Ο Μάριο Ντράγκι μπορεί να χαρακτηριστεί, δικαίως, ένας αυτοδημιούργητος οικονομολόγος διεθνούς κύρους, o οποίος δέχθηκε, προσωρινά, να δραστηριοποιηθεί στο πεδίο της πολιτικής.
Γεννήθηκε στην Ρώμη στις 3 Σεπτεμβρίου του 1947, και σε ηλικία μόλις 15 ετών, πέρασε την σκληρότερη δοκιμασία της ζωής του: Έχασε και τους δυο γονείς του. Ο πατέρας του ήταν υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα Εργασίας Bnl και η μητέρα του φαρμακοποιός, στην μεσοαστική περιοχή Monteverde της Αιώνιας Πόλης.
Στηρίχθηκε στην βοήθεια της αδελφής της μητέρας του και μετατράπηκε αμέσως, εκ των πραγμάτων, σε κύριο σημείο αναφοράς για τα δυο μικρότερα αδέλφια του. Φοίτησε σε λύκειο Ιησουιτών, στο κέντρο της Ρώμης, το γνωστό σχολικό ινστιτούτο Μασιμιλιάνο Μάσιμο. Διάλεξε, φυσικά, οικονομική κατεύθυνση για τις σπουδές του και το 1970 υποστήριξε την πτυχιακή του εργασία στο πανεπιστήμιο της Ρώμης La Sapienza, η οποία είχε ως θέμα «την οικονομική ολοκλήρωση και αλλαγή των συναλλαγματικών ισοτιμιών».
Αμέσως μετά αποφάσισε να φύγει για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στο πλέον έγκυρο Massachussets Institute of Technology. Παντρεύτηκε πριν κλείσει τα τριάντα και, στην Αμερική πάντα, παράλληλα με την μελέτη, ασχολήθηκε, όσο μπορούσε, με την άθληση: Ποδόσφαιρο και μπάσκετ, με καλύτερες επιδόσεις στο δεύτερο.
Φίλοι του που τον συναναστράφηκαν την συγκεκριμένη εποχή, τονίζουν ότι «δεν ήταν αρκετά επιθετικός για το ποδόσφαιρο, δεν ήθελε να σπρώχνει τους αντιπάλους και ούτε να βάζει τρικλοποδιές». Προτιμούσε μια πιο θεωρητική, στρατηγική προσέγγιση, η οποία, όντως, αρμόζει αρκετά στο «ευγενές άθλημα» της καλαθοσφαίρισης.
Πρόκειται για έναν δημόσιο άνδρα ο οποίος προωθεί ένα λιτό, και ορισμένες φορές αυστηρό προφίλ, αλλά διαθέτει, παράλληλα, αρκετή ειρωνεία και αυτοσαρκασμό. Δεν λείπουν τα ανέκδοτα: «Ένας νέος που έπρεπε να υποβληθεί σε μεταμόσχευση, διάλεξε την καρδιά ενός ογδοντάχρονου τραπεζίτη, διότι ήταν βέβαιος ότι δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ», είπε πριν λίγες ημέρες, αστειευόμενος, στους ξένους ανταποκριτές. Προχθές, όμως, στην παρέμβαση στην βουλή, με εμφανή συγκίνηση, πρόσθεσε: «κάποιες φορές, τελικά, πάλλεται και η καρδιά των κεντρικών τραπεζιτών».
Η πανεπιστημιακή του καριέρα, ξεκίνησε στο Τρέντο της βόρειας Ιταλίας, το 1975, και συνεχίσθηκε στην Πάδοβα, στην Βενετία και στην Φλωρεντία, μέχρι το 1991.
