Το επίκαιρο θέμα των αυξήσεων των τιμολογίων σε επιμέρους κλάδους ασφαλιστικών εργασιών και ειδικότερα στον τομέα Υγείας αναλύει διεξοδικά ο Μιχάλης Τζωρτζωρής, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Μεσιτών Ασφαλίσεων (ΣΕΜΑ), σε μια συνέντευξη του εφ’ όλης της ύλης στο sofokleous.in.
Αναγνωρίζοντας ότι υπάρχει πράγματι πρόβλημα αυξήσεων στα προϊόντα του κλάδου υγείας, τονίζει ότι οι αιτίες που το προκαλούν είναι πολλές και σύνθετες.
«Τα τελευταία χρόνια έχουμε σημαντική αύξηση της συχνότητας των νοσηλειών αλλά και του μέσου κόστους νοσηλείας. Πριν μερικά χρόνια είχαμε 13 νοσηλείες ανά 100 ασφαλισμένους και μέσο κόστος 2.800 ευρώ ανά νοσηλεία. Σήμερα έχουμε περίπου 20 νοσηλείες ανά 100 ασφαλισμένους και μέσο κόστος 4.500 ευρώ ανά νοσηλεία. Η προσαρμοσμένη αύξηση του κόστους είναι της τάξεως 240%», επισημαίνει.
Για τον κλάδο ασφάλισης αυτοκινήτων ο Μιχάλης Τζωρτζωρής αναφέρει ότι «η κατάσταση άλλαξε δραματικά μετά την πανδημία, με την απότομη αύξηση των μετακινήσεων να οδηγεί σε άνοδο των ατυχημάτων. Παρά την αλλαγή αυτή, οι τιμές δεν προσαρμόστηκαν έγκαιρα, καθώς οποιαδήποτε αύξηση τιμολογίων παρουσιάζει δυσκολίες και προκαλεί αντιδράσεις - σε αντίθεση με τις μειώσεις. Αυτό προκαλεί πλέον σημαντικές ζημίες στον συγκεκριμένο κλάδο.
» Είναι λογικό να αναμένουμε ότι τα επόμενα χρόνια θα υπάρξει μια περίοδος αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων, προκειμένου να εξισορροπηθούν τα οικονομικά αποτελέσματα και να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του κλάδου».
Μιλώντας γενικότερα για την ελληνική ασφαλιστική αγορά επισημαίνει ότι αντιμετωπίζει διαχρονικά ένα σημαντικό έλλειμμα ασφάλισης.
«Τα στοιχεία για την παραγωγή ασφαλίστρων στο τέλος του 2024 αναμένεται να δείξουν ότι το ποσοστό διαμορφώνεται στο 2,7% του ΑΕΠ. Αυτό απέχει σημαντικά από τον μέσο ευρωπαϊκό δείκτη, ο οποίος ανέρχεται περίπου στο 7,5%.
» Οι αιτίες αυτής της απόκλισης είναι ποικίλες, αλλά ορισμένες παράμετροι ξεχωρίζουν. Μεταξύ αυτών:
- Ο υψηλός φόρος ασφαλίστρων, που είναι ο υψηλότερος στην Ευρώπη
- Η έλλειψη φορολογικών κινήτρων
- Η επικρατούσα εσφαλμένη αντίληψη ότι οι ζημιές είτε δεν πρόκειται να συμβούν, είτε - εαν συμβούν - θα καλυφθούν από το κράτος».
