Η οικονομική ανισότητα στις ΗΠΑ κυμαίνεται στα υψηλότερα επίπεδα από οποιαδήποτε άλλη ανεπτυγμένη χώρα και σύμφωνα με τις συμβατικές μετρήσεις μπορεί να συγκριθεί με χώρες όπως η Γκάνα, η Νικαράγουα και το Τουρκμενιστάν.
Οι πλουσιότεροι -μεταξύ των οποίων βρίσκονται και παγκόσμιοι οικονομικοί τιτάνες που με τις λανθασμένες επιλογές τους οδήγησαν στη χρηματοπιστωτική κατάρρευση- γίνονται όλο και πλουσιότεροι. Και όχι λίγο πλουσιότεροι αλλά πολύ πλουσιότεροι. Μία τέτοια εξέλιξη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αναπάντεχη αλλά μάλλον μπορεί να θεωρηθεί ως η φυσιολογική συνέχεια μίας «τάσης» που κρατάει εδώ και σαράντα χρόνια, κατά την οποία τα υψηλά εισοδήματα αυξάνονται διαρκώς ενώ τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα παραμένουν στάσιμα. Το μερίδιο του συνολικού εισοδήματος του 1% του πληθυσμού που βρίσκεται στη κορυφή της οικονομικής πυραμίδας, έχει αυξηθεί από περίπου 8% το 1960 σε περισσότερο από 20% σήμερα.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως οι δυνάμεις της αγοράς έχουν τη βασική ευθύνη για αυτή τη τεράστια συγκέντρωση του πλούτου. Η τεχνολογική πρόοδος, ιδιαίτερα η επανάσταση στο τομέα της πληροφορίας, έχει μετασχηματίσει συνολικά την οικονομία, καθιστώντας τους εργαζόμενους πιο παραγωγικούς, δίνοντας βαρύτητα στη διανοητική, παρά τη χειρονακτική, εργασία. Παράλληλα, η άνοδος των διεθνών αγορών στο προσκήνιο - οι οποίες απέκτησαν βαρύτητα ταυτόχρονα με την άνοδο της πληροφορικής - έχουν εκθρονίσει τις ΗΠΑ από τις πρώτες θέσεις στο τομέα της βιομηχανίας και τις ανάγκασε να προσανατολιστεί προς το τομέα των υπηρεσιών.
Η οικονομία των υπηρεσιών, όμως, ανταμείβει τους εργαζόμενους που διαθέτουν υψηλή μόρφωση, προσφέροντας τους υψηλόμισθες εργασίες στους τομείς των χρηματοοικονομικών, της Υγείας και της πληροφορικής. Ωστόσο, σε μία τέτοια οικονομία, τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα περιορίζονται σε εργασίες στους τομείς των λιανικών πωλήσεων και τη ψυχαγωγία, όπου οι μισθοί είναι χαμηλοί, τα συνδικάτα αδύναμα και οι εργαζόμενοι αναλώσιμοι.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες τα μεσαία εισοδήματα έχουν -σε πραγματικούς όρους- τελματώσει, από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Οι οικονομικές επιπτώσεις αυτής της στασιμότητας εξομαλύνθηκαν εν μέρει από το γεγονός ότι τα περισσότερα αμερικανικά νοικοκυριά της περασμένης γενιάς στηρίχτηκαν στο εισόδημα δύο εργαζομένων μελών τους.
Επιπροσθέτως, οι Ηνωμένες Πολιτείες, αντιθέτως, προχώρησαν σε μια πολύ επικίνδυνη και αναποτελεσματική μορφή αναδιανομής, επιδοτώντας τον ενυπόθηκο δανεισμό των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα, της περασμένης γενιάς. Η τάση αυτή διευκολύνθηκε από την υψηλή ρευστότητα, προερχόμενη από την Κίνα και άλλες χώρες, και έδωσε σε πολλούς απλούς Αμερικανούς την ψευδαίσθηση ότι το βιοτικό τους επίπεδο ανέβαινε προοδευτικά στη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας. Από αυτήν την άποψη, το σκάσιμο της στεγαστικής φούσκας το 2008-2009, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια βίαιη επιστροφή στη φτώχεια.
Μπορεί οι Αμερικανοί να απολαμβάνουν σήμερα φθηνά κινητά τηλέφωνα, ρούχα σε λογικές τιμές και Facebook, αλλά ολοένα και περισσότερο δεν μπορούν να συντηρήσουν το σπίτι τους, να πληρώσουν την ασφάλεια για υγειονομική περίθαλψη ή ικανοποιητική σύνταξη, όταν θα πάψουν να εργάζονται.
Ένα πιο ανησυχητικό φαινόμενο, είναι ότι τα οφέλη από τα πιο πρόσφατα επιτεύγματα της τεχνολογικής καινοτομίας σωρεύθηκαν δυσανάλογα . Αυτό το φαινόμενο συνέβαλε με τη σειρά του στη μαζική αύξηση της ανισότητας στην προηγούμενη γενιά, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1974, το κορυφαίο 1% των οικογενειών μοιράστηκε το 9% του ΑΕΠ. Μέχρι το 2007, το μερίδιο αυτό αυξήθηκε στο 23,5%.
Οι εμπορικές και φορολογικές πολιτικές ενδεχομένως να επιτάχυναν αυτήν την τάση, αλλά ο πραγματικός θύτης εδώ είναι η τεχνολογία. Στις παλαιότερες φάσεις της εκβιομηχάνισης (στις εποχές της υφαντουργίας, του άνθρακα, του χάλυβα και των μηχανών εσωτερικής καύσης), τα οφέλη από τις τεχνολογικές αλλαγές σχεδόν πάντα διαχέονταν προς τα κάτω, στην υπόλοιπη κοινωνία, με τη μορφή της απασχόλησης. Πλέον, όλο και λιγότεροι επωφελούνται της ανάπτυξης καθιστώντας την ακραία ανισότητα ως το κυρίαρχο κοινωνικό χαρακτηριστικό της εποχής.