Θεωρείται δεδομένο ότι ο τουρισμός γεννά πλούτο σε κάθε χώρα με πλούσια φυσικά, ή πολιτιστικά, θέλγητρα. Αυτό δεν επιβεβαιώνεται όμως στην Ισπανία, καθώς οι περισσότερες περιοχές με το μικρότερο κατά κεφαλήν εισόδημα των κατοίκων εντοπίζονται στις μεγαλύτερες τουριστικές ζώνες, που κατά κανόνα συμβάλλουν σημαντικά στην ενίσχυση της οικονομίας της χώρας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία τις έρευνας Urban Audit της Ισπανικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΙΝΕ), που μετρά εν γένει 39 παράγοντες για την ποιότητα ζωής σε πόλεις με πληθυσμό άνω των 20.000 κατοίκων, στις τελευταίες θέσεις του μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος βρίσκονται οι πόλεις Τορεβιέχα (Αλικάντε) και Μαρμπέγια (Μάλαγα), δύο από τις πιο τουριστικές ζώνες της χώρας.
Στην πρώτη, το μέσο εισόδημα είναι 7.276 ευρώ, σχεδόν 1.000 ευρώ κάτω από το εθνικό όριο της φτώχειας (8.208 ευρώ), ενώ στη δεύτερη το μέσο εισόδημα μόλις που περνά το εθνικό όριο της φτώχειας, με 8.236 ευρώ.
Παράλληλα, στην Τορεβιέχα, όπου τα στοιχεία δείχνουν επίσης υψηλό δείκτη ανεργίας 18%, την ώρα που οι τέσσερις στις πέντε θέσεις εργασίας είναι στον τουριστικό τομέα και μόλις το 3% των εργαζομένων απασχολείται στη βιομηχανία. Επιπλέον, ο μέσος όρος οικογενειακού εισοδήματος ανέρχεται σε 17.896 ευρώ, μόλις 659 ευρώ περισσότερα από τον εθνικό μέσο όρο, σε μία ζώνη με πυκνή τουριστική κίνηση.
Στη δε Μαρμπέγια, όπου το 85% των εργαζομένων απασχολούνται στην παροχή υπηρεσιών και τον τουρισμό (μόλις το 2,7% στη βιομηχανία), ο δείκτης ανεργίας ανέρχεται στο 17,15%. Το δε οικογενειακό εισόδημα ανέρχεται στα 22.727 ευρώ.
Σε καλύτερη κατάσταση δεν είναι και άλλες πόλεις σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, όπως το Πουέρτο ντε λα Κρουθ (Τενερίφη) με 8.528, το Μπενιδόρμ (8.700), η Γανδία (9.405), ή η Μάλαγα (9.553 ευρώ)
Συνολικά, οι επτά από τις 15 περιοχές με το κατώτατο μέσο επίπεδο εισοδήματος βρίσκονται σε ζώνες με υψηλή τουριστική επισκεψιμότητα.
Παράλληλα, από την έρευνα του ΙΝΕ προκύπτει ότι και μεταξύ των «λειτουργικών αστικών περιοχών» (όσων έχουν μεγάλη εργασιακή επιρροή στον περιφερειακό αστικό ιστό, αναγκάζοντας ακόμη και μετακινήσεις εργαζομένων προς το κέντρο), μεταξύ εκείνων που έχουν το μικρότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, είναι συνήθως ζώνες με υψηλούς τουριστικούς δείκτες, όπως η Ίσλα Κριστίνα, το Μπαρμπάτε, το Σανλούκαρ ντε Μπαραμέδα, το Μαθαρόν, η Αρόνα, το Κάλπε, η το Μίχας.
Όπως τονίζει στον ενημερωτικό ιστότοπο El Publico, ο υπεύθυνος του τομέα Υπηρεσιών του συνδικάτου των εργαζομένων στον Τουρισμό Γκονθάλο Φουέντες, τα στοιχεία αυτά «δεν εντυπωσιάζουν, καθώς από καιρό το καταγγέλλαμε πως ο τουρισμός είναι πολύ σημαντικός, όμως ο πλούτος διανέμεται σε πολύ λίγους».
«Ο τουρισμός δημιουργεί πολλές δουλειές, όμως είναι δουλειές χαμηλού επιπέδου, περιστασιακές, με χαμηλές αποδοχές και με πολλή παραοικονομία. Αυτό αποδίδει ελάχιστα στις οικογένειες και τις ζώνες που εκμεταλλεύεται», προσθέτει ο ίδιος.
Με έσοδα 137,019 δισ. ευρώ, το 2017 ο τουρισμός συνεισέφερε στο 11,7% του ΑΕΠ της Ισπανίας και συνεχίζει την ανοδική του πορεία. Φέτος δε, οι εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ταξιδίων και Τουρισμού (WTTC) προβλέπουν για την Ισπανία άνοδο κατά 40 δισ. ευρώ των εσόδων σε σχέση με το περυσινό έτος.
«Υπάρχει μία καλή πλευρά του τουρισμού, με τα έσοδα και τα κέρδη των επιχειρήσεων και μία κακή πλευρά του, με την περιστασιακή εργασία και την μικρή ωφέλεια σε τοπικό επίπεδο», υπογραμμίζει ο Φουέντες, ζητώντας «καλύτερη αναδιανομή του πλούτου που γεννά ο τουρισμός, που θα πρέπει να αντανακλά στις τοπικές οικονομίες».
Η αναδιανομή του πλούτου από τον τουρισμό, αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο σε έναν τομέα που χαρακτηρίζεται από την περιστασιακή εργασία, με ημέρες απασχόλησης λιγότερες από μία εργασιακή εβδομάδα, μισθούς κάτω των 1.000 ευρώ και πολλές παραβιάσεις των κανόνων εργασίας.
Η περιστασιακότητα τούτη στην απασχόληση, σε συνδυασμό με το πάγωμα επί 8 συνεχόμενα έτη του ύψους των αμοιβών στις κλαδικές συμβάσεις στον τουρισμό, προοιωνίζουν ένα θερμό φθινόπωρο, με πολλές απεργίες ήδη σε πολλές περιοχές, όπως η Μούρθια, ή η Βαλένθια.
Στα προβλήματα θα πρέπει να προστεθούν και οι δευτερογενείς συνέπειες του τουρισμού: «συχνά ο τουρισμός δημιουργεί φτώχεια μέσα από την άνοδο των τιμών των προϊόντων, όπως συμβαίνει με τα ενοίκια στις παράκτιες περιοχές, και άλλα προϊόντα και υπηρεσίες» για τον πολίτη, προσθέτει ο Φουέντες.
«Όλοι μας είμαστε υπέρ του τουρισμού, όμως όχι με το παρόν μοντέλο ανάπτυξής του. Θα πρέπει να βελτιώσουμε τις συνθήκες εργασίας στον τομέα και τους μισθούς, ειδεμή η βιομηχανία αυτή δεν θα είναι βιώσιμη», καταλήγει.