Θετικό είναι το τελικό "πρόσημο" από την τελευταία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής στον απόηχο της χθεσινής έκδοσης. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις απαιτείται περαιτέρω πρόοδος και συνέχιση των προσπαθειών με δημοσιονομική σταθερότητας, χωρίς να επέλθει χαλάρωση μετά τα χθεσινά θετικά νέα. Υπό αυτό το πρίσμα, στην τριμηνιαία του έκθεση για την πορεία της οικονομίας, αναμένει ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 1,5% - 1,6% για το 2017, προειδοποιώντας ωστόσο, ότι η ανάκαμψη θα είναι εύθραυστη και μπορεί να διακοπεί, σε περίπτωση που η χώρα εγκαταλείψει το μονοπάτι των μεταρρυθμίσεων ή επέλθει πολιτική αστάθεια
Πως θα υπάρξει θετική συνέχεια;
To Γραφείο Προϋπολογισμού ερμηνεύει από την πλευρά του την απόφαση της κυβέρνησης για έξοδο στις αγορές ως δήλωση πρόθεσης εκπλήρωσης των τρεχουσών συμφωνιών και θέτει 4 βασικούς άξονες ώστε να υπάρξει συνέχιση των θετικών αποτελεσμάτων. Τι απαιτείται;
- να συνεχιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα, ώστε η πίεση των τόκων από τις αγορές να μην οδηγήσει στο φαύλο κύκλο ελλειμμάτων, ύφεσης, πολιτικής αστάθειας
- να διασφαλισθεί η οικονομική μεγέθυνση με διάρκεια πράγμα που συνυφαίνεται με την εφαρμογή του Μνημονίου και κυρίως των μεταρρυθμίσεων,
- να επιτευχθεί κοινωνική σταθερότητα και συνοχή με θεραπείες των ανισοτήτων, της ανεργίας, της φτώχειας και διασφάλιση ενός θεσμικού πλαισίου υγιούς επιχειρηματικού ανταγωνισμού και προστασίας της εργασίας
- να διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα με όσο το δυνατό ευρύτερη πολιτική συναίνεση.
Σε ότι αφορά την οικονομική συγκυρία, στην έκθεση γίνεται λόγος για «πρώιμες ενδείξεις ήπιας ανάκαμψης», τονίζεται ωστόσο ότι οι συστημικοί κίνδυνοι παραμένουν. Με δεδομένη την ένδειξη ότι έχει κλείσει ο κύκλος της βαθιάς ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, αλλά και την υπερ-επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων (πρωτογενές πλεόνασμα), είναι κρίσιμο οι προσπάθειες πλέον να μετατοπισθούν στη βελτίωση των συνθηκών στην «πραγματική οικονομία», προκειμένου η ελληνική οικονομία να ξεφύγει από τη στασιμότητα που βρίσκεται την τελευταία τριετία (2014 – 2016), σημειώνεται.
Επιπρόσθετα, το Γραφείο απευθύνει έκκληση να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες για να καλυφθούν οι απώλειες τις κρίσης. Σε αυτό το πλαίσιο, χρειάζονται επενδύσεις πάνω από 100 δισ. ευρώ μέχρι το 2022. Είναι σαφές, ότι αυτό το ποσό μπορεί να καλυφθεί μόνο μέσω της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Για να πραγματοποιηθούν όμως οι ιδιωτικές επενδύσεις, θα πρέπει να αρθούν παράγοντες που αποτελούν τροχοπέδη, όπως:
-Η φορολογική πολιτική (υψηλή φορολογία, συχνές αλλαγές στο φορολογικό καθεστώς) που εφαρμόζεται αποτελεί αντικίνητρο για επενδύσεις.
-Η άρση της χρηματοπιστωτικής ασφυξίας που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια (μείωση ρευστότητας, δανειοδοτήσεων, καθυστερήσεις στις επιστροφές ΦΠΑ, επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων) η οποία προκαλεί πολύ σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία των επιχειρήσεων, κάτι που προφανώς επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ελληνική οικονομία καθώς και τις προοπτικές για έξοδο από την κρίση.
-Η βελτίωση της λειτουργίας της Δημόσιας διοίκησης.
-Η ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης
«Ο δρόμος για την κανονικότητα θα είναι μακρύς και όλα δείχνουν ότι το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδας δεν θα έλθει το 2018, παρά την σχετική αύξηση των βαθμών ελευθερίας στην άσκηση πολιτικής. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πώς αυτό που πολλές φορές αποκαλείται ‘εποπτεία’ στο δημόσιο λόγο, χρησιμοποιείται ως άλλοθι για τη μετάθεση ευθυνών σε άλλους στην άσκηση πολιτικής. Επίσης, δεν έχει γίνει κατανοητό ότι η λεγόμενη 'πολυμερής εποπτεία' είναι μέρος των νέων συνθηκών που διαμόρφωσε η ίδια η ευρωπαϊκή ενοποίηση, δηλαδή της θεμελιώδους αλλαγής της έννοιας της 'εθνικής κυριαρχίας'», αναφέρεται.
---
«Θετική εξέλιξη» χαρακτηρίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής τη χθεσινή έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, εκτιμώντας μάλιστα, ότι «μπορεί να έχει συνέχεια, υπό προϋποθέσεις».
Παράλληλα, στην τριμηνιαία του έκθεση για την πορεία της οικονομίας, αναμένει ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 1,5% - 1,6% για το 2017, προειδοποιώντας ωστόσο, ότι η ανάκαμψη θα είναι εύθραυστη και μπορεί να διακοπεί, σε περίπτωση που η χώρα εγκαταλείψει το μονοπάτι των μεταρρυθμίσεων ή επέλθει πολιτική αστάθεια.
