Ένα διχασμένο Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε προσωρινές εντολές περιορισμού που είχε εκδώσει ομοσπονδιακός δικαστής στην Ουάσινγκτον, D.C., οι οποίες είχαν αναστείλει ορισμένες απελάσεις βάσει του Νόμου περί Εχθρικών Αλλοδαπών. Το δικαστήριο χωρίστηκε 5-4, με τα μέλη που έχουν διοριστεί από Ρεπουμπλικανούς να αποτελούν την πλειοψηφία, ενώ η διορισμένη από τον Τραμπ, Έιμι Κόνι Μπάρετ, διαφώνησε μαζί με τις τρεις δικαστικούς που έχουν διοριστεί από Δημοκρατικούς.
Η πλειοψηφία χαρακτήρισε το ζήτημα ως απλή διαδικαστική διαφωνία, αλλά οι δικαστές της μειοψηφίας έκαναν λόγο για σοβαρότερα ζητήματα, με τη δικαστίνα Σόνια Σοτομαγιόρ να τονίζει πιθανές «συνέπειες ζωής ή θανάτου».
Σε μια ανυπόγραφη απόφαση per curiam, η πλειοψηφία ανέφερε ότι οι κρατούμενοι πρέπει να ασκήσουν προσφυγές μέσω διαδικασίας habeas corpus και μάλιστα στην περιφέρεια όπου κρατούνται. «Οι κρατούμενοι βρίσκονται στο Τέξας, άρα ο τόπος εκδίκασης δεν μπορεί να είναι η Περιφέρεια της Κολούμπια», έγραψε η πλειοψηφία.
Η απόφαση απαιτεί επίσης οι κρατούμενοι να ενημερωθούν ότι υπόκεινται σε απομάκρυνση βάσει του νόμου και η ειδοποίηση αυτή να τους παρασχεθεί έγκαιρα και με τρόπο που να τους επιτρέπει να προσφύγουν νομικά στο κατάλληλο δικαστήριο πριν την απομάκρυνσή τους. Η πλειοψηφία ξεκαθάρισε ότι δεν αποφάνθηκε επί της ουσίας για την ερμηνεία του ίδιου του νόμου.
Ο Λι Γκελέρντ της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικών Ελευθεριών (ACLU), νομικός εκπρόσωπος των προσφευγόντων στο Ανώτατο Δικαστήριο, τόνισε τη σημασία της απόφασης για τη διαδικασία δίκαιης δίκης. «Το κρίσιμο σημείο αυτής της απόφασης είναι ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είπε πως πρέπει να διασφαλίζεται η δίκαιη διαδικασία για την προσβολή της απομάκρυνσης βάσει του Νόμου περί Εχθρικών Αλλοδαπών. Πρόκειται για σημαντική νίκη», δήλωσε.
Η δικαστίνα Σοτομαγιόρ, σε αντίθετη γνώμη, που υπογράφουν επίσης οι δύο άλλοι δικαστές που έχουν διοριστεί από Δημοκρατικούς και εν μέρει η Μπάρετ, χαρακτήρισε την ερμηνεία της πλειοψηφίας «ύποπτη». Επισήμανε ότι το δικαστήριο παραχώρησε στην κυβέρνηση «εξαιρετικά ευνοϊκή μεταχείριση» χωρίς να αναγνωρίσει τη «σοβαρή βλάβη που θα υποστούν οι προσφεύγοντες αν απελαθούν εσφαλμένα στο Ελ Σαλβαδόρ» και χωρίς να εξετάσει «τις προσπάθειες της κυβέρνησης να υπονομεύσει τη δικαστική διαδικασία».
Η πλειοψηφία επέκρινε την «ρητορική» των διαφωνούντων και υποστήριξε ότι συμφωνεί πως οι κρατούμενοι δικαιούνται ειδοποίηση και ευκαιρία να προσβάλουν την απομάκρυνσή τους. Το μόνο ερώτημα, έγραψε, είναι ποιο δικαστήριο θα αποφανθεί τελικά. Ο δικαστής Μπρετ Κάβανο, μέλος της πλειοψηφίας, πρόσθεσε ξεχωριστή σύμφωνη γνώμη για να τονίσει πως «και οι εννέα δικαστές συμφωνούν ότι η δικαστική επανεξέταση είναι διαθέσιμη. Το μόνο ζήτημα είναι πού θα γίνει αυτή η επανεξέταση».
Ωστόσο, σε σχέση με τον κίνδυνο για τη ζωή των προσφευγόντων, η Σοτομαγιόρ έγραψε ότι «όσοι δεν έχουν πρόσβαση σε νομική εκπροσώπηση ή δεν μπορούν να ασκήσουν έγκαιρα έφεση σε δυσμενή απόφαση αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο άμεσης απομάκρυνσης σε επικίνδυνες συνθήκες στο διαβόητο σωφρονιστικό κέντρο CECOT του Ελ Σαλβαδόρ, όπου οι κρατούμενοι υφίστανται σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Εξέφρασε επίσης την ανησυχία ότι άτομα ενδέχεται να απελαθούν κατά λάθος και η κυβέρνηση να μην προσπαθήσει να τα επαναφέρει — ζήτημα που εξετάζεται και σε άλλη εκκρεμή υπόθεση.
