Η φυματίωση δεν μας ξεχνά, είναι εδώ. Πρόκειται για μείζον πρόβλημα που εξακολουθεί να απειλεί τη δημόσια υγεία με ορατό κίνδυνο περαιτέρω όξυνσής του τα επόμενα χρόνια.
Αυτό ανέφεραν οι εκπρόσωποι της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρίας (ΕΠΕ), κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου με αφορμή το 28ο Πανελλήνιο Πνευμονολογικό Συνέδριο.
Κυριότερο εμπόδιο για τον έλεγχο της αποτελεί η έλλειψη Εθνικού Προγράμματος για τη Φυματίωση, υπογράμμισε ο Χαράλαμπος Μόσχος, πνευμονολόγος-Φυματιολόγος, ταμίας της ΕΠΕ, προσθέτοντας ότι η ύπαρξή του αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση του συντονισμού όλων των απαιτούμενων δράσεων για την αντιμετώπιση και τον έλεγχο του νοσήματος, στους τομείς του προσυμπτωματικού ελέγχου, της διάγνωσης, της θεραπείας και του ελέγχου των στενών επαφών στο περιβάλλον των πασχόντων και της επιτήρησης του νοσήματος.
Η έλλειψή του, είπε, οδηγεί σε πλήρη σύγχυση στόχων και αδυναμία συντονισμού της προσπάθειας για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Η φυματίωση αποτελεί νόσημα που πλήττει περισσότερο τις ευπαθέστερες ομάδες πληθυσμού και συγκεκριμένα πρόσφυγες και μετανάστες, ηλικιωμένους, κρατούμενους, χρήστες παράνομων ουσιών, ασθενείς με HIV λοίμωξη και άλλα αίτια ανοσοκαταστολής.
Ο κ. Μόσχος ανέφερε, ότι στην Ελλάδα, ο προσυμπτωματικός έλεγχος για φυματίωση ευάλωτων ομάδων είναι, στην καλύτερη περίπτωση, «αποσπασματικός, ανεπαρκής και ελλιπώς σχεδιασμένος. Το αποτέλεσμα είναι οι περισσότεροι ασθενείς να διαγιγνώσκονται με σημαντική καθυστέρηση, με εκτεταμένη φυματίωση και έχοντας ήδη διασπείρει τη νόσο σε βαθμό που ο περιορισμός της να μην είναι εφικτός, ενώ άγνωστος αριθμός ασθενών να παραμένει χωρίς διάγνωση και θεραπεία».
Πρόσθεσε ότι «με την επιδείνωση του μεταναστευτικού προβλήματος και τη συνεχή αύξηση των μεταναστευτικών ροών, η ΕΠΕ, σε συνεργασία με μέλη της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων για τη Φυματίωση του ΕΟΔΥ, ενημέρωσε επανειλημμένα τους αρμόδιους για τους κινδύνους που προκύπτουν από τον ελλιπέστατο έλεγχο και κατέθεσε ολοκληρωμένες προτάσεις για τον έλεγχο των προσφύγων και μεταναστών στα σημεία εισόδου (point of entry), είτε με την ανάπτυξη υποδομών, τοπικά στα σημεία υποδοχής, είτε με την ανάπτυξη ειδικών κινητών μονάδων-εργαστηρίων που θα αναλάβουν τον έλεγχο των υπαρχόντων δομών φιλοξενίας». Ο κ. Μόσχος ξεκαθάρισε ότι «πρόβλημα δεν είναι οι πρόσφυγες ή οι μετανάστες, αλλά η νόσος» και πρότεινε την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου σχεδίου διαχείρισης της φυματίωσης στους πληθυσμούς αυτούς.
Στην Ελλάδα, με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα του ΕΟΔΥ, το 2018, όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, δηλώθηκαν 432 νέες περιπτώσεις φυματίωσης. «Δυστυχώς, στη χώρα μας παρατηρείται διαχρονικά σοβαρή υποδήλωση του νοσήματος. Με βάση τα αποτελέσματα επιστημονικών μελετών, η πραγματική επίπτωση της φυματίωσης στην Ελλάδα υπολογίζεται τουλάχιστον τριπλάσια έως πενταπλάσια της δηλούμενης.
