Μια αιματολογική εξέταση, η οποία βρίσκεται ακόμη σε ερευνητικό στάδιο, έχει σοβαρές πιθανότητες να προβλέπει την πρόγνωση, δηλαδή την εξέλιξη της ασθένειας σε όσους νοσούν από Πολλαπλή Σκλήρυνση. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να μπορούν οι γιατροί να παρακολουθούν αν ένας ασθενής ανταποκρίνεται στη θεραπεία από την αρχή εφαρμογής της ή θα πρέπει να επιλέγεται ένα διαφορετικό θεραπευτικό σχήμα για την αντιμετώπιση και τον έλεγχο της νόσου.
Ο δείκτης αυτός έρχεται να προστεθεί σε ένα σύνολο κλινικών, εργαστηριακών και απεικονιστικών εξετάσεων που έως σήμερα χρησιμοποιούν με επιτυχία οι επιστήμονες.
Ο νέος βιοδείκτης, ουσιαστικά καταγράφει την ποσότητα των Νευροϊνιδίων στο αίμα του ασθενούς. Ουσιών, οι οποίες εάν βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα στην κυκλοφορία του αίματος ενός ασθενούς, είναι ένδειξη για καλύτερη πρόγνωση της νόσου. Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή τα Νευροϊνίδια εντοπίζονται σε υψηλά επίπεδα στο αίμα, αυτό σημαίνει ότι ήδη έχει αρχίσει η διαδικασία της απομυελίνωσης, τη φθοράς δηλαδή που προκαλεί η πολλαπλή σκλήρυνση, η οποία εκδηλώνεται στους ασθενείς με μια σειρά από σωματικά και γνωσιακά συμπτώματα.
Όπως τονίστηκε από τους επιστήμονες στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την θεραπεία και τη Μελέτη της Πολλαπλής Σκλήρυνσης, το οποίο γίνεται στο Βερολίνο, η τεχνογνωσία για την παρασκευή και διάθεση αυτού του τεστ στους ασθενείς ήδη υπάρχει. Όμως απομένει πολύς δρόμος ακόμη, καθώς χρειάζεται να γίνει μεγάλη έρευνα για να αξιολογηθεί η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων του νέου ελπιδοφόρου αυτού τεστ, πριν αρχίσει η εφαρμογή του.
Εφόσον όλα εξελιχθούν όπως τα υπολογίζουν οι ερευνητές, ο νέος αυτός βιοδείκτης, οι τιμές του οποίου θα μετριούνται στο αίμα μετά από απλή αιμοληψία, θα αλλάξει σημαντικά την στρατηγική για την αντιμετώπιση της νόσου στο άμεσο μέλλον, υποστήριξαν οι επιστήμονες που συμμετέχουν στο συνέδριο.
Η αλλαγή στον τρόπο χορήγησης ενός σημαντικού φαρμάκου για τη σκλήρυνση, βελτιώνει ακόμη περισσότερο την ασφάλεια του.
Το ενδιαφέρον των γιατρών που ασχολούνται με την αντιμετώπιση της πολλαπλής σκλήρυνσης, κέντρισαν και τα αποτελέσματα μιας κλινικής παρατήρησης που αφορά τον τρόπο χορήγησης ενός από τα πλέον γνωστά φάρμακα για την αντιμετώπιση της πολλαπλής σκλήρυνσης. Αλλάζοντας τον τρόπο χορήγησης του, βελτίωσαν σημαντικά το προφίλ ασφάλειας του.
Είδαν ότι η ενδοφλέβια χορήγηση του φαρμάκου στους ασθενείς, σε πιο αραιά χρονικά διαστήματα και συγκεκριμένα σε διάστημα πάνω από τις 4 εβδομάδες, μείωσε κατά πολύ τον ήδη χαμηλό κίνδυνο, να εμφανίσουν οι ασθενείς αυτοί μια σοβαρή μορφή εγκεφαλοπάθειας.
Πρόκειται για την προϊούσα πολυεστιακή λευκοεγκεφαλοπάθεια, η οποία πυροδοτείται από τον ιό jsv που βρίσκεται σε περισσότερους από τους μίσους ανθρώπους αλλά παραμένει ανενεργός στους νεφρούς.
Η φαρμακευτική ουσία Ναταλιζουμάμπη που κυκλοφορεί στη χώρα μας από το 2007, με ένδειξη για χρήση σε ασθενείς με υψηλή δραστηριότητα νόσου και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα φάρμακα για την Υποτροπιάζουσα Διαλείπουσα Πολλαπλή Σκλήρυνση, σπάνια (σε ποσοστό περίπου 4 τοις χιλίοις ) ευθύνονταν για την ενεργοποίηση αυτού του ιού και την πρόκληση εγκεφαλοπάθειας.
Με την αραιή χορήγηση του φαρμάκου, φαίνεται να μειώνεται ακόμη περισσότερο ο κίνδυνος για την εμφάνιση αυτής της σοβαρής ανεπιθύμητης ενέργειας, τόνισαν οι ερευνητές που παρουσίασαν τα νεότερα δεδομένα.
