Τα κυβερνητικά μέτρα που ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ και συνολικότερα η πορεία της Ελλάδας προς την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα θα μπουν από τις 4 Οκτωβρίου, μία ημέρα μετά την κατάθεση του προσχεδίου προϋπολογισμού, στο μικροσκόπιο των τεχνικών κλιμακίων των ευρωπαϊκών Θεσμών, ενώ μια εβδομάδα αργότερα, στις 10 Οκτωβρίου, ακολουθεί ο πρώτος, μετά τη λήξη της ενισχυμένης εποπτείας, έλεγχος από τους επικεφαλής των Θεσμών.
Παρά το γεγονός ότι στην Ευρώπη έχει διαμορφωθεί κλίμα υπέρ της δημοσιονομικής χαλάρωσης, δεδομένου ότι οι κυβερνήσεις αυξάνουν σημαντικά τον δανεισμό για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης, στις Βρυξέλλες επικρατεί προβληματισμός για την απόφαση της κυβέρνησης να αναθεωρήσει δραστικά τον στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2023, ενώ διαβλέπουν τον κίνδυνο να μην επιτευχθεί καν πλεονασματική διαχείριση τον επόμενο χρόνο, που είναι άλλωστε και έτος εκλογών, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τη χαλάρωση της οικονομικής πολιτικής.
Ενώ οι ευρωπαϊκοί Θεσμοί θέλουν να αποφύγουν προστριβές με τις εθνικές κυβερνήσεις για τα θέματα της οικονομικής πολιτικής σε αυτή την εξαιρετικά δύσκολη περίοδο για την Ευρώπη, πληροφορίες αναφέρουν ότι θα ζητήσουν από την κυβέρνηση εξηγήσεις για τα πρόσθετα μέτρα στήριξης και άλλες παροχές που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός, διερευνώντας σε ποιον βαθμό είναι αναγκαία και αποτελεσματικά για την υπέρβαση της κρίσης και πού μπορεί να υποκρύπτονται προεκλογικές υπερβολές που ίσως θα πρέπει να διορθωθούν όταν κατατεθεί το τελικό κείμενο του προϋπολογισμού.
Δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει συμφωνήσει με τους Ευρωπαίους, στο πλαίσιο της ρύθμισης του χρέους και της ολοκλήρωσης του τρίτου μνημονίου, ότι θα εμφανίζει σταθερά και για πολλά έτη πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 2% του ΑΕΠ, ώστε να καλύπτονται οι τόκοι του χρέους, στις Βρυξέλλες δεν έχει γίνει δεκτή με ενθουσιασμό η απόφαση της κυβέρνησης να μειώσει τον στόχο για το πλεόνασμα του 2023 από το 1,1% του ΑΕΠ.
Πολύ περισσότερο, όταν στελέχη του οικονομικού επιτελείου παραδέχονται πως δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο το πλεόνασμα να πέσει τελικά στο μηδέν, χωρίς μάλιστα να θεωρείται εντελώς απίθανο να παραμείνει η χώρα και το 2023 σε πρωτογενές έλλειμμα. Με αυτά τα δεδομένα, δεν θα πρέπει να αποκλείεται να ζητηθεί από τους Θεσμούς να γίνουν «διορθωτικές» παρεμβάσεις στον προϋπολογισμό.
Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, οι Θεσμοί έχουν σημαντικούς «μοχλούς» για να πιέσουν την κυβέρνηση να ακολουθήσει τις υποδείξεις τους, καθώς εκκρεμούν δύο μεγάλες εκταμιεύσεις προς την Ελλάδα: η εκταμίευση της δεύτερης δόσης από το Ταμείο Ανάκαμψης, που αντιστοιχεί σε επιχορήγηση ύψους 1,97 δισ. ευρώ και η εκταμίευση της τελευταίας δόσης ελάφρυνσης του χρέους με επιστροφή κερδών των ευρωπαϊκών τραπεζών από ελληνικά ομόλογα, ύψους 748 εκατομμυρίων ευρώ.
Σχετικά με τη δόση για την ελάφρυνση του χρέους, που έχει προτεραιότητα χρονικά, η κυβέρνηση θα πρέπει να περάσει εξετάσεις για τον έχει εκπληρώσει πολλά προαπαιτούμενα που είχαν μείνει σε εκκρεμότητα από την ενισχυμένη εποπτεία. Άλλα προαπαιτούμενα υπάρχουν για τη δόση από το Ταμείο Ανάκαμψης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, κοινός παρονομαστής για όλες τις εγκρίσεις χρηματοδοτήσεων είναι η έγκριση του προϋπολογισμού για το 2023.