Ταυτόχρονα, παρατηρείται μια μικρή διαχρονική αύξηση των περιστατικών πολυανθεκτικής φυματίωσης», ανέφεραν οι εκπρόσωποι της ΕΠΕ.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, σημαντικό πρόβλημα στην αντιμετώπιση και τον έλεγχο της φυματίωσης στη χώρα μας αποτελεί επίσης η απουσία κατάλληλων συνθηκών νοσηλείας, οι σοβαρές ελλείψεις και καθυστερήσεις στην προμήθεια των αντιφυματικών φαρμάκων, ιδίως των νεότερων, με αποτέλεσμα επικίνδυνες καθυστερήσεις στην έναρξη και διακοπές της αντιφυματικής θεραπείας, που θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο ασθενείς και προσωπικό. Επίσης, σημαντικός αριθμός ασθενών με ενεργό φυματίωση που ξεκινούν αντιφυματική αγωγή διακόπτουν από μόνοι τους τη θεραπεία και χάνονται από την παρακολούθηση, με κίνδυνο δημιουργίας και διασποράς ανθεκτικών στελεχών στην κοινότητα, ενώ απουσιάζουν πλήρως προγράμματα άμεσα εποπτευόμενης θεραπείας (DOT), με στόχο τη βελτίωση της συμμόρφωσης ευάλωτων ομάδων ασθενών στην αντιφυματική θεραπεία.
Παγκοσμίως υπολογίζεται ότι περίπου 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού, έχουν σε κάποια στιγμή της ζωής τους μολυνθεί από το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης. Παρότι η συντριπτική πλειονότητα, -το 90%- αυτών δεν πρόκειται ποτέ να αναπτύξει ενεργό νόσο, αποτελούν «δεξαμενή» νέων περιστατικών ενεργού φυματίωσης. Μόνο το 2018, υπολογίζεται ότι σημειώθηκαν 10 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις και 1,5 εκατομμύριο θάνατοι από φυματίωση.
Η συχνότητα της νόσου ποικίλει τρομακτικά στις διάφορες περιοχές της γης. Έτσι, ενώ στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες και στην Ευρώπη αναφέρονται λιγότερα από 10 νέα περιστατικά ανά 100.000 πληθυσμού ετησίως, σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες ο ετήσιος αριθμός νέων περιστατικών είναι 20 έως και 50 φορές μεγαλύτερος. 'Αλλωστε, τo 87% των περιστατικών παγκοσμίως σημειώνονται σε μόλις 30 χώρες και τα 2/3 σε 8 χώρες της Αφρικής και της Ασίας.
Απαραίτητα μέτρα πρόληψης και ελέγχου της φυματίωσης, με βάση τις κατευθυντήριες οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO) και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), αποτελούν η ενεργητική αναζήτηση και η έγκαιρη διάγνωση περιστατικών ενεργού φυματίωσης μεταξύ των ευάλωτων πληθυσμών, η χορήγηση και ολοκλήρωση κατάλληλης αντιφυματικής θεραπείας με εξασφάλιση της συμμόρφωσης των ασθενών σε αυτή και η αναπνευστική απομόνωση των ασθενών μέχρις ότου αυτοί καταστούν μη μεταδοτικοί.
Τέλος, θα πρέπει να γίνεται αναζήτηση ατόμων που έχουν μολυνθεί από το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης, αλλά δεν νοσούν ακόμα (λανθάνουσα φυματίωση), και διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εξέλιξης σε ενεργό νόσο, ώστε να λάβουν «προληπτική» αγωγή για λανθάνουσα φυματίωση, να μη νοσήσουν και να διακοπεί έτσι η αλυσίδα μετάδοσης.