Αναφέρεται επίσης στην πρόοδο της αγοράς τα τελευταία πέντε χρόνια (από το 2019):
«Οι ρυθμοί ανάπτυξης ξεπερνούν κατά πολύ αυτούς της συνολικής οικονομίας, ενώ το 2024 σημειώνεται νέο ιστορικό ρεκόρ στην παραγωγή ασφαλίστρων (περί τα 5,7 δις). Η ελληνική ασφαλιστική αγορά έχει πλέον τις προϋποθέσεις για να συνεχίσει να αναπτύσσεται. Στόχος είναι έως το 2030 να φτάσει η συνολική παραγωγή στα 10 δισ. ευρώ, καταλαμβάνοντας το 4% του ΑΕΠ»
Συνέντευξή στον ΤΑΣΟ ΤΣΟΜΠΑΝΙΔΗ
- Η συνολική παραγωγή ασφαλίστρων στην χώρα μας μόλις και φθάνει το 2% του ΑΕΠ κατατάσσοντας την στις τελευταίες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ποιές είναι οι βασικές αιτίες που διαμορφώνουν αυτή την τάση;
Πραγματικά η ελληνική ασφαλιστική αγορά αντιμετωπίζει διαχρονικά ένα σημαντικό έλλειμμα ασφάλισης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, τα στοιχεία για την παραγωγή ασφαλίστρων στο τέλος του 2024 αναμένεται να δείξουν ότι το ποσοστό διαμορφώνεται στο 2,7% του ΑΕΠ. Αυτό το ποσοστό απέχει σημαντικά από τον μέσο ευρωπαϊκό δείκτη, ο οποίος ανέρχεται περίπου στο 7,5%.
Οι αιτίες αυτής της υστέρησης είναι ποικίλες. Ορισμένες παράμετροι ξεχωρίζουν. Μεταξύ αυτών, το υψηλό ποσοστό φόρου ασφαλίστρων, που είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη, η έλλειψη φορολογικών κινήτρων, καθώς και η επικρατούσα, εσφαλμένη αντίληψη ότι οι ζημιές είτε δεν πρόκειται να συμβούν. είτε, αν συμβούν, θα καλυφθούν από το κράτος
Υπάρχουν πάντως και ενθαρρυντικές εξελίξεις που αξίζουν να αναφερθούν. Η πολιτεία, ειδικά τα τελευταία χρόνια, αναγνωρίζει όλο και περισσότερο τη σημασία της ασφάλισης ως απαραίτητο εργαλείο διαφύλαξης της κοινωνίας και της οικονομίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, έχουν εφαρμοστεί σημαντικά μέτρα, όπως η υποχρεωτική ασφάλιση επιχειρήσεων και η 1η παροχή κινήτρου, όπως η έκπτωση ΕΝΦΙΑ για τις ασφαλισμένες κατοικίες.
Αυτές οι πρωτοβουλίες αναμένεται να βοηθήσουν τη σύγκλιση της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς με τους μέσους ευρωπαϊκούς δείκτες και να μειώσουν την υπασφάλιση μας ως κοινωνία.
Παράλληλα πρέπει να γνωρίζετε ότι η πρόοδος της αγοράς τα τελευταία πέντε χρόνια (από το 2019) είναι εντυπωσιακή. Οι ρυθμοί ανάπτυξης ξεπερνούν κατά πολύ αυτούς της συνολικής οικονομίας, ενώ το 2024 σημειώνεται νέο ιστορικό ρεκόρ στην παραγωγή ασφαλίστρων (περί τα 5,7 δις).
Προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι η ελληνική ασφαλιστική αγορά διαθέτει πλέον τις προϋποθέσεις για να συνεχίσει να αναπτύσσεται. Στόχος είναι έως το 2030 να φτάσει η συνολική παραγωγή στα 10 δισ. ευρώ, καταλαμβάνοντας το 4% του ΑΕΠ.
Καλύτερες υπηρεσίες και καλύψεις
- Πέραν του ποσοτικού μεγέθους, πιστεύεται ότι διαχρονικά ενισχύεται η ποιότητα των καλύψεων που προσφέρουν τα ασφαλιστικά προϊόντα; Εξαλείφονται οι επαχθείς όροι σε κάποια από τα ασφαλιστικά συμβόλαια;
- Η ποιότητα των παρεχόμενων ασφαλιστικών καλύψεων παρουσιάζει διαχρονικά αξιοσημείωτη βελτίωση. Η εξέλιξη αυτή αφορά τόσο τον κλάδο Υγείας όσο και τον κλάδο Περιουσίας. Ειδικότερα, στον κλάδο Υγείας παρατηρούνται σημαντικές βελτιώσεις, με τα ασφαλιστικά συμβόλαια να επικαιροποιούνται σχεδόν ετησίως, ενσωματώνοντας νέες καλύψεις που ανταποκρίνονται στις εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης.
