"Στις εθνικές εκλογές του Ιουλίου θα αναδειχθεί η πρώτη, ουσιαστικά, κυβέρνηση μετά το τέλος της μνημονιακής περιόδου. Η νέα αυτή κυβέρνηση θα έχει την ευκαιρία να διασφαλίσει συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, ανάπτυξης και ευημερίας μετά την κρίση και να δείξει ότι υποστηρίζει τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, δημιουργώντας ένα βιώσιμο, ευνοϊκό επενδυτικό και επιχειρηματικό περιβάλλον", υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Κωνσταντίνος Μίχαλος, σε χθεσινή εσπερίδα του Ροταριανού Ομίλου Αθηνών.
Ο κ. Μίχαλος τόνισε: «Οι επιχειρήσεις είναι αυτές που μπορούν και πρέπει να οδηγήσουν το δρόμο στη νέα εποχή της ελληνικής οικονομίας, μετά την κρίση. Κι εμείς, η Επιμελητηριακή Κοινότητα της χώρας, θα συνεχίσουμε να μεταφέρουμε καθαρά και δυνατά τη φωνή τους στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Θα συνεχίσουμε να επιδιώκουμε τη συναίνεση και τη συνεργασία με όλους και θα συνεχίσουμε να διεκδικούμε και να στηρίζουμε κάθε μεταρρύθμιση, η οποία βοηθά τις ελληνικές επιχειρήσεις να απελευθερώσουν τις δυνατότητές τους, προς όφελος της ανάπτυξης».
Προτεραιότητες
Στις προτεραιότητες, τις επιχειρηματικής κοινότητας πρώτη ανέφερε την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος και σημείωσε ότι τα επιμελητήρια έχουν ήδη προτείνει συγκεκριμένες αλλαγές, με σκοπό τη διαμόρφωση ενός δίκαιου, αποτελεσματικού και φιλικότερου προς την ανάπτυξη φορολογικού συστήματος.
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ ανέφερε: «Οι προτάσεις αυτές, οι οποίες θα κατατεθούν εκ νέου σε όποια κυβέρνηση προκύψει μετά τις εκλογές, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την υιοθέτηση ενιαίου συντελεστή φορολόγησης για τα φυσικά πρόσωπα της τάξης του 20%-25%, σταδιακή μείωση του συντελεστή έως το 15% για τα νομικά πρόσωπα, μείωση του κανονικού συντελεστή Φ.Π.Α. από 24% σε 20% και η σταδιακή περαιτέρω μείωσή του έως 15%, καθώς και η καθιέρωση ενιαίου συντελεστή Φ.Π.Α. με συγκεκριμένες εξαιρέσεις».
Ακόμη σημείωσε ότι σημαντικό πρόβλημα διαρθρωτικής φύσης, που πρέπει να αντιμετωπιστεί, είναι ο κατακερματισμός της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας. Το γεγονός, δηλαδή, ότι οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις της χώρας, που αντιπροσωπεύουν το 97% σχεδόν του συνόλου, συνεχίζουν να υστερούν σημαντικά, σε όρους παραγωγικότητας, έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
«Αδυνατούν να αποκτήσουν ικανή κρίσιμη μάζα και τις δεξιότητες που χρειάζονται, για να επιδιώξουν την εξωστρεφή τους ανάπτυξη. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα οι ελληνικές εξαγωγές στηρίζονται σε λίγες μεγάλες επιχειρήσεις: 273 επιχειρήσεις πραγματοποιούν το 50% των εξαγωγών, ενώ οι πέντε μεγαλύτερες εξ αυτών καλύπτουν το 25,9% των εξαγωγών» τόνισε και πρόσθεσε: χρειάζονται, επομένως, ουσιαστικές παρεμβάσεις με στόχο τη μεγέθυνση και την ενδυνάμωση των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων της χώρας. Η επίτευξη μεγαλύτερων μεγεθών για τις ελληνικές επιχειρήσεις, θα ενισχύσει την παραγωγικότητά τους μέσα από οικονομίες κλίμακας. Θα τους επιτρέψει να επενδύσουν στην έρευνα και την τεχνολογία και να προσελκύσουν εξειδικευμένο προσωπικό.
Παράλληλα, επεσήμανε, πως οι επιχειρήσεις ζητούν παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις σε μια σειρά από τομείς.
Τράπεζες
«Οι τράπεζες είναι το κλειδί για την ανάκαμψη της οικονομίας. Χωρίς υγιείς τράπεζες, χωρίς νέες πιστώσεις, χωρίς ανταγωνιστικά επιτόκια, δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε βιώσιμη ανάπτυξη» υπογράμμισε, συμπληρώνοντας «παρά τα μέτρα που έχουν εφαρμοστεί, εξακολουθεί να υπάρχει πρόβλημα έλλειψης φθηνής χρηματοδότησης στην οικονομία, με κύρια έκφανση την περιορισμένη προσφορά προς τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ωστόσο και οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις δανείζονται σήμερα στις διεθνείς χρηματαγορές με υψηλότερα επιτόκια σε σχέση με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους».
Προϋπόθεση για να μειωθεί, συγκριτικά με τον ανταγωνισμό, το κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων είναι, βεβαίως, συνέχισε ο ίδιος, η βελτίωση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας, με αντίστοιχη μείωση των spreads των Ελληνικών ομολόγων.
«Όσον αφορά δε τις τράπεζες, είναι κατανοητό ότι εάν δεν απομακρυνθούν οι αβεβαιότητες από τους ισολογισμούς τους, όπως τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα και αν δεν υπάρξουν ξεκάθαρες προοπτικές κερδοφορίας τους, θα είναι δύσκολο να μπουν νέοι επενδυτές και να τις ενισχύσουν κεφαλαιακά για μια ακόμη φορά» κατέληξε ο κ. Μίχαλος.