Θαυμασμός. Μαζί με λίγη ζήλεια. Ας το παραδεχθούμε: εδώ και δύο δεκαετίες, η βιομηχανική ισχύς της Γερμανίας, η πλήρης απασχόληση και τα τεράστια εξωτερικά της πλεονάσματα προκαλούν μερικές φορές μια υποψία εκνευρισμού. Πώς οι Γερμανοί έχουν καταφέρει να διατηρήσουν έναν τόσο πυκνό ιστό μικρομεσαίων βιομηχανικών επιχειρήσεων – το περίφημο Mittelstand - , ενώ εμείς (στη Γαλλία) αγωνιζόμαστε να σώσουμε τους ηττημένους μας κλάδους, όπως εκείνον του ντίζελ;
Είναι αλήθεια πως η δύναμη της γερμανικής οικονομίας, το μεγάλο της άνοιγμα στις εξαγωγές δηλαδή, την καθιστά πιο ευάλωτη από τη γαλλική στις διακυμάνσεις του παγκοσμίου εμπορίου. Επιπλέον, οι νέοι κανονισμοί για τη ρύπανση που τέθηκαν σε ισχύ τον περασμένο Σεπτέμβριο αποδιοργάνωσαν για πολλούς μήνες τις αλυσίδες παραγωγής γερμανικών αυτοκινήτων. Σύμφωνα με την εταιρεία Euler Hermes, το ένα τρίτο της επιβράδυνσης της γερμανικής ανάπτυξης που παρατηρήθηκε το τελευταίο τρίμηνο του 2018 οφείλεται στα αποτελέσματα του ελέγχου αυτού του τομέα, άλλο ένα τρίτο στις πολιτικές αβεβαιότητες και ένα 20% στις εμπορικές εντάσεις.
Οι περισσότεροι από τους παράγοντες αυτούς όμως είναι προσωρινοί και συγκυριακοί. Δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τα στέρεα θεμέλια του γερμανικού μοντέλου, που τόσο ζηλεύουμε. Τουλάχιστον από μια πρώτη ματιά. Γιατί αν παρατηρήσουμε καλύτερα αυτό το μοντέλο, θα δούμε ότι υπονομεύεται από μια ύπουλη ασθένεια, που τα συμπτώματά της προς το παρόν δεν φαίνονται, θα γίνουν όμως πολύ σοβαρά αν δεν αλλάξει κάτι τα επόμενα χρόνια.
Ας πάρουμε τα τεράστια εξωτερικά πλεονάσματα της χώρας. Αποτελούν το προϊόν της μεγάλης ανταγωνιστικότητας και της εξαγωγικής έκρηξης του Mittelstand; Όχι ακριβώς. Ο οικονομολόγος Patrick Artus από την εταιρεία Natixis παρατηρεί ότι το 70% του εξωτερικού πλεονάσματος προέρχεται στην πραγματικότητα από το υψηλό επίπεδο αποταμίευσης. Τα νοικοκυριά βάζουν πολλά χρήματα στην άκρη για να προετοιμαστούν για τα γεράματα, οι οικονομίες τους όμως δεν διοχετεύονται στη χρηματοδότηση των τοπικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων ή στην καινοτομία.
Ούτε όμως οι επιχειρήσεις επενδύουν αρκετά. Γιατί δεν καινοτομούν περισσότερο; Δεν έχουν έμπνευση; Μήπως πολλοί επιχειρηματίες του Mittelstand έχουν άγχος με τη διαδοχή τους, δεν βρίσκουν δηλαδή υποψήφιους να πάρουν τα ηνία όταν οι ίδιοι αποχωρήσουν; Η δημογραφία αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα. Η Γερμανία γερνάει! Και το φαινόμενο αυτό είναι ανησυχητικό, έστω κι αν η ροή εργαζομένων από την ανατολική Γερμανία τα τελευταία χρόνια, και στη συνέχεια προσφύγων, δίνει προσωρινά κάποιες λύσεις.
Το χαμηλό επίπεδο επενδύσεων στη Γερμανία την καθιστά επίσης ευάλωτη απέναντι στην Κίνα, που μετατρέπεται βαθμιαία σε «συστηματικό ανταγωνιστή» της στους περισσότερους βιομηχανικούς τομείς. Η μετάβαση προς το ηλεκτρικό αυτοκίνητο θα ευνοήσει την Ασία, που έχει το μονοπώλιο της παραγωγής ηλεκτρικών μπαταριών. Η χώρα του Γκαίτε είναι επίσης πολύ εξαρτημένη από το αυτοκίνητο και τα ενδιάμεσα αγαθά, όπως η χημεία και η μεταλλουργία, που πολλοί αποκαλούν «βιομηχανίες του χθες». Την παραμονή μεγάλων μεταλλάξεων της παγκόσμιας οικονομίας, αυτό είναι μειονέκτημα: η ζήτηση βιομηχανικών προϊόντων φθίνει παντού, ενώ ανθεί η κατανάλωση υπηρεσιών...
«Το γερμανικό μοντέλο βουλιάζει», λέει ο Sylvain Broyer, επικεφαλής οικονομολόγος της S&P Global Ratings. «Βλέπει την Κίνα να πλησιάζει επικίνδυνα και πρέπει να ανανεωθεί επειγόντως». Όπως το έκανε πριν από δεκαπέντε χρόνια με τις μεταρρυθμίσεις του Σρέντερ. Μόνο που τώρα η πολιτική τάξη είναι απασχολημένη με τη διαδοχή της Αγγελα Μέρκελ. «Οι υποψήφιοι τοποθετούνται στον χάρτη», λέει ένας καλός γνώστης της βερολινέζικης ζωής. «Προς το παρόν, όμως, κανείς από τους υποψήφιους δεν έχει αντιληφθεί τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν ώστε η Γερμανία να μην ξαναγίνει αυτό που ήταν στην αρχή της δεκαετίας του 2000: ο ασθενής της Ευρώπης».
Η Marie Charrel είναι αρθρογράφος της Monde.
Πηγή: Le Monde, ΑΜΠΕ