Βέβαια αξίζει να σημειωθεί ότι έως σήμερα η χορήγηση της θεραπεία, είναι απόλυτα εξατομικευμένη. Για τους θετικούς στον ιο jsv ασθενείς που έχουν πιθανότητες να αναπτύξουν ως παρενέργεια τη συγκεκριμένη εγκεφαλοπάθεια, υπάρχει σχέδιο ελαχιστοποίησης κινδύνου που στοχεύει στην ασφάλεια των ασθενών.
Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της, νεότερα δεδομένα που αφορούν στην παρατήρηση των τελευταίων 10 ετών και ανακοινώθηκαν στο συνέδριο, επιβεβαιώνουν την τη δράση της ιδίως στους ασθενείς που ξεκινούν έγκαιρα τη θεραπεία.
Η μαγνητική τομογραφία παραμένει το πλέον αξιόπιστο διαγνωστικό εργαλείο για τους ασθενείς με Πολλαπλή Σκλήρυνση.
Η μαγνητική τομογραφία είναι ως γνωστό, η εξέταση που ουσιαστικά καταγράφει την απεικονιστική δραστηριότητα της νόσου, όσων πάσχουν από πολλαπλή σκλήρυνση.
Για το λόγο αυτό, είναι σημαντική η ακρίβεια των αποτελεσμάτων που δίνει αυτή η εξέταση, τόνισαν οι επιστήμονες, εξηγώντας ότι συχνά υπάρχουν αποκλίσεις στις μαγνητικές τομογραφίες των ασθενών, ανάλογα με την τεχνολογία που χρησιμοποιείται.
Η σύσταση τους λοιπόν, είναι να χρησιμοποιείται το ίδιο διαγνωστικό πρωτόκολλο στις μαγνητικές τομογραφίες, για να αποφεύγονται τυχόν αποκλίσεις στα ευρήματα, οι οποίες μπερδεύουν ακόμη και τους ίδιους τους γιατρούς.
Όπως επισημάνθηκε για μια ακόμη φορά, η αξία της μαγνητικής τομογραφίας είναι ανεκτίμητη στους ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση, καθώς μπορεί να προλάβει (εφόσον υπάρχουν ευρήματα) την εξέλιξη της νόσου, χωρίς απαραίτητα την εμφάνιση συμπτωμάτων.
Το ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι πόσες μαγνητικές πρέπει να κάνει ένας ασθενής το χρόνο; Τουλάχιστον 1 απαντούν ειδικοί και ανάλογα με την κλινική εκτίμηση του γιατρού τους, ο αριθμός αυτός μπορεί να αυξηθεί.
Θετικά αποτελέσματα για χάπι που δίνονται ως πρώτη θεραπεία για την Πολλαπλή Σκλήρυνση.
Χαμηλό αριθμό υποτροπών και απουσία εξέλιξης της αναπηρίας ή οποία σχετίζεται με το σύνολο των λειτουργιών του οργανισμού, παρατηρούν οι επιστήμονες, μετά από την πολυετή χορήγηση ενός φαρμάκου με δραστική ουσία τον Φουμαρικό Διμεθυλεστέρα, όπως ανακοίνωσαν επίσης στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Θεραπεία και την Μελέτης της Πολλαπλής Σκλήρυνσης.
Ήδη, η από του στόματος αυτή θεραπεία, που αφορά κυρίως νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς, χορηγείται εδώ και 9 χρόνια, ενώ στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 2015. Σύμφωνα με τα νεότερα δεδομένα φαίνεται ότι αναχαιτίζει σε μεγάλο αριθμό ασθενών, την έναρξη των συμπτωμάτων της Πολλαπλής Σκλήρυνσης και συμβάλει στο να μην εξελίσσεται γρήγορα η αναπηρία των ασθενών. Αναπηρία που δεν έχει να κάνει μόνο με το μυοσκελετικό τους σύστημα αλλά με το σύνολο των οργάνων που πλήττονται από τη νόσο, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί. Στόχος των φαρμάκων αυτών, όπως ειπώθηκε είναι να καθυστερήσουν συνολικά την εξέλιξη της νόσου, με σκοπό ο ασθενής να μην περάσει στο επόμενο στάδιο της.
Οι ειδικοί τόνισαν τέλος ότι τα τελευταία χρόνια η ασθένεια θα πρέπει να αντιμετωπίζεται εξατομικευμένα από τους ειδικούς, καθώς διαφέρει η εξέλιξη της από ασθενή σε ασθενή.
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η διαπίστωση των επιστημόνων ότι συχνά τα αποτελέσματα των κλινικών μελετών συνάδουν με αυτά που προκύπτουν από τις ανοιχτές μελέτες παρατήρησης, δηλαδή αυτές που αξιολογούν το ασθενή και πώς αυτός βιώνει την ασθένεια του.