Αλλάζει στάση η Ρωσία αναφορικά με την τροφοδότηση φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, η οποία βρίσκεται σε δυσχερή θέση, ελέω και της ενεργειακής κρίσης. Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ζήτησε κατά την διάρκεια κυβερνητικής σύσκεψης, από τον επικεφαλής του ρωσικού ενεργειακού κολοσσού Gazprom που ελέγχεται από το Κρεμλίνο, Αλεξέι Μίλερ, να αρχίσει την παροχή φυσικού αερίου στις ευρωπαϊκές αποθήκες φυσικού αερίου μόλις η Ρωσία ολοκληρώσει την πλήρωση των δικών της αποθεμάτων.
H πρώτη, αυτή, σημαντική υποχώρηση από τη Ρωσία, αναπτερώνει τις ελπίδες για ουσιαστική αναχαίτιση της ενεργειακής κρίσης που σαρώνει την Ευρώπη.
Ο Μίλερ από την πλευρά του δήλωσε ότι η Gazprom μέχρι την 1η Νοέμβριου θα έχει καλύψει την παροχή των εγχώριων εγκαταστάσεων αποθήκευσης φυσικού αερίου με τις προγραμματισμένες ποσότητες των 72 και πλέον δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων (bcm) φυσικού αερίου και θα ολοκληρώσει την πλήρωση τους έως τις 8 Νοεμβρίου. Στη συνέχεια, είπε ο Μίλερ, η Gazprom είναι έτοιμη να συνεχίσει την παροχή φυσικού αερίου στις ευρωπαϊκές εγκαταστάσεις υπόγειας αποθήκευσης φυσικού αερίου (UGS) αφού ολοκληρώσει την πλήρωση των εγκαταστάσεων UGS στη Ρωσία.
«Μόλις ολοκληρώσουμε την παροχή φυσικού αερίου στις εγκαταστάσεις αποθήκευσης της Ρωσικής Ομοσπονδίας, θα αρχίσουμε να παρέχουμε το φυσικό αέριο της Gazprom στις εγκαταστάσεις αποθήκευσης της Ευρώπης. Και, φυσικά, χωρίς αμφιβολία, αυτό θα αυξήσει την αξιοπιστία και τη σταθερότητα των προμηθειών κατά τη φθινοπωρινή και χειμερινή περίοδο τον ερχόμενο χειμώνα» δήλωσε ο Μίλερ.
Ο Ρώσος πρόεδρος αναφερόμενος στην τεταμένη κατάσταση που επικρατεί στις ευρωπαϊκές ενεργειακές αγορές, είπε ότι δημιουργεί ορισμένους κινδύνους και για τη Ρωσία δεδομένων των στενών σχέσεων μεταξύ των κρατών. Παράλληλα δήλωσε ότι ανέθεσε στην κυβέρνηση έως την 1η Νοέμβριου να εκπονήσει ένα σύνολο μέτρων στο ζήτημα αυτό, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές συνέπειες που δημιουργούνται για τη Ρωσία από το ενεργειακό έλλειμα που παρατηρείται στην Ευρώπη και την αποσταθεροποίηση που προκαλείται σε διάφορες επιμέρους αγορές όπως είναι οι αγορές λιπασμάτων, μεταλλουργικών προϊόντων και του αγροτικού τομέα