Σήμερα, τα ασφαλιστήρια συμβόλαια προσφέρουν σημαντικά βελτιωμένες παροχές, όπως καλύτερη κάλυψη για συγγενείς παθήσεις, η κάλυψη των αιμοκαθάρσεων, οι προληπτικές χειρουργικές επεμβάσεις, οι ρομποτικές επεμβάσεις, οι καλύψεις υπηρεσιών κέντρων αποκατάστασης και η 24ωρη κάλυψη επειγόντων περιστατικών στα νοσοκομεία.
Στον κλάδο Περιουσίας έχουν αναπτυχθεί σύγχρονα ασφαλιστικά προϊόντα που περιλαμβάνουν συμβόλαια κατά παντός κινδύνου, αλλά και εξειδικευμένες καλύψεις για νέους και σύνθετους κινδύνους, όπως τα διοικητικά λάθη (D&O Liability), τις κυβερνοεπιθέσεις (Cyber Insurance) και τις επαγγελματικές ευθύνες (Malpractice).
Το ασφαλιστικό περιβάλλον στην Ελλάδα σήμερα δεν έχει καμία σχέση με αυτό πριν από 10-15 χρόνια. Οι ασφαλιστικές εταιρείες διαθέτουν πλέον εξαιρετικά ισχυρά αποθεματικά, ενώ ο έλεγχος της αγοράς έχει βελτιωθεί σημαντικά. Αυτό έχει οδηγήσει σε υψηλότερα επίπεδα αξιοπιστίας, ποιότητας και ποικιλίας ασφαλιστικών καλύψεων, καθιστώντας την αγορά πιο ανταγωνιστική και προσαρμοσμένη στις σύγχρονες ανάγκες.
Ασφαλιστικοί πράκτορες και ασφαλειομεσίτες
Στον κλάδο σας υπάρχει θέμα με τη συνδικαλιστική εκπροσώπηση και έχουν γίνει πολλές συζητήσεις αν μπορεί να είναι ενιαία. Σε τι διαφέρουν τα επαγγέλματα του ασφαλιστικού πράκτορα και του μεσίτη ασφαλίσεων; Μπορούν να εκπροσωπούνται από έναν φορέα;
- Η βασική διαφορά μεταξύ Μεσίτη Ασφαλίσεων και Πράκτορα Ασφαλίσεων έγκειται στη νομική τους ιδιότητα και στον ρόλο που διαδραματίζουν.
Ο Μεσίτης Ασφαλίσεων, σύμφωνα με τη νομοθεσία, εκπροσωπεί τον ασφαλιζόμενο απέναντι στις ασφαλιστικές εταιρείες. Αυτό σημαίνει ότι ενεργεί με αυξημένη ευθύνη για την προάσπιση των συμφερόντων του πελάτη του, ακόμη και σε περιπτώσεις νομικής διαμάχης.
Από την άλλη πλευρά, ο Ασφαλιστικός Πράκτορας λειτουργεί ως εκπρόσωπος μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών εταιρειών, προωθώντας τα προϊόντα τους στους υποψήφιους πελάτες.
Παρόλο που οι καθημερινές τους δραστηριότητες των μεσιτών και των πρακτόρων παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά, η νομική τους θέση και ο επαγγελματικός προσανατολισμός τους είναι σαφώς διαφορετικοί.
Σε επίπεδο κοινής συνδικαλιστικής εκπροσώπησης, η Ένωση Ασφαλιστικών Διαμεσολαβητών Ελλάδος (ΕΑΔΕ) διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Οι πρόεδροι των σωματείων Πρακτόρων, Συντονιστών Πρακτόρων και Μεσιτών συνεργάζονται στενά, προβάλλοντας τις επιμέρους ανάγκες του κλάδου. Συνεπώς οι αποφάσεις που λαμβάνονται ομόφωνα από την ΕΑΔΕ στηρίζονται από τα σωματεία, δημιουργώντας έτσι μια ενιαία φωνή για κοινές διεκδικήσεις.