Η χαμηλότερη εκτίμηση για την πορεία της οικονομίας, σε σχέση με τις προβλέψεις του κρατικού προϋπολογισμού (+2,7%), οφείλεται:
στη μεγάλη καθυστέρηση της διαδικασίας ολοκλήρωσης της β’ αξιολόγησης
στη συνακόλουθη έξαρση της αβεβαιότητας
στην αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης
Την ίδια ώρα, ωστόσο, το Γραφείο Προϋπολογισμού χαρακτηρίζει ως «θετική εξέλιξη» το κλείσιμο της β’ αξιολόγησης, το οποίο δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Συγκεκριμένα, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης, σύμφωνα με την έκθεση, συνεπάγεται τα εξής:
Πρώτον, τη θετική εκτίμηση των εταίρων για την πορεία εφαρμογής του προγράμματος, καθώς αναγνωρίζεται ρητά ότι η ελληνική πλευρά έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμφωνία.
Δεύτερον, τη συνέχεια της ροής της χρηματοδότησης
Τρίτον, την προοπτική αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους μετά το τέλος του προγράμματος το 2018.
Στα θετικά προστίθεται επίσης, το κλείσιμο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, όπως προτάθηκε προσφάτως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Συνολικά, συνεχίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού, με την απόφαση του Eurogroup δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για τη μείωση της αβεβαιότητας, τη σταθεροποίηση και ανάπτυξη της οικονομίας.
Μάλιστα, όπως επισημαίνει στη συνέχεια, αν δεν υπάρξουν άλλες εμπλοκές -σε σχέση με την εφαρμογή της β' και την ολοκλήρωση της γ' αξιολόγησης- η άρση της αβεβαιότητας θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των καταθετών στο τραπεζικό σύστημα και θα οδηγήσει στην άρση όλων των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Έξοδος στις αγορές
Το Γραφείο Προϋπολογισμού χαιρετίζει την έκδοση του 5ετούς ομολόγου και κάνει λόγο για ένα «θετικό βήμα» προς τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης. Παράλληλα, ερμηνεύει την απόφαση της κυβέρνησης για έξοδο στις αγορές ως δήλωση πρόθεσης εκπλήρωσης των τρεχουσών συμφωνιών.
«Αν συμβεί αυτό, θα έχουμε μια καμπή στη διαχείριση της οικονομίας και στις οικονομικές επιδόσεις. Αν όχι, τότε θα υπάρξουν παλινδρόμηση σε συνθήκες ύφεσης, κοινωνικές εντάσεις και δυσκολίες στη χρηματοδότηση από τις αγορές» σπεύδει να επισημάνει.
Την ίδια ώρα, εκτιμά ότι η χθεσινή έξοδος στις αγορές θα έχει συνέχεια, εφόσον:
συνεχιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα, ώστε η πίεση των τόκων από τις αγορές να μην οδηγήσει στο φαύλο κύκλο ελλειμμάτων, ύφεσης, πολιτικής αστάθειας
διασφαλισθεί η οικονομική μεγέθυνση με διάρκεια πράγμα που συνυφαίνεται με την εφαρμογή του Μνημονίου και κυρίως των μεταρρυθμίσεων,
επιτευχθεί κοινωνική σταθερότητα και συνοχή με θεραπείες των ανισοτήτων, της ανεργίας, της φτώχειας και διασφάλιση ενός θεσμικού πλαισίου υγιούς επιχειρηματικού ανταγωνισμού και προστασίας της εργασίας
διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα με όσο το δυνατό ευρύτερη πολιτική συναίνεση.
Δημοσιονομική προσαρμογή
Όπως αναφέρεται στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού, η δημοσιονομική μακρο-προσαρμογή δεν αποτελεί πλέον πρόβλημα, μολονότι επιτεύχθηκε με ένα συζητήσιμο, λόγω φοροκεντρικού χαρακτήρα, μείγμα πολιτικής.
Όσον αφορά την υπέρβαση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα, εξηγείται πως οφείλεται στην επιβράδυνση της εξόφλησης των οφειλών του δημοσίου, στη μείωση των επιχορηγήσεων σε νοσοκομεία και στη μείωση των επενδυτικών δαπανών.
Παράλληλα, ενώ διαπιστώνεται μία αδυναμία εξορθολογισμού των δαπανών, επιδοκιμάζεται η εντατικοποίηση των προσπαθειών ελέγχου της φοροδιαφυγής.
Τρίτη αξιολόγηση
Η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού κάνει ειδική μνεία και στη γ’ αξιολόγηση, σημειώνοντας ότι ο πολιτικός χρόνος για το κλείσιμό της είναι σαφώς πιο περιορισμένος σε σχέση με τις προηγούμενες δύο αξιολογήσεις.
Μάλιστα, προειδοποιεί ότι «οι δυσκολίες εκπλήρωσης των ελληνικών δεσμεύσεων πιθανώς θα είναι μεγαλύτερες, καθώς θα εισέλθουμε στο όγδοο έτος δοκιμασίας της οικονομίας».
Σ΄ αυτό το σημείο βέβαια, το Γραφείο Προϋπολογισμού στέκεται στην «πολιτική βούληση της κυβέρνησης να ενστερνιστεί τα μέτρα του μνημονίου και να υλοποιήσει τα 113 προαπαιτούμενα».