Με ανοιχτά πολλά μέτωπα στην οικονομία, στις διεθνείς σχέσεις, σε γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς και σε πεδία πραγματικών πολέμων, οι αγορές κλείνουν μία ακόμη χρονιά κερδών και υψηλών αποδόσεων. Το μέλλον φαίνεται εξαιρετικά αβέβαιο, αλλά οι επενδυτές ελπίζουν στο καλύτερο – αλλιώς δεν θα είχαν λόγο να επενδύσουν.
Συγκρατημένη αισιοδοξία επικρατεί στο ελληνικό χρηματιστήριο, που συμπληρώνει τέσσερα χρόνια ανόδου και μπορεί να ελπίζει ότι θα συνεχίσει στην πενταετία. Οι αποδόσεις του δεν είναι τόσο υψηλές όσο τα προηγούμενα χρόνια – είναι μάλιστα χαμηλότερες από τις αντίστοιχες των μεγάλων ευρωπαϊκών αγορών και της Wall Street.
Ομως κι αυτό το στοιχείο λειτουργεί τελικά θετικά, καθώς ενισχύει την εκτίμηση ότι το ΧΑ έχει μεγαλύτερα περιθώρια ανόδου.
Οι αποδόσεις
Ενώ απομένουν τρεις συνεδριάσεις για να κλείσει η χρονιά, ο Γενικός Δείκτης του ΧΑ καταγράφει κέρδη 12,1 % από την αρχή του έτους. Ανοδο 12,8% σημειώνει ο FTASE25 των εταιρειών υψηλής κεφαλαιοποίησης. Για δεύτερη συνεχή χρονιά υπεραποδίδουν οι τραπεζικές μετοχές και ο κλαδικός τους δείκτης σημειώνει άνοδο 20,1%.
Συγκριτικά επισημαίνεται ότι στο ίδιο διάστημα ο γερμανικός DAX κερδίζει 18,9% και βρίσκεται κοντά στο ιστορικό υψηλό του, ο FT-100 του Λονδίνου ενισχύεται κατά 4,8%, ενώ στο Παρίσι ο CAC-40 υποχωρεί κατά 3,6%, λόγω της παρατεταμένης πολιτικής αβεβαιότητας στη Γαλλία.
Σε ιστορικά υψηλά κινούνται και οι δείκτες της Wall Street, έχοντας σημειώσει αλλεπάλληλα ρεκόρ στη διάρκεια του έτους – και πρόσφατα. Ο Dow Jones βρίσκεται στο +13,84%, o S&P-500 κερδίζει 25,25%, ενώ ο Nasdaq καταγράφει +31,67%.
Οι παράγοντες που συνηγορούν
Από τη σύγκριση των αποδόσεων σε μεσομακροχρόνια βάση φαίνεται ότι η ελληνική αγορά βρίσκεται αρκετά βήματα πίσω και ότι “έχει ακόμη δρόμο να τρέξει”. Οι προϋποθέσεις υπάρχουν:
- Η ελληνική οικονομία έχει επανέλθει από τα ¨Τάρταρα” της κρίσης και επιτυγχάνει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης – τους υψηλότερους στην Ευρωζώνη. Φέτος “έτρεξε” με +2,3% και την επόμενη χρονιά προβλέπεται ότι θα επιτύχει +2,5%
- Οι δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας αποκαθιστούν την εμπιστοσύνη της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας, που βλέπει την Ελλάδα να επιτυγχάνει εντυπωσιακά πρωτογενή πλεονάσματα, να μειώνει το χρέος της, αποπληρώνοντας πρόωρα τα παλιά υψηλότοκα δάνεια και να δανείζεται με χαμηλότερα επιτόκια από τη Γαλλία (θεωρητικά, με βάση τις αποδόσεις των 10ετών ομολόγων των δύο χωρών)
- Το πολιτικό ρίσκο έχει σχεδόν μηδενιστεί, καθώς η πρωτοκαθεδρία του κυβερνώντος κόμματος δεν αμφισβητείται, ενώ η κυβέρνηση εμφανίζεται απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού, σε πολιτικό, δημοσκοπικό και κοινοβουλευτικό επίπεδα. Είναι ένα σημαντικό πλεονέκτημα, που αξιολογείται δεόντως από τους επενδυτές, την ώρα που σε χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία υπάρχει πολιτική αστάθεια και αβεβαιότητα.