Η ΕΑΔΕ, με επιτυχημένη πορεία 11 ετών, έχει επιτύχει σημαντικά αποτελέσματα τόσο στον τομέα των διεκδικήσεων όσο και στην καταπολέμηση αθέμιτων πρακτικών ανταγωνισμού. Πρόσφατα, επικαιροποίησε το καταστατικό της, ενισχύοντας τη δυναμική της για τα επόμενα χρόνια. Επιπλέον, αποτελεί βασικό δίαυλο επικοινωνίας με την Ευρωπαϊκή Αρχή BIPAR, διασφαλίζοντας ότι η ελληνική ασφαλιστική διαμεσολάβηση παραμένει ενημερωμένη και συμμετέχει ενεργά στις ευρωπαϊκές αποφάσεις.
Εποπτεία και διαφάνεια
-Πιστεύετε ότι από τότε πού ανέλαβε τον εποπτικό ρόλο της ασφαλιστικής αγοράς η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ενισχυθεί η διαφάνειά της;
Φυσικά, έχω μια πολύ προσωπική άποψη για το συγκεκριμένο θέμα, καθώς η συνεργασία μας με την εποπτική αρχή τα τελευταία χρόνια είναι ιδιαίτερα συχνή και εποικοδομητική. Θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι η δουλειά της εποπτικής αρχής είναι εξαιρετική, τόσο στον τομέα της εποπτείας της ασφαλιστικής αγοράς όσο και στην καταπολέμηση των αθέμιτων πρακτικών. Επιπλέον, επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή στη διαμεσολάβηση και, φυσικά, στην προστασία του τελικού καταναλωτή.
Είμαστε ιδιαίτερα τυχεροί ως επιχειρηματικός κλάδος αλλά και ως κοινωνία συνολικά, διότι ο Επόπτης, μαζί με την εξαιρετική ομάδα που στελεχώνει την αρχή, διαθέτουν βαθιά γνώση, μεγάλη εμπειρία της αγοράς και απόλυτη ενημέρωση για τις τρέχουσες εξελίξεις. Η καλή συνεργασία μας με την εποπτική αρχή έχει συμβάλει σημαντικά στην πρόοδο που έχει καταγράψει η ασφαλιστική αγορά τα τελευταία χρόνια.
-Τις τελευταίες εβδομάδες ο κλάδος βρίσκεται στο προσκήνιο και εν μέσω πολιτικών αντιπαραθέσεων με αφορμή τις μεγάλες αυξήσεις στα ασφάλιστρα υγείας. Πολλοί μιλούν για "υπερτιμολογήσεις" στα ασφαλιστικά προϊόντα του κλάδου υγείας. Ποιά είναι η άποψη σας;
- Το πρόβλημα των αυξήσεων στα προϊόντα του κλάδου υγείας είναι πράγματι υπαρκτό. Οι αιτίες που το προκαλούν είναι αρκετές και σύνθετες στην ανάλυση τους. Ωστόσο μου δίνετε την ευκαιρία να σας εξηγήσω κάποια βασικά δεδομένα ώστε να καταλάβετε που βρισκόμαστε.
Ο τρόπος υπολογισμού του κόστους ασφάλισης των προγραμμάτων υγείας εξαρτάται από 2 παράγοντες. Ο πρώτος είναι η συχνότητα χρήσης και ο δεύτερος αφορά το μέσο κόστος νοσηλείας.
Τα τελευταία χρόνια έχουμε σημαντική αύξηση της συχνότητας νοσηλειών αλλά και του μέσου κόστους. Ενδεικτικά να σας πω ότι πριν μερικά χρόνια είχαμε 13 νοσηλείες ανά 100 ασφαλισμένους και μέσο κόστος 2.800 ευρώ ανά νοσηλεία. Σήμερα έχουμε περίπου 20 νοσηλείες ανά 100 ασφαλισμένους και μέσο κόστος 4.500 ευρώ ανά νοσηλεία. Συνεπώς η προσαρμοσμένη αύξηση του κόστους είναι της τάξεως 240%.
