Σε ναρκοπέδιο καλούνται να βαδίσουν τα επόμενα χρόνια οι ελληνικές τράπεζες, καθώς καλούνται να αντλήσουν από την αγορά τεράστια ποσά για να καλύψουν τις πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις, που επιβλήθηκαν το 2016 με την Οδηγία για την εξυγίανση τραπεζών. Σε αυτή την πορεία ο κίνδυνος «ατυχημάτων» είναι μεγάλος, γι' αυτό και η Τράπεζα της Ελλάδος έχει αρχίσει ήδη να πιέζει τις ευρωπαϊκές αρχές για μια χαλάρωση των εποπτικών κανόνων.
Η Τράπεζα Πειραιώς έγινε η πρώτη ελληνική τράπεζα που προχώρησε σε μια έκδοση ομολόγων Additional Tier 1 (AT1), τα οποία προστίθενται στην κεφαλαιακή επάρκεια και μπορούν να χρησιμοποιηθούν με αυτόματο τρόπο για να καλυφθεί ενδεχόμενη υποχώρηση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας κάτω από το ελάχιστο εποπτικό όριο. Μάλιστα, το ομόλογο της Τρ. Πειραιώς είναι, όπως σχολιάζει το Global Capital, το μοναδικό στην Ευρώπη αυτού του είδους που έχει τόσο χαμηλή πιστοληπτική διαβάθμιση (CCC- από την Standard & Poor's).
Η έκδοση της τράπεζας έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους επενδυτές σταθερού εισοδήματος, καθώς το επιτόκιο ήταν εξαιρετικά υψηλό σε μια περίοδο μηδενικών επιτοκίων στην Ευρώπη. Το κουπόνι διαμορφώθηκε σε 8,75% και η ζήτηση για το ομόλογο ξεπέρασε τα 2,2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων η Πειραιώς άντλησε 600 εκατ. ευρώ, ενώ το ελάχιστο όριο που είχε θέσει ήταν τα 300 εκατ. ευρώ. Τηρουμένων των αναλογιών, αυτό το επιτόκιο ήταν αρκετά χαμηλό, καθώς υπήρχαν αναλυτές που θεωρούσαν εύλογο να διαμορφωθεί ακόμη και σε διψήφιο ποσοστό. Δεν παύει, όμως να αποτελεί για την τράπεζα ένα αρκετά βαρύ φορτίο, αφού θα πληρώνει τόκους άνω των 50 εκατ. ευρώ το χρόνο.
Όμως, το ομόλογο της Πειραιώς ήταν μόνο το πρώτο βήμα σε ένα μακρύ και δύσβατο δρόμο για τις ελληνικές τράπεζες. Όπως υπολογίζει το Global Capital, για να καλύψουν τις πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις της Οδηγίας για την εξυγίανση τραπεζών (BRRD), οι ελληνικές τράπεζες θα χρειασθεί να συγκεντρώσουν έως το τέλος του 2025 συνολικά 13 δισ. ευρώ με αντίστοιχες εκδόσεις. Δηλαδή, θα πρέπει να εκδίδουν τίτλους AT1 με ρυθμό 3 δισ. ευρώ το χρόνο, που αντιστοιχούν σε πέντε εκδόσεις ετησίως με το μέγεθος της έκδοσης της Πειραιώς.
Δύο είναι τα προφανή προβλήματα σε αυτή τη διαδικασία:
- Η πολιτική μηδενικών επιτοκίων της ΕΚΤ και οι έκτακτες παροχές ρευστότητας με αγορές ομολόγων και χρηματοδότηση των τραπεζών δεν θα διατηρηθούν επ' άπειρον. Όσο θα «σφίγγει» την πολιτική της η κεντρική τράπεζα, τόσο δυσκολότερη και ακριβότερη θα γίνεται η προσέλκυση επενδυτών από τις ελληνικές τράπεζες σε τέτοιες εκδόσεις υψηλού ρίσκου.
- Σε μια εποχή όπου οι τράπεζες θα κάνουν μια πολύ δύσκολη προσπάθεια για να επιστρέψουν με βιώσιμο τρόπο σε κερδοφορία, η επιβάρυνση που θα έχουν από τους τόκους για αυτά τα ομόλογα θα είναι δυσβάστακτη και θα απειλεί την προσπάθεια βελτίωσης των οικονομικών αποτελεσμάτων, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τις μετοχές των τραπεζών.
