Αστυνομικοί της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής εξάρθρωσαν εγκληματική οργάνωση, τα μέλη της οποίας δραστηριοποιούνταν στην πλαστογραφία εγγράφων και την παράνομη διακίνηση μεταναστών. Στο πλαίσιο της αστυνομικής επιχείρησης συνελήφθησαν τρία άτομα-μέλη της οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και ο αρχηγός της.
Οι συλληφθέντες κατηγορούνται για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, πλαστογραφία και κατοχή διαβατηρίων και ταξιδιωτικών εγγράφων τρίτων προσώπων, κατ’ εξακολούθηση.
Οι αρχές κατέσχεσαν, μεταξύ άλλων, 4.104 δελτία ταυτότητας, 1.302 άδειες διαμονής, 526 άδειες ικανότητας οδήγησης, 47 Ειδικές Προξενικές Θεωρήσεις Εισόδου (VISAS), φορητός ηλεκτρονικός υπολογιστής, πολυμηχάνημα τεχνολογίας inkjet, δύο εκτυπωτές inkjet και εκτυπωτής led. Το προσδοκώμενο οικονομικό όφελος της οργάνωσης, κατά το χρόνο δράσης της, υπερβαίνει τα 3.000.000 ευρώ.
Πώς δρούσαν
Σύμφωνα με την αστυνομία, οι κατηγορούμενοι, τουλάχιστον από τον Φεβρουάριο του 2024 είχαν συστήσει εγκληματική οργάνωση, με σκοπό την κατ’ επάγγελμα και από κερδοσκοπία πλαστογραφία ταξιδιωτικών εγγράφων και ειδικά εγγράφων, τα οποία έχουν τη μορφή πλαστικής κάρτας που προοριζόταν για την παράνομη προώθηση μεταναστών προς ευρωπαϊκές χώρες.
Από τη δράση τους αποκόμιζαν υπέρογκα χρηματικά ποσά, ενώ διέθεταν πλήρες υπερσύγχρονο εργαστήριο κατάρτισης πλαστών εγγράφων, καθώς και τεράστιο απόθεμα πλαστών, που αντιστοιχούσαν σε έγγραφα σχεδόν όλων των ευρωπαϊκών χωρών, ώστε να καλύψουν οποιαδήποτε ανάγκη.
Τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης είχαν διακριτούς μεταξύ τους ρόλους και συγκεκριμένο τρόπο δράσης. Το ηγετικό στέλεχος είχε συντονιστικό ρόλο, ενώ διαχειριζόταν και οργάνωνε τις παραγγελίες που λάμβανε το κύκλωμα, συνάπτοντας συμφωνίες με υποψήφιους «πελάτες» ενώ διευθετούσε και τις οικονομικές συναλλαγές, ορίζοντας τις τιμές πώλησης των εγγράφων. Ταξίδευε συχνά σε γειτονική χώρα και προμηθευόταν κάρτες που έφεραν τα στοιχεία ασφαλείας και σήματα γνησίων σε μεγάλες ποσότητες, πετυχαίνοντας την αγορά τους σε χαμηλές τιμές.
Κατόπιν, τις μετέφερε στην Ελλάδα, προκειμένου να καταρτιστούν τα ανά παραγγελία πλαστά έγγραφα και να διατεθούν σε συνεργαζόμενα δίκτυα παράνομης διακίνησης μεταναστών. Για την απόκρυψη της δράσης του, είχε αναθέσει την κατάρτιση των πλαστών εγγράφων σε έτερο μέλος – πλαστογράφο, στην οικία του οποίου είχε εγκατασταθεί και το εργαστήριο.
Ο πλαστογράφος αναλάμβανε την κατάρτιση των εγγράφων, χειριζόταν τον εξοπλισμό του εργαστηρίου, τυπώνοντας με τη χρήση εξειδικευμένου εξοπλισμού φωτογραφίες και στοιχεία υποτιθέμενου κατόχου των εγγράφων, σύμφωνα με τις οδηγίες του ηγετικού μέλους.
Τα πλαστά έγγραφα παραδίδονταν στο τρίτο μέλος της οργάνωσης, το οποίο αναλάμβανε την παράδοση των εγγράφων στους υποψήφιους «πελάτες». Ως πελάτες φέρονταν επαγγελματίες διακινητές, οι οποίοι πραγματοποιούσαν συμφωνίες για την παράδοση σημαντικού αριθμού εγγράφων ανά παραγγελία. Κατά τον τρόπο αυτό το κύκλωμα απέφευγε την παράδοση πλαστών εγγράφων σε μεμονωμένους μετανάστες, διατηρώντας σταθερές συνεργασίες κυρίως με δίκτυα διακίνησης μεταναστών.
Το κύκλωμα φέρεται ότι, για κάθε Δελτίο Ταυτότητας αποκόμιζε έως 600 ευρώ, για κάθε Αδεια Διαμονής έως 400 ευρώ και για κάθε Ειδική Προξενική Θεώρηση Εισόδου (VISA) έως 600 ευρώ, ανάλογα με τη ποσότητα και τη χώρα «προέλευσης» των εγγράφων.
Η επιχείρηση υλοποιήθηκε στα πλαίσια εκπόνησης του Εθνικού Σχεδίου Επιχειρήσεων (Ε.Σ.Ε.) και της δράσης EMPACT 2.2 EASTMED του κύκλου πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης που ηγείται η χώρα μας. Υπήρξε στενή συνεργασία με το European Migrant Smuggling Center (E.M.S.C.) της EUROPOL.