Θεωρούμε ότι η περίοδος μετά την πανδημία συνετέλεσε σημαντικά στην αύξηση των αριθμών ωστόσο κάνουμε ενέργειες από όλες τις πλευρές για να ομαλοποιηθεί η κατάσταση. Η προσπάθειες μας έχουν ως στόχο και την παρέμβαση της πολιτείας καθώς πρέπει να μειωθεί ο ΦΠΑ που επιβαρύνει την χρήση των νοσοκομειακών παροχών και συνεπώς και τις αποζημιώσεις αλλά και ο Φόρος Ασφαλίστρων που είναι από τους μεγαλύτερους στην Ευρώπη.
- Πως μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα; Εχετε κάποιες προτάσεις ως άμεσα εμπλεκόμενοι;
-Η συζήτηση για τις αυξήσεις στα ασφάλιστρα υγείας αποτελεί έναν σύγχρονο «γόρδιο δεσμό». Μελετώντας τα δεδομένα των τελευταίων 15 ετών, παρατηρούμε σταθερή αύξηση 2 κρίσιμων δεικτών :
1ον Της συχνότητα νοσηλείας.
Το 2011 γνωρίζαμε ότι ανά 100 ανθρώπους που ασφαλίζαμε θα νοσηλευόντουσαν οι 13 (δεκατρείς). Το 2024 φτάσαμε να νοσηλεύονται οι 20 (είκοσι). Αυτό σημαίνει 43% αύξηση της συχνότητας χρήσης
Παράγοντες που συμβάλλουν στην αύξηση της συχνότητας νοσηλείας είναι :
o Η έλλειψη κουλτούρας πρόληψης και τακτικής αξιολόγησης της υγείας μας δηγεί σε καθυστερημένες διαγνώσεις και αναγκαίες νοσηλείες.
o Τα ιδιαιτέρως υψηλά ποσοστά καπνίσματος και παχυσαρκίας .
o Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής συνεπάγεται μεγαλύτερες ανάγκες για υπηρεσίες υγείας.
o Η κλιματική αλλαγή που επιδρά και επιδεινώνει την ανθρώπινη υγεία
o Η πανδημία που συνέβαλλε σημαντικά στην αύξηση των περιστατικών νοσηλείας.
2ον Της σημαντική αύξησης κόστους ανά νοσηλεία.
Το μέσο κόστος για κάθε νοσηλευόμενο το 2011 ανερχόταν στα 2.800 ευρώ ενώ το 2024 ανέρχεται πλέον στις 4.500 ευρώ. Αυτό σημαίνει 62%% αύξηση του κόστους
Παράγοντες που επηρεάζουν το αυξανόμενο κόστος νοσηλείας:
o Η ραγδαία εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης που προσφέρει αποτελεσματικότερες, αλλά ακριβότερες θεραπείες, υλικά και φάρμακα.
o Ο ιατρικός πληθωρισμός που επιβαρύνει σημαντικά το συνολικό κόστος.
o Οι υπερβολικά υψηλοί φόροι
Ο φόρος ασφαλίστρων (15%) είναι ο υψηλότερος στην Ευρώπη.
Η απόφαση εισαγωγής ΦΠΑ (24%) που επιβαρύνει σημαντικά τις δαπάνες υγείας.
o Ο περιορισμένος αριθμός ιδιωτικών παρόχων υγείας (Νοσοκομεία) που δεν προκαλούν τις επιθυμητές συνθήκες ανταγωνισμού.
Αύξηση κόστους 240%!
Συσσωρευτικά οι παραπάνω 2 δείκτες αυξάνουν το κόστος των αποζημιώσεων κατά 240%! Και να προσθέσουμε ότι η παραπάνω περιγραφή δεν αποτελεί το σύνολο των προβλημάτων καθώς η αύξηση των τιμών συνεπικουρείται από πρόσθετους τεχνικούς λόγους όπως:
• Η αυξημένη αποθεματοποίηση που επιβλήθηκε στις ασφαλιστικές εταιρείες, ιδίως στα ισόβια συμβόλαια υγείας.
• Η κατάργηση των κινήτρων υπέρ της ασφάλισης με την έναρξη της περιόδου μνημονίων (2010).