Παράλληλα, όμως, άρχισε και η σταδιοδρομία του στους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς: από το 1984 μέχρι το 1990 ανέλαβε την θέση του εκτελεστικού διευθυντή της Διεθνούς Τράπεζας. Στην συνέχεια, από το 1991 μέχρι το 2001, ήταν γενικός διευθυντής του υπουργείου θησαυροφυλακίου της Ιταλίας, χαίροντας της πλήρους εμπιστοσύνης, τόσο των κεντροαριστερών, όσο και των κεντροδεξιών κυβερνήσεων. Διαβάζοντας το βιογραφικό του, μπορεί να κατανοήσει, κανείς, για ποιο λόγο, στα εβδομήντα τέσσερά του χρόνια, δηλώνει ότι δεν πρόκειται να αναλάβει κανένα άλλο δημόσιο αξίωμα, ότι θέλει «να είναι, στο μέλλον, ένας παππούς πλήρους απασχόλησης». Νιώθει πλήρως ικανοποιημένος.
Είχε θέσεις μεγάλης ευθύνης, στην τράπεζα επενδύσεων Goldman Sachs και το 2006 ορίστηκε διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας. Είναι σαφές, όμως, ότι οφείλει την μεγάλη αναγνωρισιμότητά του, στην θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, την οποία κατείχε από το 2011 μέχρι το 2019. «Ανέλαβε το πηδάλιο σε μια θυελλώδη εποχή, στην οποία ετέθη υπό αμφισβήτηση η σταθερότητα του ευρώ και η ίδια του η επιβίωση», όπως έγραψε η ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera.
Όλοι, στην Γηραιά Ήπειρο και όχι μόνον, θυμούνται την ομιλία του Ντράγκι, της 26ης Ιουλίου του 2012. «Ο καθηγητής» ή «ο Αμερικανός», όπως των αποκαλούν πολλοί (λόγω της μακράς παραμονής του στις Ηνωμένες Πολιτείες) τόνισε ότι θα έκανε «οτιδήποτε χρειαζόταν» για να σώσει το Ευρώ, το οποίο «έπρεπε να θεωρείται μια μη ανατρέψιμη κατάκτηση».
Δεν συνηθίζει να αναφέρεται στις πιο κρίσιμες στιγμές της παραμονής του στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα της Φρανκφούρτης. Αλλά είναι ευρέως γνωστό ότι δέχθηκε σφοδρές κριτικές από την Γερμανία, η οποία θα επιθυμούσε μια πολύ πιο αυστηρή και άνευ ελαστικότητας διαχείριση, της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής.
Η τελευταία, έως τώρα, σελίδα της καριέρας του, είναι εκείνη της ανάληψης της πρωθυπουργίας της Ιταλίας, τον Φεβρουάριο του 2021. Με απευθείας επιλογή του Ιταλού προέδρου της δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα, ο οποίος θεώρησε ότι ο «σούπερ Μάριο» ήταν η ισχυρότερη εγγύηση για την απρόσκοπτη εφαρμογή του Ιταλικού Σχεδίου Ανάκαμψης, και για να μπορέσουν να γίνουν, παράλληλα, όλες οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις.
Όταν δεν ασχολείται με τις πολιτικές και τις οικονομικές εξελίξεις, ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ πηγαίνει λίγο έξω από την Ρώμη, στο Λαβίνιο, ένα ήσυχο και όχι ιδιαίτερα κοσμικό παραθαλάσσιο θέρετρο, όπου τον έχουν δει να κολυμπά, αλλά και να τρέχει, τις πρώτες πρωινές ώρες. Περνά και αρκετά σαββατοκύριακα, δε, στην καταπράσινη περιοχή της Ούμπρια, βόρεια της ιταλικής πρωτεύουσας, όπου έχει σπίτι. Στοχάζεται, ηρεμεί, παίρνει κρίσιμες αποφάσεις. Και ακούει, φυσικά, την γνώμη της γυναίκας του, Σερένα Καπέλο, λάτρη της βρετανικής λογοτεχνίας. Μαζί απέκτησαν δυο παιδιά, και σύμφωνα με στενούς τους φίλους είναι, ίσως, ο πολυτιμότερος σύμβουλος του «σούπερ Μάριο».