Η διφθερίτιδα, μία λοίμωξη που μπορεί να προληφθεί μέχρι σήμερα, εξελίσσεται συνεχώς αναπτύσσοντας αντίσταση σε διάφορες κατηγορίες αντιβιοτικών και στο μέλλον μπορεί να διαφεύγει ακόμη και από την προστασία των εμβολίων, προειδοποιεί μία νέα διεθνής επιστημονική μελέτη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Γκόρντον Ντούγκαν του Ινστιτούτου Θεραπευτικής Ανοσολογίας και Λοιμωδών Νόσων (CITIID) του βρετανικού Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό «Nature Communications», ανέφεραν ότι η αρνητική επίπτωση της πανδημίας Covid-19 στη διενέργεια εμβολιασμών των παιδιών κατά της διφθερίτιδας, σε συνδυασμό με τη διαρκή αύξηση των περιστατικών της νόσου που καταγράφονται σε διάφορες χώρες, αυξάνουν τον κίνδυνο η διφθερίτιδα να επανέλθει ως παγκόσμια απειλή, όπως ήταν κάποτε.
Πρόκειται για μία άκρως μεταδοτική λοίμωξη που πλήττει τη μύτη, τον λαιμό και μερικές φορές το δέρμα και η οποία, εάν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μπορεί να αποβεί θανατηφόρα.
Σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες τα μωρά εμβολιάζονται κατά της νόσου, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο στις χώρες χαμηλού και μέσου εισοδήματος, όπου κατά καιρούς εμφανίζονται σποραδικές λοιμώξεις ή και εξάρσεις της νόσου, ιδίως σε μη εμβολιασμένες ή εν μέρει εμβολιασμένες κοινότητες.
Ο συνολικός αριθμός των περιστατικών διφθερίτιδας παγκοσμίως αυξάνεται σταδιακά και το 2018 είχαν αναφερθεί 16.651 διαγνωσμένα κρούσματα, υπερδιπλάσια από τον ετήσιο μέσο όρο της περιόδου 1996-2017 (8.105 τον χρόνο).
Η νόσος προκαλείται, κυρίως, από το βακτήριο Corynebacterium diphtheria και εξαπλώνεται μέσω του βήχα και του φταρνίσματος ή μέσω στενής επαφής με κάποιον φορέα της νόσου. Στις περισσότερες περιπτώσεις προκαλείται οξεία λοίμωξη από την τοξίνη του βακτηρίου, που αποτελεί και τον βασικό στόχο του υπάρχοντος εμβολίου.
Όμως, υπάρχουν και βακτήρια που μολονότι δεν παράγουν τοξίνη μπορούν να προκαλέσουν διφθερίτιδα, συχνά με τη μορφή όχι οξείας αλλά συστηματικής λοίμωξης.
Στη νέα μελέτη, οι ερευνητές ανέλυσαν τα γονιδιώματα 61 βακτηρίων διφθερίτιδας που απομονώθηκαν από ασθενείς σε διάφορες ηπείρους, δημιουργώντας ένα «οικογενειακό δέντρο» της διφθερίτιδας. Με αυτόν τον τρόπο, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το βακτήριο της νόσου ρίζωσε στον ανθρώπινο πληθυσμό εδώ και τουλάχιστον έναν αιώνα και εξαπλώθηκε σε όλον τον κόσμο μέσω των μεταναστεύσεων.
Οι επιστήμονες βρήκαν, επίσης, 18 διαφορετικές παραλλαγές του γονιδίου που παράγει την «ένοχη» βακτηριακή τοξίνη.
Όπως επεσήμανε ο δρ Ντούγκαν, «το εμβόλιο της διφθερίτιδας έχει σχεδιαστεί για να εξουδετερώνει αυτήν την τοξίνη, συνεπώς οι όποιες γονιδιακές παραλλαγές που αλλάζουν τη δομή της τοξίνης μπορεί να έχουν επίπτωση στο πόσο αποτελεσματικό είναι το εμβόλιο. Αν και τα έως τώρα στοιχεία μάς δεν δείχνουν ότι το σημερινό εμβόλιο δεν θα είναι αποτελεσματικό, το γεγονός πως βλέπουμε μία ολοένα αυξανόμενη ποικιλία στις τοξίνες υποδηλώνει ότι το εμβόλιο και οι άλλες θεραπείες που στοχεύουν την τοξίνη είναι ανάγκη να επαναξιολογούνται σε τακτική βάση».
Οι λοιμώξεις διφθερίτιδας, συνήθως, αντιμετωπίζονται με διάφορα αντιβιοτικά (ερυθρομυκίνη, πενικιλίνη κ.ά.), όμως το βακτήριο γίνεται όλο και πιο ανθεκτικό σε αυτά, αν και παραμένει άγνωστος ο ακριβής βαθμός ανθεκτικότητάς του.
«Δεν πρέπει να πάρουμε τα μάτια μας από τη μπάλα της διφθερίτιδας, αλλιώς ρισκάρουμε να γίνει ξανά μία σοβαρή παγκόσμια απειλή και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό αυτήν τη φορά», προειδοποίησε ο δρ Άνκουρα Μουτρέια του CITIID.