Παρά τις συνεχιζόμενες επενδύσεις σε πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τη διατήρηση των δημόσιων δεσμεύσεών τους για μείωση των εκπομπών, το κλίμα δεν αποτελεί την κορυφαία προτεραιότητα για ESG επενδύσεις για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα.
Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από τη δεύτερη έκδοση της έρευνας, EY Sustainable Value Study Ελλάδα 2024, η οποία εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν το ζήτημα της βιώσιμης ανάπτυξης οι επιχειρήσεις στη χώρα, τους στόχους και τον βαθμό προόδου στην επίτευξή τους, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν, καθώς και τους παράγοντες που υποστηρίζουν ή επιβραδύνουν τις πρωτοβουλίες τους.
Η έρευνα διεξήχθη από την Oxford Economics για λογαριασμό της EY Ελλάδος το 2024, και κατέγραψε τις απόψεις 75 στελεχών μεγάλων επιχειρήσεων στην Ελλάδα με αρμοδιότητες σε θέματα βιώσιμης ανάπτυξης, περιλαμβανομένων Προέδρων και CEOs από εισηγμένες και μη επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας.
Με την κλιματική κρίση να εντείνεται, η μεγάλη πλειοψηφία των ερωτώμενων δήλωσαν ότι οι επιχειρήσεις τους έχουν δεσμευτεί να μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα κατά ένα συγκεκριμένο ποσό (88%) ή να πετύχουν ουδέτερες εκπομπές (84%). Παράλληλα, το 72% ανέφεραν ότι οι οργανισμοί τους έχουν δεσμευτεί για αρνητικές εκπομπές και 49% για μηδενικές καθαρές εκπομπές (netzero).
Παρά το αβέβαιο διεθνές οικονομικό περιβάλλον και τις πιέσεις, ωστόσο, η μεγάλη πλειοψηφία των ερωτώμενων ανέφεραν ότι ο οργανισμός τους δεν έχει αλλάξει τον στόχο μείωσης των εκπομπών που έχει δεσμευτεί να επιτύχει (90%) ή το έτος επίτευξης των στόχων του για την κλιματική αλλαγή (84%). Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι πως οι δαπάνες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αναμένεται να παραμείνουν περίπου οι ίδιες, ή να αυξηθούν σημαντικά ή σχετικά περισσότερο σε σύγκριση με πέρσι (σύνολο απαντήσεων 91%).
Συγχρόνως, τα στελέχη παραμένουν αισιόδοξα για την επίτευξη των στόχων για το κλίμα: το 56% θεωρούν ότι οι παγκόσμιες εκπομπές θα μειωθούν τουλάχιστον κατά 45% μέχρι το 2030 (έτος βάσης 2010), ενώ σχεδόν δύο στους τρεις πιστεύουν ότι ο οργανισμός τους είναι αρκετά φιλόδοξος, ώστε να έχει ουσιαστική επίδραση στην κλιματική αλλαγή (65%), και πως θα πετύχει τη δημόσια δέσμευσή του για την κλιματική αλλαγή, εντός του καθορισμένου χρονοδιαγράμματος (64%). Οι επιχειρήσεις αναγνωρίζουν, επίσης, την τεχνητή νοημοσύνη (AI) ως κρίσιμο παράγοντα για τη βελτιστοποίηση των εφοδιαστικών αλυσίδων και τη μείωση των εκπομπών άνθρακα (60%).
Παρά τις αισιόδοξες τοποθετήσεις των στελεχών επιχειρήσεων του ελληνικού δείγματος, η αντίστοιχη - τελευταία διαθέσιμη - παγκόσμια έρευνα, EYSustainableValueStudy 2023, παρατηρούσε μία αναδίπλωση στην πρόοδο των επιχειρήσεων στην κλιματική δράση. Χαρακτηριστικά, το μέσο έτος-στόχος των οργανισμών των συμμετεχόντων είχε μετατεθεί από το 2036 στο 2050, ενώ το ποσοστό όσων σκόπευαν να επενδύσουν περισσότερα σε δράσεις για το κλίμα είχε μειωθεί από 63% το 2022, σε 41%.