Προτεινόμενα μέτρα και δράσεις
Ωστόσο πέραν της αναφορά των αιτιών που προκαλούν το πρόβλημα είναι σημαντικό να βρούμε λύσεις αποκλιμάκωσης των τιμών. Οπότε για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση, απαιτούνται δράσεις σε διάφορα επίπεδα:
• Βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ Δημόσιου Συστήματος Υγείας και Ασφαλιστικών Εταιρειών: Η ενίσχυση του ανταγωνισμού θα μπορούσε να μειώσει τα κόστη.
• Βελτίωση μεθόδων κοστολόγησης (DRGs): Ακριβέστερος υπολογισμός του πραγματικού κόστους νοσηλείας.
• Ενίσχυση της κουλτούρας πρόληψης: Η προώθηση τακτικών check-up θα μπορούσε να μειώσει τη ζήτηση για πολυδάπανες νοσοκομειακές παροχές.
• Επαναφοράς των κινήτρων και μείωσης των φόρων
Εχουμε πάντως και κάποιες ενθαρρυντικές, θετικές ενδείξεις για την πορία και τις προοπτικές της ασφαλιστικής αγοράς.
Στα θετικά δεδομένα, παρατηρείται ήδη από το 2024 μια σταθεροποίηση στη συχνότητα των νοσηλειών, η οποία πιθανώς συνδέεται με την «μετά πανδημίαν» εποχή. Αυτή η εξέλιξη δημιουργεί προοπτικές για ομαλοποίηση των ασφαλίστρων και περιορισμό των αυξήσεων.
- Η ελληνική ασφαλιστική αγορά έχει σχεδόν πλήρως διεθνοποιηθεί με αποτέλεσμα η πλειονότητα των εταιρειών να ανήκουν σε διεθνείς ασφαλιστικούς ομίλους. Θεωρείτε ότι αυτή η διάρθρωση της αγοράς ενισχύει τον υγιή ανταγωνισμό;
Η διαπίστωσή σας είναι σωστή: η ελληνική ασφαλιστική αγορά έχει πράγματι διεθνοποιηθεί. Παρόλα αυτά, η αγορά μας διατηρεί έντονα στοιχεία ανταγωνιστικότητας, προσφέροντας μια ευρεία γκάμα προϊόντων, στοιχεία καινοτομίας, καθώς και συνεχώς βελτιούμενες υπηρεσίες, οι οποίες ενισχύονται από την υιοθέτηση σύγχρονων τεχνολογικών εφαρμογών.
Η παρουσία διεθνών ασφαλιστικών ομίλων έχει φέρει ισχυρές στρατηγικές διαχείρισης κινδύνων και τεχνολογικές καινοτομίες, που συμβάλλουν στη βελτίωση της λειτουργίας της
. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους ομίλους έχουν μακρόχρονη παρουσία στην Ελλάδα, διοικούνται από Έλληνες CEO και είναι πλήρως προσαρμοσμένοι στην ελληνική πραγματικότητα. Η σταθερή τους παρουσία και η πρόθεσή τους να επενδύουν περαιτέρω στην Ελλάδα αποτελούν έμπρακτη επιβεβαίωση των θετικών προοπτικών ανάπτυξης του κλάδου. Παράλληλα, ενισχύουν τη δυναμική της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς, συμβάλλοντας στη σταδιακή σύγκλιση των μεγεθών μας με τους μέσους ευρωπαϊκούς δείκτες.
Προσωπικά, συνεργάζομαι τόσο με διεθνείς ασφαλιστικούς οργανισμούς όσο και με ελληνικούς ασφαλιστικούς ομίλους, οι οποίοι διακρίνονται για την ανταγωνιστικότητά τους, την ταχύτητα και την καινοτομία τους. Θεωρώ ότι η ελληνική ασφαλιστική αγορά είναι πλέον εφάμιλλη με τις κορυφαίες ευρωπαϊκές αγορές, τόσο σε ποιότητα όσο και σε ποικιλία λύσεων διαχείρισης κινδύνου.
