Πολλά φιλόδοξα σχέδια έχουν ματαιωθεί λόγω έλλειψης χρημάτων. Αυτό ισχύει και για την απερχόμενη τρικομματική κυβέρνηση της Γερμανίας, στην οποία συμμετείχαν Σοσιαλδημοκράτες (SPD), Πράσινοι και Φιλελεύθεροι (FDP). Τα δύο πρώτα κόμματα ήθελαν να καλύψουν το κενό με νέο δανεισμό, κάτι που απορρίπτουν οι Φιλελεύθεροι, αντιπροτείνοντας περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες. Οι διαφωνίες των τριών κομμάτων οδήγησαν σε κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού τον Νοέμβριο του 2024.
Γι αυτό δεν υπάρχει καν προϋπολογισμός για το 2025. Η κατάρτιση και ψήφιση του νέου προϋπολογισμού αποτελούν κορυφαίες προτεραιότητες για την επόμενη κυβέρνηση του Βερολίνου που, όπως όλα δείχνουν, θα σχηματίσουν τα κόμματα της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU) μαζί με τους Σοσιαλδημοκράτες. Ωστόσο, οι διαφορές απόψεων για τα δημόσια οικονομικά παραμένουν.
Τι είναι το «φρένο του χρέους»;
Όπως ορίζεται στο Σύνταγμα της Γερμανίας (άρθρο 115), το κράτος δεν μπορεί να δαπανήσει (πολύ) περισσότερα χρήματα, από όσα έχει ήδη εισπράξει. Το αποκαλούμενο «φρένο του χρέους» θέτει αυστηρά όρια στον νέο δανεισμό, καθώς προβλέπει ότι αυτός δεν επιτρέπεται να υπερβεί το 0,35% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ). Εξαιρέσεις προβλέπονται μόνο σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, όπως είναι μία φυσική καταστροφή ή μία βαθιά οικονομική κρίση.
Ωστόσο, τα φορολογικά έσοδα δεν αρκούν πλέον για να καλυφθούν οι δαπάνες, όταν μάλιστα το κράτος αντιμετωπίζει όλο και περισσότερες ανάγκες. Απαιτούνται πλέον πολλά επιπλέον δισεκατομμύρια για να χρηματοδοτηθούν οι αυξανόμενες αμυντικές δαπάνες, τα μέτρα για την στήριξη της Ουκρανίας, τα δημόσια έργα για εκσυγχρονισμό των κρίσιμων υποδομών, ο οικολογικός μετασχηματισμός και η ψηφιοποίηση της οικονομίας.
Σε αντίθεση με άλλα πολιτικά κόμματα, η Χριστιανική Ένωση θέλει κατά βάση να διατηρήσει το «φρένο του χρέους». «Πόσο ακόμη θέλουμε αν αυξήσουμε τον δανεισμό της χώρας μας; Νομίζω ότι έχουμε ευθύνη απέναντι στα παιδιά μας, τα οποία θα κληθούν να αποπληρώσουν τα χρέη» έλεγε στη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα ο επικεφαλής των Χριστιανοδημοκρατών Φρίντριχ Μερτς.
Το 2024 οι εισπράξεις της κεντρικής κυβέρνησης από τα φορολογικά έσοδα έφτασαν τα 440 δισεκατομμύρια ευρώ. Αν συνυπολογίσουμε και τις αντίστοιχες εισπράξεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, προκύπτει ένα συνολικό ποσό 960 δισεκατομμυρίων ευρώ, το οποίο δεν μπορεί παρά να είναι αρκετό, υποστηρίζει ο Φρίντριχ Μερτς. Αν όχι, τονίζει, «θα πρέπει να θέσουμε κάποιες προτεραιότητες στον νέο προϋπολογισμό, γιατί προφανώς δεν θα μπορέσουμε να ικανοποιήσουμε όλες μας τις επιθυμίες».
«Μεγαλύτερη ευελιξία» στο χρέος
Οι Χριστιανοδημοκράτες δίνουν προτεραιότητα στη μείωση των κρατικών επιδοτήσεων και στις περικοπές κοινωνικών δαπανών. Θεωρούν ότι η μείωση των κοινωνικών επιδομάτων θα επαναφέρει περισσότερους από τους σημερινούς δικαιούχους στην αγορά εργασίας και η οικονομική ανάπτυξη που αυτό συνεπάγεται θα τονώσει με τη σειρά της τα φορολογικά έσοδα. Ωστόσο, στις τελευταίες ετήσιες προβλέψεις της η ομοσπονδιακή κυβέρνηση εκτιμά ότι για το 2025 ο δείκτης ανάπτυξης δεν θα ξεπεράσει το 0,3%, ενώ το 2026 θα φτάσει το 1,1%. Οι εκτιμήσεις αυτές δεν αναμένεται να βελτιωθούν πολύ σύντομα.