- Οι εισηγμένες εταιρείες αυξάνουν την κερδοφορία τους και διανέμουν περισσότερα στους μετόχους τους. Από τα κέρδη της λήγουσας χρήσης προβλέπεται να δοθούν μερίσματα 4,6 δισ. ευρώ – το μεγαλύτερο ποσό από το 2007. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτά θα επανατοποθετηθεί στο χρηματιστήριο, δίνοντας περαιτέρω ώθηση στις τιμές των μετοχών.
Τράπεζες και ενέργεια στον "αφρό"
Διεθνείς οίκοι και αναλυτές συνεχίζουν να βομβαρδίζουν και να “ντοπάρουν” την αγορά με θετικές εκτιμήσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και με αισιόδοξες προβλέψεις για την εξέλιξη της κερδοφορίας των εισηγμένων εταιρειών και για την περαιτέρω πορεία του ΧΑ. Εμφαση δίνουν επίσης στις υψηλές μερισματικές αποδόσεις πολλών μετοχών και στην προοπτική διανομής αυξημένων μερισμάτων από τα κέρδη της λήγουσας χρήσης.
Η προοπτική αυτή συντηρεί και διαρκώς ανανεώνει το ενδιαφέρον ιδιαίτερα για τις μετοχές των τραπεζών, δεδομένου μάλιστα ότι οι διοικήσεις τους έχουν προαναγγείλει ότι σκοπεύουν να διανείμουν έως και το ήμισυ των φετινών κερδών – που θα είναι αρκούντως εντυπωσιακά.
Υποστηρίζοντας το αφήγημα τους, οι ξένοι ανεβάζουν συνεχώς τις τιμές στόχους, εκφράζοντας την εκτίμηση ότι η αποκλιμάκωση των επιτοκίων της ΕΚΤ και η πιθανολογούμενη συρρίκνωση του επιτοκιακού περιθωρίου δεν πρόκειται να έχει σημαντική επίπτωση στην κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών – όπως δεν θα έχουν και τα πρόσφατα κυβερνητικά μέτρα για τις μειώσεις προμηθειών.
Στο επίκεντρο της προσοχής και στις λίστες επιλογών των διαχειριστών χαρτοφυλακίων βρίσκονται επίσης οι εταιρείες ενέργειας, πληροφορικής, κατασκευών, υποδομών.
Το ενδιαφέρον των επενδυτών δεν περιορίζεται στους συγκεκριμένους κλάδους ούτε στις μεγάλες επιχειρήσεις. Τα αλλεπάλληλα deals εξαγορών και τα μεγάλα επενδυτικά projects που ανακοινώνονται, ενισχύουν την εκτίμηση ότι ακολουθώντας την πορεία ανάκαμψης της οικονομίας, οι ελληνικές επιχειρήσεις βρίσκονται σε φάση μετάβασης και ταχείας επέκτασης-ανάπτυξης, που θα “μεταφραστεί” σε αύξηση της κερδοφορίας και σε άνοδο της χρηματιστηριακής τους αξίας.
Η έξωθεν επίδραση
Ομως, ενώ όλα τα δεδομένα και οι εκτιμήσεις συνηγορούν σε μία ακόμη χρονιά ανόδου του ΧΑ, υπάρχει ο αστάθμητος παράγοντας των διεθνών εξελίξεων. Το ελληνικό χρηματιστήριο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισροές ξένων κεφαλαίων, που αντιπροσωπεύουν κατά μέσο όρο τα 2/3 του ημερήσιου τζίρου. Εξαρτάται επίσης από τη στάση και τις επιλογές διαχειριστών διεθνών χαρτοφυλακίων, που κατέχουν περίπου το 62% των μετοχών (σε όρους αξίας).
Δεν μπορεί λοιπόν να μείνει ανεπηρέαστο από το επενδυτικό κλίμα που θα διαμορφωθεί διεθνώς, ούτε έχει τη δυνατότητα να κινηθεί αυτόνομα για σημαντικό χρονικό διάστημα. Θα παραμείνει δεμένο στο άρμα των μεγάλων διεθνών αγορών, που η πορεία τους θα εξαρτηθεί από πολλές παραμέτρους:
- Θα προχωρήσει ο Τραμπ στην επιβολή δασμών στα ευρωπαίκά προϊόντα, προκαλώντας εμπορικό πόλεμο με την ΕΕ, αλλά και ύφεση στην Ευρωζώνη;
- Θα συνεχιστεί – και με ποιούς ρυθμούς – η αποκλιμάκωση των επιτοκίων και του κόστους χρήματος;
- Θα τιθασευτεί ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ
- Θα συνεχιστούν ο πόλεμος στην Ουκρανία και η σφαγή στη Γάζα; Θα αποφευχθί νέα ανάφλεξη στη Συρία;