Σημαντική μείωση των ληξιπρόθεσμων κύριων συντάξεων και ληξιπρόθεσμων εφάπαξ, καταγράφεται τα τελευταία χρόνια σύμφωνα με την υπουργό Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου. Η τελευταία υποστήριξη ότι οι ληξιπρόθεσμες κύριες είναι κάτω από 39.000 και τα ληξιπρόθεσμα εφάπαξ κάτω από 26.000.
Μιλώντας στον Real FM, η κ.Αχτσιόγλου επισήμανε ότι, «όταν ανέλαβε η κυβέρνηση, στις αρχές του 2015, υπήρχαν περίπου 400.000 απλήρωτες συνταξιοδοτικές παροχές στα συρτάριά μας. Έχουμε καταβάλει περισσότερες από 720.000 παροχές αυτά τα χρόνια. Έχουμε μειώσει, δηλαδή, τον όγκο των εκκρεμών κύριων συντάξεων κατά περίπου 77%. Έχουμε κάνει μία τεράστια δουλειά, προκειμένου να εκκαθαρίσουμε αυτόν τον πολύ μεγάλο όγκο των απλήρωτων συντάξεων που μας παρέδωσε η προηγούμενη κυβέρνηση.
Αναφορικά με τους στόχους του υπουργείου Εργασίας για το επόμενο διάστημα, η κ. Αχτσιόγλου διευκρίνισε ότι ο βασικός είναι να μπορέσει να γίνει αισθητό στον κόσμο το γεγονός της εξόδου από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. «Δηλαδή, να μπορέσουν οι άνθρωποι να το δουν αυτό απτά, υλικά, στην καθημερινότητά τους» εξήγησε.
Η υπουργός Εργασίας τόνισε ότι πρώτη προτεραιότητα είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού τον Ιανουάριο του 2019, τον ίδιο μήνα κατά τον οποίο ξεκινούν να εφαρμόζονται οι νέες μειωμένες κατά 33% εισφορές για τους ελεύθερους επαγγελματίες και παράλληλα «να προχωρήσουμε σε μία σειρά από βελτιωτικές παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό- είτε αυτό αφορά διευκόλυνση της καθημερινότητας των πολιτών στην επαφή τους με τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) είτε αυτό αφορά την πλήρη εκκαθάριση των εκκρεμοτήτων στις συντάξεις» σημείωσε η υπουργός Εργασίας.
Για την επαναφορά των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ανέφερε ότι, μέχρι στιγμής, «έχουμε προχωρήσει στην επέκταση επτά κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, οι οποίες έχουν καταστεί γενικώς υποχρεωτικές». «Δηλαδή, οφείλουν να τις τηρούν όλες οι επιχειρήσεις του κλάδου. Αφορούν σημαντικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας και εργασίας, τον τουρισμό, τις τράπεζες, τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Σε όλες τις περιπτώσεις, η επέκταση είναι υπό τη συναινετική συμβολή και των εργοδοτριών επιχειρήσεων. Και είναι εύλογο αυτό, διότι είναι λογικό να θέλουν και οι επιχειρήσεις οι οποίες έχουν υπογράψει μία κλαδική συλλογική σύμβαση αυτή να καθίσταται γενικώς υποχρεωτική στον κλάδο, ώστε ο ανταγωνισμός που αναπτύσσεται μεταξύ τους να μην γίνεται στη βάση της συμπίεσης των μισθών και των υπόλοιπων όρων εργασίας, αλλά να γίνεται σε άλλους παράγοντες της δραστηριότητάς τους, δηλαδή στην ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος, στην παραγωγικότητά τους, κτλ. Και αυτό είναι το ευκταίο, να δημιουργηθεί, δηλαδή, μέσω των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, ένα πεδίο, ώστε οι επιχειρήσεις μεταξύ τους να μην ανταγωνίζονται στο ποια θα δώσει χαμηλότερο μισθό, αλλά, αντιθέτως, στο ποια θα είναι περισσότερο παραγωγική.
Έτσι, θα προχωρήσουμε και το επόμενο διάστημα. Βέβαια, πλέον το κράτος από την πλευρά του έκανε αυτό που έπρεπε, δηλαδή επανέφερε το θεσμικό πλαίσιο, τώρα εναπόκειται στα μέρη, στους εργαζόμενους και τους εργοδότες, να συνάπτουν μεταξύ τους συλλογικές συμβάσεις, να επανέλθει, δηλαδή, αυτός ο παράγοντας που είναι και ένας παράγοντας σταθερότητας και ειρήνης, όπως λέμε, στις εργασιακές σχέσεις» συμπλήρωσε.
Με πληροφορίες από το ΑΜΠΕ