Ανησυχεί η Τράπεζα της Ελλάδος
Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν έχει κρύψει την ανησυχία της για τα προβλήματα που θα δημιουργήσει στις ελληνικές τράπεζες το νέο εποπτικό πλαίσιο. Μάλιστα, στην τελευταία Έκθεση του Διοικητή, ο Γιάννης Στουρνάρας προτείνει ευθέως την «προσαρμογή στη μεθοδολογία υπολογισμού της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (Minimum Requirement of Eligible Liabilities – MREL) για τα μικρά και μεσαίου μεγέθους πιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου αυτή να αντανακλά πλήρως το επιχειρηματικό μοντέλο τους κυρίως ως ιδρυμάτων αποδοχής καταθέσεων (deposit-taking institutions)».
Όπως αναφέρει, «σύμφωνα με την BRRD, όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, ανεξαρτήτως μεγέθους ή επιχειρηματικού μοντέλου, καλούνται να εκδώσουν τίτλους σε τέτοια ποσότητα, σύμφωνα με τη σχετική μεθοδολογία, ώστε να καλύψουν κεφαλαιακές ανάγκες για απορρόφηση ζημιών ή κεφαλαιοποίησης σε περίπτωση εξυγίανσης. Μπορεί το τρέχον περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων να είναι ευνοϊκό για τις εκδόσεις αυτές, ωστόσο τα συμπιεσμένα περιθώρια κέρδους και οι ανησυχίες σχετικά με τη μεσοπρόθεσμη αρνητική επίδραση της πανδημίας στην κερδοφορία των πιστωτικών ιδρυμάτων καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολο να εκπληρωθεί αυτή η απαίτηση από τα μικρά και μεσαίου μεγέθους πιστωτικά ιδρύματα» (σ.σ.: οι ελληνικές συστημικές τράπεζες κατατάσσονται στην κατηγορία των μικρών και μεσαίων πιστωτικών ιδρυμάτων της ευρωζώνης).
Τι ορίζει το νέο εποπτικό πλαίσιο
Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση στην Ευρώπη, εισήχθησαν μεταρρυθμίσεις στο εποπτικό πλαίσιο με την Οδηγία BRRD, στόχος των οποίων ήταν να υπάρχει μια ασφαλιστική δικλίδα για να αποφεύγονται οι διασώσεις τραπεζών με κρατικό χρήμα. Υπενθυμίζεται ότι η Οδηγία αυτή καθιέρωσε για πρώτη φορά το «κούρεμα» όχι μόνο μετόχων και πιστωτών, αλά και καταθετών, προκειμένου να περιορίζεται ο κίνδυνος να απαιτηθεί κρατική διάσωση τραπεζών.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι τράπεζες υποχρεώνονται πλέον, σταδιακά έως το τέλος του 2025, να διαθέτουν ένα πρόσθετο στρώμα κεφαλαίων, που θα βρίσκονται ανάμεσα στο μετοχικό κεφάλαιο και στις καταθέσεις, δηλαδή τα ομόλογα AT1. Πρόκειται για μια κατηγορία υβριδικών τίτλων, όπως ήταν και τα Coco's των ελληνικών τραπεζών, οι οποίοι αυτόματα χρησιμοποιούνται ως μέσο απορρόφησης ζημιών όταν ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας υποχωρήσει κάτω από το ελάχιστο όριο και τεθεί σε κίνηση ο μηχανισμός εξυγίανσης μιας τράπεζας.
Δηλαδή πρόκειται για τίτλους με υψηλό βαθμό κινδύνου, αφού ο ομολογιούχος κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να χάσει το σύνολο των κεφαλαίων του, εάν η τράπεζα εμφανίσει χαμηλό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Στην περίπτωση της Τρ. Πειραιώς, για παράδειγμα, το όριο πέραν του οποίου «εξανεμίζεται» το ομόλογο AT1 είναι να πέσει κάτω από το 5,125% ο βασικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας (tier 1). Αυτός είναι και ο λόγος που τα επιτόκια αυτών των ομολόγων είναι τόσο υψηλά.