Ανοιχτή πληγή ήταν επί δεκαετίες η φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα, πάνω στη οποία "άνθισε" ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά - και ενδεχομένως πολιτικά - σκάνδαλα της μεταπολεμικής ιστορίας της χώρας. Ολοι γνώριζαν και με τον τρόπο του ο καθένας συντηρούσε τη μεγάλη οικονομική αιμορραγία: Ροπή στην πολυφαρμακία, ανεξέλεγκτη συνταγογράφηση από «πρόθυμους» γιατρούς, δεκάδες νέα ακριβά φάρμακα, υπερτιμολογήσεις και παράνομες πρακτικές προώθησης από εταιρείες, εμπλοκή δημόσιων λειτουργών και πολιτικών, είναι οι βασικές πτυχές του "σκανδάλου διαρκείας", στο οποίο η υπόθεση Novartis είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου.
Τα στοιχεία για τη φαρμακευτική δαπάνη στη χώρα μας τη δεκαετία 2000 - 2009 και τα συγκριτικά με άλλες χώρες αποτυπώνονται σε ειδική μελέτη-ανάλυση που φέρνει στο φως η εφημερίδα "Αυγή", περιγράφοντας το πάρτι στον χώρο της υγείας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η συνολική φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα σχεδόν πενταπλασιάστηκε (+385%) από το 2000 έως το 2009, αυξανόμενη με μέσο ετήσιο ρυθμό 20%, όταν το αντίστοιχο ετήσιο ποσοστό αύξησης στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν μόλις 3,5%.
Η καταλήστευση των ασφαλιστικών ταμείων γινόταν με βασικά εργαλεία την ασύδοτη συνταγογράφηση, την πολυφαρμακία και τις υπερτιμολογήσεις. Οι γιατροί, συμβεβλημένοι με το δημόσιο σύστημα, συνταγογραφούσαν τρεις φορές περισσότερο από τον μέσο όρο στις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ !
Τα ασφαλιστικά ταμεία επωμίσθηκαν σχεδόν το σύνολο αυτών των κολοσσιαίων δαπανών υγείας, καθώς σ'αυτό το διάστημα η συμμετοχή των ιδιωτών ήταν μόλις 2,3%!
Μετά το 2010 η δημόσια δαπάνη φαίνεται να μειώνεται σταδιακά. Οχι όμως λόγω μείωσης των τιμών των φαρμάκων ή της κατανάλωσης: Η κρατική δαπάνη περιορίζεται, επειδή μετακυλίεται στους ασφαλισμένους, που πληρώνουν μεγαλύτερη συμμετοχή.
Τα συγκλονιστικά στοιχεία που επιβεβαιώνει η έρευνα για την επίμαχη περίοδο έχουν αναλυτικά ως εξής:
1. Στη 10ετία 2000-2009 η ετήσια φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα σχεδόν πενταπλασιάσθηκε! Αυξήθηκε κατά 385%, με μέσo ετήσιο ρυθμό 19,6%, ενώ ο αντίστοιχος στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν μόλις 3,5%.
2. Μόλις το 15% των φαρμάκων που καταναλώθηκαν παρήχθησαν στην Ελλάδα. Επισημαίνεται συγκριτικά ότι σε χώρες με περίπου ίδιο πληθυσμό η εγχώρια παραγωγή καλύπτει πολύ μεγάλο ποσοστό της κατανάλωσης ( ς 56% στην Πορτογαλία και 70% στην Αυστρία).
3. Εξαιτίας του μεγάλου αριθμού συμβάσεων των γιατρών με τα ασφαλιστικά ταμεία, στην Ελλάδα καταγράφονται συνταγές τρεις φορές περισσότερες σε σχέση με τις χώρες του ΟΟΣΑ.
4. Στην Ελλάδα ο κλάδος υπηρεσιών υγείας είναι από τους πλέον ιδιωτικοποιημένους στον προηγμένο κόσμο, στα επίπεδα των ΗΠΑ και της Ελβετίας. Επισημαίνεται ότι στις ΗΠΑ οι ιδιωτικές δαπάνες ανέρχονται σε 54,4% των συνολικών δαπανών υγείας, αλλά το 37% περίπου καταβάλλεται από τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι 2,3% - τα υπόλοιπα τα πληρώνουν οι καταναλωτές.
5. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν τις συνολικές δαπάνες για την υγεία το 2009 στην Ελλάδα να αποτελούν το 9,6% του ΑΕΠ, ελάχιστα πάνω από το ποσοστό των χωρών του ΟΟΣΑ (9,5%). Τα υψηλότερα ποσοστά κατεγράφησαν στις ΗΠΑ (17,4% του ΑΕΠ) και ακολουθούν οι Κάτω Χώρες (12%), η Γαλλία (11,8%) και η Γερμανία (11,5%). Η Ελλάδα ταξινομείται κάτω του μετρίου των χωρών του ΟΟΣΑ όσον αφορά τις κατά κεφαλήν δαπάνες υγείας.
6. Από το 2000 έως το 2009 η κατά κεφαλήν ετήσια δαπάνη υγείας αυξανόταν στην Ελλάδα κατά 6,9%. Στις χώρες του ΟΟΣΑ το ποσοστό αυτό δεν έχει ξεπεράσει το 4% κατά μέσον όρο. Η κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας σχετίζεται άμεσα με το ύψος των δαπανών υγείας, ενώ από κάποιο σημείο και έπειτα οι δαπάνες υγείας παύουν να σχετίζονται θετικά με το επίπεδο υγείας του πληθυσμού.
7. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το 2007 οι χώρες του ΟΟΣΑ διέθεσαν για την υγεία, δημόσια και ιδιωτική δαπάνη, κατά μέσο όρο 8,9% ως ποσοστό του ΑΕΠ τους. Το υψηλότερο ποσοστό δαπάνης κατεγράφη στις ΗΠΑ, 16%, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας είναι η ιδιωτική δαπάνη. Τα χαμηλότερα ποσοστά κατεγράφησαν κάτω του 6%, με τελευταίες στη λίστα το Μεξικό και την Τουρκία. Η Ελλάδα επίσης βρίσκεται στις χαμηλές θέσεις της λίστας. Η χώρα με την υψηλότερη δημόσια δαπάνη και τη χαμηλότερη ιδιωτική είναι η ∆ανία, με ποσοστό 8,7% δημόσια δαπάνη και 1,5% ιδιωτική δαπάνη.

Το πλιάτσικο και ο ρόλος των γιατρών
Ενδιαφέροντα και τα στοιχεία που παρουσιάζει στην ίδια εφημερίδα ο Σάββας Γ. Ρομπόλης, ομ. καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου ο οποίος μεταξύ άλλων επισημαίνει ότι η ιδιαιτερότητα της ζήτησης των φαρμάκων, με την έννοια ότι αυτή ουσιαστικά συντελείται από τον γιατρό και όχι από τον ασθενή, αποτελεί τη βάση της κατευθυνόμενης συνταγογράφησης και της ανάπτυξης αθέμιτων σχέσεων μεταξύ των παραγωγών φαρμάκων από την μία πλευρά και των ιατρών, των κρατικών και πολιτικών αξιωματούχων κ.ά. από την άλλη.
Όλοι αυτοί -τονίζει- εμπλέκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην προμήθεια, τον τρόπο τιμολόγησης, τη διαχείριση και τη διάθεση των φαρμάκων στους ασθενείς και γενικότερα στους πολίτες.
Ο κ. Ρομπόλης κάνει λόγο για ανεξέλεγκτη αύξηση -από 1,2 δισ. ευρώ το 2000 σε 5,1 δισ. ευρώ το 2009- της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, ενώ σημειώνει ότι ευρωπαϊκές χώρες αντίστοιχου με την Ελλάδα πληθυσμού δαπάνησαν (2009) το 50% της αντίστοιχης με την Ελλάδα δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης.
Εξάλλου προσθέτει ότι τη δεκαετία του 2000 στην Ελλάδα, που η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη αντιστοιχούσε στο επίπεδο του 68% της συνολικής (δημόσιας και ιδιωτικής) φαρμακευτικής δαπάνης, η ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη των νοικοκυριών αντιστοιχούσε στο επίπεδο του 32% της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης.
Αντίθετα, τη δεκαετία του 2010 στην Ελλάδα, η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη καλύπτει 52% της συνολικής και των νοικοκυριών το υπόλοιπο 48%.
Με άλλα λόγια, κατά τις δύο αυτές δεκαετίες, η συνολική φαρμακευτική δαπάνη μειώθηκε κατά 35%, η ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 44% και η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη μειώθηκε κατά 56%, αφού όμως προηγουμένως είχε αυξηθεί κατά 263%!
Αγγίζοντας το καυτό θέμα των ασφαλιστικών ταμείων ο καθηγητής αναφέρεται στο ΙΚΑ ως χαρακτηριστική περίπτωση καθώς -όπως λέει- κατά την περίοδο 2000-2009 η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 400% και πλέον (από 583 εκατ. ευρώ το 2000 έφθασε το επίπεδο των 2,4 δισ. ευρώ το 2009) καθώς και ο ΟΓΑ, όπου κατά την ίδια περίοδο η αύξηση της αντίστοιχης φαρμακευτικής δαπάνης αυξήθηκε κατά 450% (από 279 εκατ. ευρώ το 2000 σε 1,2 δισ. ευρώ το 2009).
Το αποτέλεσμα αυτής της αντιθετικής σχέσης, μεταξύ της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης και της ιδιωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, είναι ότι ο όγκος των πωλήσεων φαρμάκων και η κερδοφορία των παραγωγών φαρμάκων έχουν παραμείνει σε υψηλό επίπεδο, σε βάρος (δημοσίου συμφέροντος) του εισοδήματος και του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού.
Παράλληλα, ο μέσος όρος (2014) στην Ευρωπαϊκή Ένωση της κατά κεφαλήν δημόσιας και ιδιωτικής φαρμακευτικής δαπάνης ανέρχεται στο επίπεδο των 416 ευρώ (285 ευρώ δημόσια και 131 ευρώ ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη) και στην Ελλάδα ανέρχεται στο επίπεδο των 349 ευρώ (183 ευρώ δημόσια και 166 ευρώ ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη), ενώ σε χώρες (π.χ. Βέλγιο) με τον αντίστοιχο με την Ελλάδα πληθυσμό και επίπεδο συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης η κατά κεφαλήν φαρμακευτική δαπάνη ανέρχεται στο επίπεδο των 513 ευρώ (348 ευρώ δημόσια και 165 ευρώ ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη).

Πηγή: Αυγή