Γι αυτό οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Πράσινοι, τα συνδικάτα, αλλά και πολλές τοπικές κυβερνήσεις, καθώς και οικονομικά ινστιτούτα στη Γερμανία είχαν ήδη προτείνει στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου να χαλαρώσει το «φρένο του χρέους», ώστε να διευκολυνθούν οι απαραίτητες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις. «Στις ΗΠΑ το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 120% του ΑΕΠ, ενώ στη Γερμανία μειώνεται, με προοπτική να φτάσει το 60%» έλεγε ο απερχόμενος καγκελάριος Όλαφ Σολτς. Παράλληλα, υπενθύμιζε ότι και άλλες οικονομικά ισχυρές χώρες, όπως η Ιταλία, η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία, η Ιαπωνία και ο Καναδάς, έχουν δημόσιο χρέος που υπερβαίνει το 100% του ΑΕΠ.
Αύξηση αμυντικών δαπανών στον ορίζοντα
Οι αμυντικές δαπάνες είναι ένας παράγοντας που επιβαρύνει όλο και περισσότερο τον κρατικό προϋπολογισμό. Μετά την Πτώση του Τείχους, ο αμυντικός προϋπολογισμός της Γερμανίας είχε υποστεί συνεχή συρρίκνωση. Κατά συνέπεια, το 2014, όταν τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ συμφώνησαν να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ, η Γερμανία απείχε πολύ από την εκπλήρωση του στόχου.
Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022, η Ομοσπονδιακή Βουλή ενέκρινε ένα Ειδικό Ταμείο για τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, ποσό που θα συγκεντρωνόταν με έκτακτο δανεισμό. Έτσι, για το 2024 οι αμυντικές δαπάνες έφτασαν τα 52 δισεκατομμύρια που προβλέπονται στον τακτικό προϋπολογισμό συν επιπλέον 20 διεκατομμύρια από το Ειδικό Ταμείο. Μέχρι το 2027 το Ταμείο θα έχει εξαντληθεί, αλλά οι ανάγκες θα αυξάνονται. Ήδη το ΝΑΤΟ κάνει λόγο για 3% του ΑΕΠ, αντί του αρχικού 2%.
Τροποποίηση του Συντάγματος;
Σύμφωνα με τη Γερμανική Στατιστική Υπηρεσία, το 2024 το συνολικό ΑΕΠ της χώρας ανήλθε σε 4,3 τρισεκατομμύρια ευρώ. Ένα ποσοστό 2% για τις αμυντικές δαπάνες θα σήμαινε 86 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ το 3% θα ήταν γύρω στα 150 δισεκατομμύρια. Τα ποσά αυτά φαντάζουν δυσθεώρητα, αν αναλογιστούμε ότι ολόκληρος ο κρατικός προϋπολογισμός δεν ξεπερνά τα 474 δισεκατομμύρια.
Μία τροποποίηση του Συντάγματος με στόχο να χαλαρώσει το «φρένο του χρέους» δεν είναι εύκολη υπόθεση. Μπορεί να μην εκπροσωπείται στη νέα Βουλή το Κόμμα των Φιλελευθέρων, ωστόσο Χριστιανοδημοκράτες, Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι δεν διαθέτουν την απαραίτητη πλειοψηφία των 2/3, που απαιτείται για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Θεωρητικά θα μπορούσαν να υπολογίζουν στην στήριξη της AfD ή του Κόμματος της Αριστεράς (Die Linke). Όμως η μεν AfD έχει ξεκαθαρίσει ότι θέλει να διατηρηθεί το «φρένο του χρέους», η δε Αριστερά λέει ότι μπορεί να είναι αντίθετη με το «φρένο του χρέους», αλλά δεν πρόκειται να συναινέσει σε μία αναθεώρηση του Συντάγματος, αν ο στόχος της δημοσιονομικής χαλάρωσης είναι η χρηματοδότηση εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Η πλειοψηφία θέλει δημοσιονομική χαλάρωση
Τις επόμενες ημέρες ο νικητής των εκλογών, ο χριστιανοδημοκράτης Φρίντριχ Μερτς, θα συνομιλήσει με εκπροσώπους των κομμάτων της απερχόμενης Βουλής. Ο ίδιος πάντως έχει δηλώσει ότι «στο άμεσο μέλλον αποκλείεται» μία μεταρρύθμιση στο φρένο του χρέους. Μία πιθανή εναλλακτική λύση θα ήταν η σύσταση νέου Ειδικού Ταμείου, αλλά και αυτή θα απαιτούσε πλειοψηφία 2/3 στην Ομοσπονδιακή Βουλή.
Για πολλά χρόνια, μία χαλάρωση στο «φρένο του χρέους» έβρισκε αντίθετους τους περισσότερους Γερμανούς. Φαίνεται όμως ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Forsa για λογαριασμό της Γερμανικής Εταιρείας Εξωτερικής Πολιτικής (DGAP), το 55% δηλώνει ότι το «φρένο του χρέους» θα πρέπει να τροποποιηθεί ή ακόμη και να καταργηθεί εντελώς.