Καθώς οι Γερμανοί πολιτικοί προσπαθούν να συγκροτήσουν νέα κυβέρνηση, τα προβλήματα της κινηματογραφικής βιομηχανίας της χώρας βρίσκονται πολύ χαμηλά στην ατζέντα τους. Οι συντηρητικοί Χριστιανοδημοκράτες (CDU), νικητές των πρόσφατων ομοσπονδιακών εκλογών, υπό την ηγεσία του υποψήφιου Καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς, επικεντρώνονται περισσότερο στη δημοσιονομική εξυγίανση και στη σύναψη συμφωνίας με τους κεντροαριστερούς Σοσιαλδημοκράτες (SPD) για το σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού, παρά στην κατάσταση της εγχώριας παραγωγής ταινιών.
Στη συζήτηση της Πέμπτης στο κοινοβούλιο, όπου ο Μερτς προσπάθησε να προωθήσει μια τροποποίηση του γερμανικού συντάγματος, που θα του παρέχει μεγαλύτερη δημοσιονομική ευελιξία, δεν έγινε ούτε μία αναφορά στη γερμανική κινηματογραφική βιομηχανία.
Αυτό είναι ανησυχητικό για τους παραγωγούς, οι οποίοι είχαν μια εξαιρετικά δύσκολη χρονιά. Οι θεατές στους κινηματογράφους μειώθηκαν κατά 5,8% το 2024, φτάνοντας τα 90,1 εκατομμύρια – μια πολύ μεγαλύτερη πτώση από ό,τι στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες – ενώ οι γερμανικές ταινίες αντιπροσώπευσαν μόλις το 20,6% της αγοράς, σημειώνοντας μείωση 3,7%. Παράλληλα, τα διαφημιστικά έσοδα της τηλεόρασης συρρικνώνονται. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Γερμανικής Ένωσης Παραγωγών, το 80% των 375 εταιρειών-μελών της αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
Μια προσωρινή ανάσα ήρθε στα τέλη του περασμένου έτους, όταν η απερχόμενη κυβέρνηση ενέκρινε μια αναθεωρημένη εκδοχή του νόμου περί χρηματοδότησης ταινιών, διατηρώντας τις κρατικές επιδοτήσεις που είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση των γερμανικών παραγωγών. Ωστόσο, υπό την πίεση των συντηρητικών του Μερτς, αφαιρέθηκε από τον τελικό νόμο ένας όρος που προέβλεπε την τήρηση προτύπων για τη διαφορετικότητα, την ισότητα των φύλων, την ένταξη και την καταπολέμηση των διακρίσεων.
Το μεγαλύτερο, όμως, αγκάθι είναι η εκκρεμής φορολογική ελάφρυνση για την κινηματογραφική παραγωγή, η οποία θα καθιστούσε τη Γερμανία πιο ανταγωνιστική έναντι των ευρωπαίων γειτόνων της και θα προσέλκυε διεθνείς παραγωγές.
Οι αυξανόμενες παραγωγικές δαπάνες στις ΗΠΑ έχουν οδηγήσει τα μεγάλα στούντιο και τους ανεξάρτητους παραγωγούς στην Ευρώπη και την Αυστραλασία, αναζητώντας χώρες με χαμηλότερο κόστος και ελκυστικά φορολογικά κίνητρα. Συγκριτικά με τις γενναιόδωρες φορολογικές ελαφρύνσεις της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Αυστρίας και της Τσεχίας, η Γερμανία δεν μπορεί να ανταγωνιστεί.
«Έχουμε μιλήσει με τα μεγάλα στούντιο – θέλουν να φέρουν τις παραγωγές τους εδώ, αλλά χρειάζονται φορολογικά κίνητρα για να το κάνουν», ανέφερε ο επικεφαλής ενός από τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά στούντιο της χώρας. «Αν δεν αλλάξει κάτι σύντομα, θα επιλέξουν άλλες χώρες. Η ζημιά θα είναι μη αναστρέψιμη».
