Ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ επιχειρεί να αποκαταστήσει τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρουσιάζοντας το Πεκίνο ως τον πιο αξιόπιστο εταίρο, την ώρα που ο Ντόναλντ Τραμπ αποξενώνει την Ευρώπη με δασμούς και πιέσεις για την άμυνα.
Αντιμέτωποι με ένα de facto εμπορικό εμπάργκο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Κινέζοι αξιωματούχοι και επιχειρηματίες στρέφονται σε νέες αγορές – με την Ευρώπη στο επίκεντρο. Στο πλαίσιο αυτό, ο Σι φέρεται διατεθειμένος να άρει τις κυρώσεις σε ορισμένους ευρωβουλευτές, σύμφωνα με Ευρωπαίο αξιωματούχο. Η κίνηση αυτή, αν και περισσότερο συμβολική, στέλνει μήνυμα καλής θέλησης.
«Ως δύο μεγάλες οικονομίες του κόσμου, η Κίνα και η Ευρώπη θα προστατεύσουν από κοινού το πολυμερές εμπορικό σύστημα», ανέφερε το κινεζικό ΥΠΕΞ, αποφεύγοντας ωστόσο να σχολιάσει απευθείας την άρση των κυρώσεων. Παρά τις ενστάσεις της Ευρώπης για τη στήριξη του Πεκίνου προς τον Βλαντίμιρ Πούτιν, οι Βρυξέλλες δείχνουν ανοικτές σε περιορισμένη συνεργασία με την Κίνα.
Στο τραπέζι βρίσκεται, μεταξύ άλλων, ένα εναλλακτικό σχήμα για τους δασμούς στα ηλεκτρικά οχήματα – με επιβολή ελάχιστων τιμών, αντί για τους βαρύτατους δασμούς έως 45,3% που είχαν επιβληθεί πέρυσι λόγω υπερπροσφοράς. Παράλληλα, καθυστερεί για τουλάχιστον τρεις μήνες η επιβολή αντίμετρων της Κίνας (όπως οι δασμοί στο γαλλικό κονιάκ), προσφέροντας περιθώριο αποκλιμάκωσης.
Κατά τη διάρκεια της Έκθεσης Αυτοκινήτου στη Σαγκάη, Κινέζοι και Ευρωπαίοι ηγέτες του κλάδου μίλησαν για επενδυτικά πλάνα στην ΕΕ, καθώς οι Κινέζοι εξαγωγείς αποχωρούν σταδιακά από την αμερικανική αγορά. Ορισμένοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι προέτρεψαν σε πιο πραγματιστική προσέγγιση για την επίλυση των διμερών διαφορών.
Όπως επισημαίνει ο Ράνα Μίτερ, καθηγητής στο Harvard Kennedy School, «η Κίνα επιδιώκει να αποσπάσει την Ευρώπη από τις ΗΠΑ, θέλοντας να τη μετατρέψει σε ασπίδα για τις παγκόσμιες φιλοδοξίες της. Όμως, παρά τη δυσφορία των Ευρωπαίων προς την Ουάσινγκτον, η ΕΕ δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τις ΗΠΑ ούτε να προσεγγίσει πλήρως την Κίνα, την οποία πολλοί θεωρούν αναξιόπιστο εταίρο».
Από την εποχή της πανδημίας, οι σχέσεις ΕΕ–Κίνας έχουν επιδεινωθεί. Οι Ευρωπαίοι έχουν ευθυγραμμιστεί σε μεγάλο βαθμό με τις ΗΠΑ για την πολιτική "απο-επικινδυνοποίησης" (de-risking) απέναντι στην Κίνα και για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από τις μαζικές κινεζικές εξαγωγές.
Ωστόσο, οι δασμοί του Τραμπ –που έφτασαν έως και το 20%, προτού μειωθούν στο 10% για μια δοκιμαστική περίοδο 90 ημερών– έχουν προκαλέσει κρίση στις διατλαντικές σχέσεις. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ απαιτεί, επίσης, από την ΕΕ να καλύψει εξ ολοκλήρου τη δική της άμυνα, ενώ παράλληλα πλησιάζει τον Πούτιν, υπονομεύοντας περαιτέρω τη συνεργασία με την Ευρώπη.
Μια πιθανή έκβαση της επικείμενης συνόδου κορυφής Κίνας–ΕΕ θα μπορούσε να είναι η αναβίωση της Συμφωνίας Επενδύσεων, που διαπραγματεύονταν για επτά χρόνια αλλά «πάγωσε» το 2021, όταν η Κίνα επέβαλε κυρώσεις σε δέκα Ευρωπαίους και τέσσερις φορείς ως αντίποινα για τις επικρίσεις σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Σιντζιάνγκ.
Η πρώην επίτροπος Εμπορίου της ΕΕ, Σεσίλια Μάλμστρομ, έγραψε πρόσφατα ότι αν η Κίνα άρει τις κυρώσεις, η ΕΕ θα μπορούσε να εξετάσει εκ νέου τη συμφωνία – εν μέρει για να ενισχύσει το εμπόριο και τη στρατηγική αυτονομία της.
Η συμφωνία είχε θεωρηθεί ως ένδειξη ότι η ΕΕ μπορεί να χαράξει ανεξάρτητη γραμμή από τις ΗΠΑ και ως μέσο για την Κίνα να συνεργαστεί με Δυτικές δυνάμεις λιγότερο συγκρουσιακά διατεθειμένες. Παρ’ όλα αυτά, οι συνθήκες έχουν πλέον αλλάξει τόσο ριζικά, που η πλήρης ενεργοποίησή της θεωρείται δύσκολη.
Η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ζήτησε πρόσφατα από τον πρωθυπουργό Λι Τσιανγκ να ξεκινήσει άμεσα ένας υψηλού επιπέδου διάλογος για την οικονομία, το εμπόριο, την πράσινη μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Η Κίνα ανταποκρίθηκε, δηλώνοντας έτοιμη να «εμβαθύνει την πρακτική συνεργασία» και να διατηρήσει τη σταθερότητα των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων.
Ωστόσο, η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ ενδέχεται να οδηγήσει σε διοχέτευση κινεζικών προϊόντων προς την Ευρώπη. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Eurizon, περίπου το 1/3 των εξαγωγών της Κίνας προς τις ΗΠΑ θα μπορούσε να μετατοπιστεί προς την ΕΕ – κάτι που θα οδηγούσε σε εκτόξευση του πλεονάσματος της Κίνας με την Ευρώπη στα 420 δισ. δολάρια.
Τον προβληματισμό της ΕΕ ενισχύει και η έκθεση του Ευρωπαϊκού Επιμελητηρίου στην Κίνα, η οποία καλεί το Πεκίνο να αναθεωρήσει τις βιομηχανικές πολιτικές του. «Η Κίνα πρέπει να επανεξετάσει σοβαρά τον τρόπο που συναναστρέφεται με τον υπόλοιπο κόσμο», δήλωσε ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου Γενς Εσκελούντ.
Παρά τις έντονες διαφορές, και οι δύο πλευρές έχουν ισχυρό συμφέρον να επιλύσουν τις εμπορικές τους εντάσεις – ιδιαίτερα στον τομέα των ηλεκτρικών οχημάτων. «Το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι εμφανίζονται πρόθυμοι να μεταβούν στο Πεκίνο για τη σύνοδο, δείχνει ότι πραγματικά επιθυμούν μια λύση», σχολίασε η Ιλάρια Ματσόκο του Center for Strategic and International Studies.