- Ο παραδοσιακός κλάδος ασφάλισης του αυτοκινήτου τείνει να είναι ζημιογόνος. Γιατί συμβαίνει αυτό και τι χρειάζεται να γίνει για την εξυγίανση του;
Για να απαντήσω στο ερώτημά σας, είναι απαραίτητο να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στην περίοδο της οικονομικής κρίσης:
Από το 2010 και έπειτα, οι δείκτες ζημιών σημείωσαν σημαντική πτώση, καθώς η μείωση των μετακινήσεων περιόρισε τη συχνότητα των ατυχημάτων. Αυτή η εξέλιξη δημιούργησε περιθώρια κέρδους για την αγορά, η οποία, λόγω του έντονου ανταγωνισμού, ανταποκρίθηκε με τη σταδιακή μείωση των ασφαλίστρων.
Η τάση αποπληθωρισμού των ασφαλίστρων συνεχίστηκε και κορυφώθηκε κατά την περίοδο της πανδημίας, όταν οι δείκτες ζημιών έφτασαν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Η κατάσταση άλλαξε δραματικά μετά την πανδημία, με την απότομη αύξηση των μετακινήσεων να οδηγεί σε άνοδο των ατυχημάτων. Παρά την αλλαγή αυτή, οι τιμές δεν προσαρμόστηκαν έγκαιρα, καθώς η αύξηση των τιμών παρουσιάζει δυσκολίες και προκαλεί αντιδράσεις - σε αντίθεση με τις μειώσεις. Ετσι ο κλάδος εμφανίζει πλέον σημαντικές ζημίες.
Είναι λογικό να αναμένουμε ότι τα επόμενα χρόνια θα υπάρξει μια περίοδος αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων, προκειμένου να εξισορροπηθούν τα οικονομικά αποτελέσματα και να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του κλάδου.
Αποταμίευση και ασφάλιση
- Ο κλάδος των ιδιωτικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων των ασφαλιστικών εταιρειών μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά και συμπληρωματικά στην βιώσιμη ενίσχυση των κρατικών συντάξεων.Είστε ικανοποιημένοι απο τα μερίδια αγοράς που κερδίζει η η ιδιωτική ασφάλιση;
- Το ζήτημα της χαμηλής διείσδυσης των ασφαλίεων αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου, καθώς η Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα ευρύτερο και εξαιρετικά σοβαρό πρόβλημα στον τομέα της αποταμίευσης. Όλοι οι σχετικοί δείκτες δείχνουν παντελή έλλειψη προνοητικότητας για το μέλλον.
Σύμφωνα με πρόσφατες πανευρωπαϊκές μελέτες, ο μέσος δείκτης αποταμίευσης στην Ευρώπη ανέρχεται στο 12,5% του ετήσιου εισοδήματος. Η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία, παρουσιάζοντας αρνητικό ποσοστό της τάξεως του -4%. Ουσιαστικά, όχι μόνο δεν αποταμιεύουμε, αλλά αποεπενδύουμε.
Όταν σε αυτό το ανησυχητικό στοιχείο προσθέσουμε το σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, τη γήρανση του πληθυσμού και τη διαρκή μείωση του ποσοστού αναπλήρωσης στις συντάξεις, προκύπτει ένας έντονος προβληματισμός.
Η κατάσταση αυτή δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα για το πώς η κοινωνία θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες ανάγκες του μέλλοντος. Παράλληλα, προφανώς το μερίδιο της ασφαλιστικής αγοράς στον τομέα αυτό παραμένει απογοητευτικά χαμηλό.
Για όλους αυτούς τους λόγους, είναι απαραίτητο να εντείνουμε τις προσπάθειες μας για την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση της κοινωνίας, ώστε να γίνει κατανοητή η σοβαρότητα του προβλήματος και να αναστραφεί αυτή η αρνητική κατάσταση.
Η ενίσχυση της αποταμιευτικής κουλτούρας δεν αποτελεί απλώς κοινωνική ευθύνη, αλλά και θεμελιώδη προϋπόθεση για τη διασφάλιση της οικονομικής σταθερότητας και της αξιοπρέπειας των πολιτών, ιδίως κατά την περίοδο που δεν θα έχουν τη δυνατότητα να παράγουν εισόδημα.