Ένα ακόμη σημαντικό νομοσχέδιο που είχε προταθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά δεν τέθηκε ποτέ σε ψηφοφορία, είναι ο νόμος που θα υποχρέωνε τις πλατφόρμες streaming να επενδύουν σε εγχώριες παραγωγές. Με το Netflix και την Amazon να αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή στη γερμανική αγορά, αυτός ο νόμος θα μπορούσε να αποδειχθεί σωτήριος για τους εγχώριους παραγωγούς. Ωστόσο, η πρωτοβουλία έχει παγώσει μέχρι να σχηματιστεί η νέα κυβέρνηση.
Το πότε ακριβώς θα γίνει αυτό παραμένει άγνωστο. Το νεοεκλεγμένο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο (Bundestag) προγραμματίζεται να συνεδριάσει για πρώτη φορά στις 25 Μαρτίου.
Καθώς κανένα κόμμα δεν εξασφάλισε απόλυτη πλειοψηφία στις εκλογές, οι Χριστιανοδημοκράτες του Μερτς διαπραγματεύονται με τους Σοσιαλδημοκράτες του SPD για να βρουν κοινό έδαφος σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η μεταναστευτική πολιτική (οι συντηρητικοί θέλουν αυστηρότερα σύνορα, ενώ το SPD εστιάζει στην καλύτερη ένταξη των μεταναστών) και η οικονομική πολιτική (το CDU επιδιώκει μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και περικοπές στα επιδόματα ανεργίας, ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες θέλουν ενίσχυση των συντάξεων και έλεγχο των ενοικίων).
Ένα ακόμα εμπόδιο είναι η άνοδος της ακροδεξιάς AfD, που με την υποστήριξη του Ίλον Μασκ κατά την προεκλογική περίοδο, εκτοξεύθηκε στο 21% των ψήφων (έναντι 29% του CDU). Ωστόσο, το CDU και τα υπόλοιπα κόμματα του δημοκρατικού τόξου αρνούνται να συνεργαστούν με το AfD, αποκλείοντάς το από οποιαδήποτε κυβερνητική συμφωνία.
Αυτό στο οποίο συμφωνούν CDU και SPD είναι ότι η χώρα χρειάζεται περισσότερους οικονομικούς πόρους. Γι’ αυτό το κοινοβούλιο εξετάζει μια τροποποίηση του λεγόμενου «φρένου χρέους» – μιας συνταγματικής ρύθμισης που θεσπίστηκε το 2009 και περιορίζει το πόσο μπορεί να δανειστεί η ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Ο Μερτς χρειάζεται πλειοψηφία δύο τρίτων για να την αλλάξει, κάτι που δεν θα έχει στη νέα βουλή. Γι’ αυτό το CDU, με τη βοήθεια της απερχόμενης κυβέρνησης του SPD και των Πρασίνων, προσπαθεί να τροποποιήσει το σύνταγμα πριν αναλάβει.
Οι προτεινόμενες επενδύσεις αφορούν κυρίως την άμυνα – ως απάντηση στην αποστασιοποίηση του Τραμπ από την Ουκρανία – και τις υποδομές. Οι Πράσινοι, ωστόσο, φοβούνται ότι τα χρήματα θα καταλήξουν κυρίως σε φορολογικές ελαφρύνσεις για τις επιχειρήσεις και τους εύπορους.
Για τους παραγωγούς του γερμανικού κινηματογράφου, το γεγονός ότι το Βερολίνο συζητά φορολογικά κίνητρα είναι ενθαρρυντικό. «Αφού σκέφτονται φοροαπαλλαγές για άλλα πεδία, γιατί όχι και για τον κινηματογράφο;» σημείωσε ένας έμπειρος σκηνοθέτης. Ωστόσο, ο χρόνος είναι κρίσιμος. Κάθε εβδομάδα χωρίς νέα φορολογικά κίνητρα σημαίνει μια χαμένη παραγωγή – είτε μια γερμανική ταινία που γυρίζεται στο εξωτερικό, είτε μια χολιγουντιανή ταινία που επιλέγει την Πράγα αντί για το Βερολίνο.
«Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας ως κινηματογραφικού προορισμού εξαρτάται από ένα σύγχρονο φορολογικό κίνητρο», δήλωσε στις 13 Φεβρουαρίου ο Björn Böhning, διευθύνων σύμβουλος της Γερμανικής Ένωσης Παραγωγών. «Η νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν. Διαφορετικά, αντί για πρόοδος, μας περιμένει οπισθοδρόμηση».