Η δικαστίνα Κετάντζι Μπράουν Τζάκσον εξέδωσε ξεχωριστή διαφωνία, καυτηριάζοντας την απόφαση της πλειοψηφίας, λέγοντας ότι ο πρόεδρος Τραμπ «επικαλέστηκε έναν αιωνόβιο νόμο εποχής πολέμου για να μεταφέρει άτομα σε ένα διαβόητα σκληρό, ξενόκτητο σωφρονιστικό ίδρυμα. Για όσους αγαπούν την ελευθερία, αυτό θα πρέπει να προκαλεί έντονη ανησυχία».
Η διοίκηση Τραμπ προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο σχετικά με την εφαρμογή του Νόμου του 1798, τον οποίο επικαλέστηκε για να απελάσει άμεσα φερόμενα μέλη βενεζουελανών συμμοριών με πτήσεις προς το Ελ Σαλβαδόρ. Ο νόμος έχει εφαρμοστεί μόλις τρεις φορές στην ιστορία των ΗΠΑ, όλες κατά τη διάρκεια κηρυγμένων πολέμων.
Στις 15 Μαρτίου, ο ομοσπονδιακός δικαστής Τζέιμς Μπόσμπεργκ εξέδωσε προσωρινές εντολές περιορισμού για την αναστολή ορισμένων απελάσεων, εν αναμονή περαιτέρω δικαστικής εξέτασης. Ομοσπονδιακό εφετείο στην Ουάσινγκτον, D.C., αρνήθηκε να αναστείλει τις εντολές και η κυβέρνηση προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο.
«Η υπόθεση αυτή θίγει θεμελιώδη ερωτήματα για το ποιος αποφασίζει σχετικά με κρίσιμες επιχειρήσεις εθνικής ασφάλειας: ο Πρόεδρος, βάσει του Άρθρου II, ή το Δικαστικό Σώμα, μέσω προσωρινών εντολών περιορισμού (TROs)», έγραψε η κυβέρνηση στην προσφυγή της στις 28 Μαρτίου προς τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου Τζον Ρόμπερτς. «Το Σύνταγμα δίνει σαφή απάντηση: ο Πρόεδρος. Η δημοκρατία δεν αντέχει άλλη επιλογή».
Από την πλευρά τους, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι η κυβέρνηση δεν δικαιούται επείγουσα προστασία, επισημαίνοντας ότι έχει άλλες νομικές οδούς για την απομάκρυνση ατόμων πέραν του Νόμου περί Εχθρικών Αλλοδαπών. Υπογράμμισαν επίσης ότι, χωρίς τις εντολές του Μπόσμπεργκ, «οι εντολείς τους θα υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη — θα σταλούν σε διαβόητη φυλακή στο Ελ Σαλβαδόρ, όπου θα παραμείνουν απομονωμένοι, ενδεχομένως για όλη τους τη ζωή, χωρίς καμία ευκαιρία να αμφισβητήσουν τον χαρακτηρισμό τους ως μέλη συμμορίας».
Ο Μπόσμπεργκ εξετάζει ξεχωριστά εάν αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ παραβίασαν τις εντολές του. Η κυβέρνηση έχει αμφισβητήσει την αρμοδιότητά του και υποστηρίζει ότι δεν παραβίασε τεχνικά τις εντολές του. Ωστόσο, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι παραβίασαν κατάφωρα τις εντολές, καθώς δεν επιχείρησαν καν να επαναφέρουν τα άτομα που απελάθηκαν, παρά την ξεκάθαρη εντολή και τη δυνατότητα να το κάνουν. Ο δικαστής αναμένεται να εκδώσει απόφαση τις επόμενες ημέρες, μετά από ακροαματική διαδικασία κατά την οποία είχε δυσκολία να αποσπάσει απαντήσεις από την κυβέρνηση για την εφαρμογή των εντολών του.
Η επίκληση θεμάτων εθνικής ασφάλειας από την κυβέρνηση των ΗΠΑ γίνεται ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη το σκάνδαλο "Signalgate", κατά το οποίο αξιωματούχοι αποκάλυψαν από λάθος ευαίσθητες στρατιωτικές πληροφορίες.
Επιπλέον, σε άλλη υπόθεση, η αμερικανική κυβέρνηση παραδέχτηκε ότι έκανε «διοικητικό σφάλμα», απελαύνοντας άτομο σε φυλακή του Ελ Σαλβαδόρ το οποίο δεν έπρεπε να είχε σταλεί εκεί — γεγονός που η Σοτομαγιόρ επικαλέστηκε στη διαφωνία της.