«Η Ελλάδα εκδίδει ομόλογα στην αγορά για πρώτη φορά από το τέλος του προγράμματος βοήθειας» γράφει η γερμανική Handelsblatt τονίζοντας ότι «η ζήτηση ήταν απροσδόκητα μεγάλη».
«Αυτό που έμοιαζε πριν από λίγες ημέρες ακατόρθωτο εγχείρημα στέφεται με πλήρη επιτυχία. Στη δημοπρασία του πενταετούς ελληνικού κρατικού ομολόγου, οι επενδυτές κυριολεκτικά έσπευσαν να τα αποκτήσουν.
«Η ζήτηση ήταν τέσσερις φορές υψηλότερη φτάνοντας περίπου τα δέκα δισεκατομμύρια» γράφει η γερμανική οικονομική εφημερίδα. Εκδότριες τράπεζες ήταν η Merrill Lynch, η Goldman Sachs, η HSBC, η JP Morgan, η Morgan Stanley και η Société Générale CIB.
Το κουπόνι του ομολόγου, το οποίο λήγει τον Απρίλιο του 2024, βρίσκεται 3,4%, χαμηλότερα από τις προσδοκίες των παρατηρητών της αγοράς, οι οποίοι ανέμεναν 3,5 έως 3,7%. Αυτό είναι σημαντικά μικρότερο από ό, τι έπρεπε να πληρώσει η Ελλάδα τον Ιούλιο του 2017 για το τότε πενταετές ομόλογο. Εκείνη την εποχή, όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, το κουπόνι ανερχόταν σε 4.375 % και η απόδοση έκδοσης ήταν 4.625%.
Η γερμανική οικονομική εφημερίδα προσθέτει ότι ήταν λογικό ο υπουργός Οικονομικών να αντλήσει νέα χρήματα. Μπορεί να εξαργυρώσει πρόωρα τα πολύ πιο ακριβά δάνεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Οι Έλληνες οφείλουν το ΔΝΤ περίπου 9,7 δισ. ευρώ. Για τα εν λόγω δάνεια, τα οποία πρέπει να εξοφληθούν κανονικά μέχρι το 2024, το Ταμείο χρεώνει την Ελλάδα επιτόκιο έως 5%.
«Η έκδοση ήταν ένα σημαντικό τεστ για την Ελλάδα. Η Αθήνα μετά από 8,5 χρόνια κατά τα οποία εξηρτάτο από τα δάνεια εγκατέλειψε στα τέλη Αυγούστου του περασμένου έτους την ομπρέλα προστασίας του ευρώ. Χάρη σε ένα αποθεματικό ρευστότητας άνω των 26 δισεκατομμυρίων ευρώ, η χώρα θα χρηματοδοτείται βέβαια επαρκώς για περισσότερα από δύο χρόνια και σήμερα δεν χρειάζεται αυτήν την στιγμή φρέσκο χρήμα. Παρ' όλα αυτά, η Αθήνα θέλει να διερευνήσει την αγορά με μικρότερες εκδόσεις και να αποκτήσει σταδιακά την εμπιστοσύνη των επενδυτών», σημειώνεται.
Κλείνοντας, η Handelsblatt σημειώνει ότι η επιτυχημένη τοποθέτηση των κρατικών ομολόγων την Τρίτη είναι επίσης καλή είδηση για τις ελληνικές επιχειρήσεις και εμπορικές τράπεζες, οι οποίες έχουν έτσι μια καλύτερη πιθανότητα να αντλήσουν «φρέσκο χρήμα» από την αγορά.