προϊόντων αγροδιατροφής, όπου υπάρχουν μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης εργασιών.
Τα οικονομικά μεγέθη
Επισημαίνεται ότι η θυγατρική της Vivartia είναι αδιαμφισβήτητος leader στον συγκεκριμένο κλάδο, κατέχοντας μερίδια αγοράς πάνω από 50% στα κατεψυγμένα λαχανικά.
Το 2023 ο όμιλος Μπαρμπα Στάθης είχε ενοποιηµένες πωλήσεις 223,3 εκατ. ευρώ, αυξηµένες κατά 8,7% σε ετήσια βάση. Το 1/3 του κύκλου εργασιών προήλθε από εξαγωγές.
Τα EBITDA ανήλθαν σε 33,4 εκατ. ευρώ.
Τα καθαρά κέρδη προ φόρων διαμορφώθηκαν σε 18,7 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 9,5%.
Διαδοχικές εξαγορές
Το deal μεταξύ CVC και Ideal θεωρείται κλεισμένο και αναμένεται να ανακοινωθεί επίσημα τις αμέσως προσεχείς μέρες.
Η Ideal θα είναι ο πέμπτος κατά σειρά ιδιοκτήτης της κορυφαίας ελληνικής εταιρεία κατεψυγμένων τροφίμων.
Η “Μπάρμπα Στάθης – Γενική Τροφίμων ΑΒΕΕ” ιδρύθηκε το 1969 στη Θεσσαλονίκη από την οικογένεια καπνεμπόρων Μιχαηλίδη. Στη δεκαετία του '90 εξαγοράστηκε από την “Δέλτα” του Δ. Δασκαλόπουλο, η οποία πέρασε εν συνεχεία υπό τον έλεγχο της MIG του Ανδρέα Βγενόπουλου.
Ολόκληρος ο όμιλος πουλήθηκε το 2021 στο fund CVC, το οποίο πουλάει τώρα ένα “κομμάτι” του ομίλου – πριν αποφασίσει ολοσχερή έξοδο.