Η Ουάσινγκτον και το Λονδίνο ανακοίνωσαν την Πέμπτη μια «ιστορική» εμπορική συμφωνία, την πρώτη που υπογράφει ο πρόεδρος Τραμπ μετά την έναρξη του παγκόσμιου εμπορικού πολέμου. Ωστόσο, πίσω από τους πανηγυρισμούς κρύβεται μια συμφωνία με πολλά αδιευκρίνιστα σημεία, περιορισμένο εύρος και ακόμη περισσότερα ερωτήματα για το μέλλον των διεθνών εμπορικών σχέσεων των ΗΠΑ.
Η συμφωνία χαρακτηρίστηκε ως «τεράστια επιτυχία» από την πλευρά του Λευκού Οίκου, και παρουσιάστηκε ως άνοιγμα αξίας 5 δισ. δολαρίων για τις αμερικανικές εξαγωγές. Περιλαμβάνει μείωση δασμών σε τομείς-κλειδιά όπως το ατσάλι, τα αυτοκίνητα και τα γεωργικά προϊόντα, με αντάλλαγμα την άρση βρετανικών φραγμών σε αμερικανικά προϊόντα όπως αιθανόλη, μηχανήματα και αυτοκινητοβιομηχανία.
Ωστόσο, οι βασικές δασμολογικές πολιτικές του Τραμπ παραμένουν ανέπαφες: ο «κατώτατος» δασμός του 10% για τα εισαγόμενα προϊόντα εξακολουθεί να ισχύει, ενώ δεν προαναγγέλλεται άρση ή αναθεώρησή του. Αντιθέτως, ο Τραμπ επανέλαβε, ότι θεωρεί αυτό το ποσοστό ως ελάχιστο σημείο αναφοράς, με πολλές χώρες να αντιμετωπίζουν ακόμη υψηλότερες επιβαρύνσεις.
Ανοικτά ζητήματα και περιορισμοί
Αν και η συμφωνία προβλέπει πλήρη άρση των δασμών στο βρετανικό ατσάλι και μείωση των αμερικανικών δασμών στα βρετανικά αυτοκίνητα από το 27,5% στο 10%, η ελάφρυνση αυτή θα ισχύει μόνο για τις πρώτες 100.000 μονάδες ετησίως — αριθμός που αντανακλά τις υπάρχουσες εξαγωγές του Ηνωμένου Βασιλείου και δεν αφήνει ουσιαστικά περιθώρια αύξησης.
Στο ζήτημα του βοείου κρέατος, ο Τραμπ αφιέρωσε σημαντικό χρόνο στην παρουσίαση της συμφωνίας, αλλά τελικά παραδέχθηκε ότι η Βρετανία δεν αλλάζει τα υγειονομικά πρότυπά της. Η βρετανική κυβέρνηση διαμήνυσε κατηγορηματικά ότι «δεν θα υπάρξει υποβάθμιση των προτύπων ασφαλείας στα τρόφιμα». Έτσι, το άνοιγμα της αγοράς για το αμερικανικό κρέας παραμένει ασαφές και πιθανώς ανεφάρμοστο.
Παράλληλα, οι διαπραγματεύσεις για τον αμφιλεγόμενο «φόρο ψηφιακών υπηρεσιών» που πλήττει τεχνολογικούς κολοσσούς των ΗΠΑ, όπως η Google και η Amazon, βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη, χωρίς συμφωνία στον ορίζοντα. Το θέμα θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό για την Ουάσινγκτον, ωστόσο περιορίστηκε σε μια αόριστη αναφορά κατά την παρουσίαση της συμφωνίας.
Η ίδια η βρετανική κυβέρνηση υπογράμμισε ότι οι συνομιλίες συνεχίζονται για κρίσιμους τομείς όπως τα φαρμακευτικά προϊόντα και οι αμοιβαίοι δασμοί σε διάφορα άλλα αγαθά, χωρίς να ορίζει κάποιο χρονοδιάγραμμα για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων.
Μια συμβολική αρχή ή απλώς πολιτικό θέατρο;
Παρά την ευφορία που προκάλεσε η ανακοίνωση στις αγορές, η συμφωνία φαίνεται προς το παρόν να είναι περισσότερο ένα πολιτικό σύμβολο, παρά μια ουσιαστική αλλαγή στην παγκόσμια εμπορική στρατηγική των ΗΠΑ. Η συμφωνία καλύπτει λίγα και γνωστά πεδία, ενώ μεγάλα ζητήματα όπως οι σχέσεις με την Κίνα, την Ινδία, την Ιαπωνία ή το Μεξικό παραμένουν άλυτα και ενδέχεται να απαιτήσουν εβδομάδες ή μήνες διαπραγματεύσεων.
Πολλοί οικονομικοί παρατηρητές εκτιμούν ότι πρόκειται για ένα «μικρό βήμα» που έχει ως κύριο στόχο να στείλει μήνυμα στις αγορές και να καθησυχάσει τους επενδυτές, πως ο Τραμπ είναι διατεθειμένος να προχωρήσει σε συμφωνίες — έστω και περιορισμένες.
Η ουσία της συμφωνίας μοιάζει δευτερεύουσα μπροστά στην πολιτική της λειτουργία ως εργαλείο επικοινωνίας και σταθερότητας.
Ο ίδιος ο Τραμπ ήδη ανήγγειλε το επόμενο βήμα: διαπραγματεύσεις με την Κίνα αυτό το Σαββατοκύριακο, τις οποίες χαρακτήρισε «πιθανώς πολύ παραγωγικές».
Το μήνυμα είναι σαφές: η μάχη των δασμών συνεχίζεται, και το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί μόνο ένα επεισόδιο στον ευρύτερο γεωοικονομικό σχεδιασμό του προέδρου των ΗΠΑ.