Πρακτικές τύπου... Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει φαίνεται ότι ακολουθούν funds που έχουν αγοράσει δάνεια και οι servicers που τα διαχειρίζονται για λογαριασμό τους, καθώς δεν διστάζουν να κατεβαίνουν σε πλειστηριασμούς χέρι - χέρι για να μεταφέρουν ακίνητα από τη μια... τσέπη στην άλλη.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση που απασχόλησε πρόσφατα το Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου, όπου η εταιρεία διαχείρισης Intrum επέσπευσε πλειστηριασμό ακριβού ακινήτου στη Μύκονο, εκπροσωπώντας το fund Sunrise 1, ενώ υπερθεματίστρια στον πλειστηριασμό αναδείχθηκε εταιρεία που συνδέεται με τη Sunrise.
Η απόφαση του ΜΠρΣύρου με αριθμό 157/2025 ακύρωσε τελικά τον πλειστηριασμό, με ένα ιδιαίτερα βαρύ σκεπτικό για την Intrum και τη Sunrise: Δέχθηκε ότι υπήρξε καταχρηστική άσκηση δικαιώματος και συμπαιγνία μεταξύ της εταιρείας που επέσπευσε την εκτέλεση και της εταιρείας που αναδείχθηκε υπερθεματίστρια.
Ο ανακόπτων ήταν ο οφειλέτης, ιδιοκτήτης του ακινήτου που τέθηκε σε πλειστηριασμό. Αντίδικοι ήταν δύο εταιρείες: Η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», η οποία ενήργησε ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων μιας άλλης εταιρείας (SUNRISE I NPL FINANCE). Η Intrum ήταν η επισπεύδουσα του πλειστηριασμού.
Η δεύτερη καθ’ ης ήταν η εταιρεία «SUNRISE 1 ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», η οποία ήταν η υπερθεματίστρια, δηλαδή η εταιρεία που πλειοδότησε και αγόρασε το ακίνητο.
Το αντικείμενο της υπόθεσης ήταν ένας ηλεκτρονικός πλειστηριασμός που διενεργήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2024 για ένα ακίνητο 4.080 τ.μ. στη Μύκονο. Ο πλειστηριασμός επισπεύσθηκε από την Intrum για την εξόφληση οφειλής του ανακόπτοντος, και κατέληξε στην κατακύρωση του ακινήτου στην εταιρεία Sunrise 1 έναντι του ποσού των 2.210.001 ευρώ.
Ο οφειλέτης επικαλέστηκε καταχρηστική άσκηση δικαιώματος εκ μέρους των δύο εταιρειών και προέβαλε πολλούς ισχυρισμούς, όμως αυτό που «μέτρησε» για το δικαστήριο ήταν αυτός που αφορούσε τη συμπαιγνία και την ταύτιση των εταιρειών Intrum και Sunrise 1.
Τι αποφάσισε το δικαστήριο
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου εξέτασε τα στοιχεία που προσκόμισε ο ανακόπτων και έκρινε ότι ο ισχυρισμός περί συμπαιγνίας ήταν νόμιμος και βάσιμος. Η απόφαση βασίστηκε στα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία:
Ταύτιση προσώπων: Το πρόσωπο που πλειοδότησε στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό εκ μέρους της υπερθεματίστριας (Sunrise 1) ήταν ο Γενικός Διευθυντής της INTRUM HELLAS REO Solutions. Αυτό αποδείχθηκε μέσω εκτύπωσης από το επαγγελματικό προφίλ του εν λόγω προσώπου στην ηλεκτρονική πλατφόρμα Linkedin.
Ταύτιση στη λήψη εγγράφων: Το ίδιο πρόσωπο ήταν εξουσιοδοτημένο για την παραλαβή νομικών εγγράφων τόσο για την Intrum όσο και για την Sunrise 1, κάτι που αποδεικνύει τη στενή οργανωτική και λειτουργική σύνδεση των δύο εταιρειών.
Σύνδεση στις επωνυμίες: Το δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι υπήρχε σύνδεση και στην επωνυμία της υπερθεματίστριας («Sunrise 1») με την επωνυμία της εταιρείας δικαιούχου των απαιτήσεων («SUNRISE I NPL FINANCE»).
Με βάση αυτά τα δεδομένα, το δικαστήριο έκρινε ότι η συμπεριφορά των καθ’ ων ήταν καταχρηστική, καθώς «αντίκειται στα χρηστά και στα συναλλακτικά ήθη». Η συγκεκριμένη ταύτιση προσώπων και συμφερόντων μεταξύ της εταιρείας που διενεργεί τον πλειστηριασμό και της εταιρείας που τον κερδίζει, αποτελεί μία πρακτική που παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης και του υγιούς ανταγωνισμού.
Το Δικαστήριο έκανε δεκτή την ανακοπή του οφειλέτη, ακύρωσε την έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού και την περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης και καταδίκασε τις καθ’ ων στη δικαστική δαπάνη του ανακόπτοντος.
Η απόφαση αυτή έχει εξαιρετική σημασία για το ελληνικό νομικό πλαίσιο των πλειστηριασμών, σημειώνουν νομικοί. Θέτει ένα σαφές προηγούμενο ότι οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων δεν μπορούν να λειτουργούν με αδιαφανείς μεθόδους, χρησιμοποιώντας εταιρείες-«οχήματα» που συνδέονται μαζί τους για να αποκτήσουν τα ακίνητα των οφειλετών.
Πρόκειται για μία απόφαση που προστατεύει τον οφειλέτη από δόλιες μεθοδεύσεις και ενισχύει την αρχή της διαφάνειας και της καλής πίστης στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Υπογραμμίζει ότι η δικαιοσύνη μπορεί να παρέμβει και να ακυρώσει πράξεις εκτέλεσης όχι μόνο για τυπικούς λόγους, αλλά και όταν διαπιστώνει μία ουσιαστική παραβίαση της νομιμότητας που αφορά την ίδια τη φύση της συναλλαγής.