Οι επιχειρήσεις της έρευνας στην Ελλάδα, ωστόσο, διαφοροποιούνται σημαντικά από το παγκόσμιο δείγμα, και στις προτεραιότητες επενδύσεων ESG κατά τους επόμενους 12 μήνες. Χαρακτηριστικά, η κλιματική αλλαγή (37%) βρίσκεται στην τρίτη θέση για την Ελλάδα, τη στιγμή που αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα παγκοσμίως.Βασική προτεραιότητα των επιχειρήσεων στη χώρα μας, αντ' αυτού, αναδεικνύεται ο κοινωνικός αντίκτυπος, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα πρότυπα εργασίας (45%, έναντι 29% παγκοσμίως), με τον εντοπισμό και τη διαχείριση κινδύνων της εφοδιαστικής αλυσίδας (40%) να ακολουθεί.
Η πλειοψηφία των ερωτώμενων εκτιμούν ότι η αξία που αποκόμισαν οι επιχειρήσεις τους από τις πρωτοβουλίες τους για το κλίμα, ξεπέρασε τις αρχικές τους προσδοκίες. Έτσι, 61% δήλωσαν ότι δημιουργήθηκε μεγαλύτερη αξία από την αναμενόμενη για τους πελάτες, και 56% για την κοινωνία. Αντίστοιχα, 49% εκτιμούν ότι δημιουργήθηκε μεγαλύτερη χρηματοοικονομική αξία και για τις ίδιες τις επιχειρήσεις.
Ως βασικοί επιταχυντές των δράσεων βιώσιμης ανάπτυξης αναφέρθηκαν οι επενδυτές (64%) και οι πελάτες (45%) και, σε μικρότερο βαθμό, οι ΜΚΟ και άλλες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών (41%), καθώς και οι εργαζόμενοι (39%). Ωστόσο, 23% των ερωτώμενων ανέφεραν ότι οι πελάτες αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα σε τέτοιες πρωτοβουλίες.
Με βάση τα ευρήματα της έρευνας και την εμπειρία των ομάδων Υπηρεσιών Βιώσιμης Ανάπτυξης της ΕΥ, η έρευνα καταλήγει σε μία σειρά προτάσεων για τη βελτίωση των επιδόσεων των επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Οι προτάσεις αυτές βασίζονται στην προσέγγιση "value-ledsustainability" - δηλαδή της βιώσιμης ανάπτυξης που προκύπτει από πολιτικές που χαράσσονται με γνώμονα τη δημιουργία ευρύτερης αξίας για τον πλανήτη, την κοινωνία, τους εργαζόμενους, και τους πελάτες - και κινούνται σε τρεις κατευθύνσεις: Ενίσχυση του ρόλου του ChiefSustainabilityOfficer (CSO), Αξιοποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου και των εκθέσεων βιώσιμης ανάπτυξης και Εστίαση στις εκπομπές Scope 3.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο Γιώργος Παπαδημητρίου, διευθύνων σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, δήλωσε: «Στο σημερινό παγκόσμιο περιβάλλον οικονομικής και γεωπολιτικής αβεβαιότητας, είναι εύλογο πολλές επιχειρήσεις να δίνουν προτεραιότητα στην αντιμετώπιση των πιεστικών βραχυπρόθεσμων προκλήσεων. Η κλιματική αλλαγή, ωστόσο, αποτελεί και αυτή μία άμεση απειλή, που απαιτεί έντονη κινητοποίηση από όλους μας και ιδιαίτερα από τις επιχειρήσεις. Είναι πραγματικά ενθαρρυντικό ότι οι επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνά μας, επιβεβαιώνουν ότι επενδύοντας συστηματικά σε πρωτοβουλίες για τη βιώσιμη ανάπτυξη, δημιουργούν αξία που ξεπερνά τις προσδοκίες τους, όχι μόνο για την κοινωνία, τον πλανήτη και τους πελάτες, αλλά και χρηματοοικονομική αξία για τις ίδιες».