Σε ερώτηση της ευρωβουλευτή, Εύας Καϊλή, απάντησε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, αναφερόμενος στους τρόπους επίβλεψης των συστημικών κινδύνων για την ΕΕ, μιλώντας, παράλληλα και για τις μεθόδους εποπτείας στο μακρο-προληπτικό και μικρο-προληπτικό πλαίσιο.
Συγκεκριμένα, ο κεντρικός τραπεζίτης τόνισε: «Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έχουν υλοποιηθεί μεταρρυθμίσεις στη δομή της εποπτείας και έχει ληφθεί σειρά μέτρων πολιτικής με σκοπό τη βελτίωση της ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πολλά από αυτά τα μέτρα πολιτικής αφορούσαν τις τράπεζες, σημειώθηκε όμως σημαντική πρόοδος και όσον αφορά την ενίσχυση του κανονιστικού και εποπτικού πλαισίου της ΕΕ για τα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, με σκοπό, μεταξύ άλλων, την αντιμετώπιση των κινδύνων που απορρέουν από τον σκιώδη τραπεζικό τομέα».
Παράλληλα, σημείωσε ότι «αξίζει να σημειωθεί ότι έχουν διαμορφωθεί διάφοροι νέοι κανόνες για τον τραπεζικό τομέα με σκοπό την αποτύπωση των κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων όσων σχετίζονται με τη συγκέντρωση, που απορρέουν από δραστηριότητες εκτός ισολογισμού και μη τραπεζικές δραστηριότητες».
Ως παραδείγματα ανέφερε:
- ο δείκτης μόχλευσης, ο οποίος αποτυπώνει τόσο τα εντός όσο και τα εκτός ισολογισμού στοιχεία,
- το νέο πλαίσιο τιτλοποιήσεων, το οποίο διασφαλίζει ότι οι εν λόγω δραστηριότητες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες στο τραπεζικό σύστημα,
- οι κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) σχετικά με τα όρια για τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος,
- οι κεφαλαιακές απαιτήσεις με μεγαλύτερη ευαισθησία στον κίνδυνο όσον αφορά τις επενδύσεις μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών σε κεφάλαια.
Ο Ντράγκι δήλωσε πως πλέον των νέων κανόνων για τις τράπεζες, έχουν εγκριθεί ορισμένες μεταρρυθμίσεις του κανονιστικού πλαισίου της Ε.Ε. για τη βελτίωση της ανθεκτικότητας των μη τραπεζικών οντοτήτων και δραστηριοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, για να προσθέσει ότι «η στενή παρακολούθηση του σκιώδους τραπεζικού τομέα είναι σημαντική για τον εντοπισμό των κινδύνων που προέρχονται από τη μη τραπεζική χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση. Για τον σκοπό αυτό, μετά την εκδήλωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης τέθηκαν σε εφαρμογή διάφορες διαδικασίες. Για παράδειγμα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) δημοσιεύει ετήσια έκθεση παρακολούθησης του σκιώδους τραπεζικού συστήματος στην ΕΕ, στην οποία συνεισφέρουν οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, οι εθνικές αρχές και η ΕΚΤ».
Εν συνεχεία, υπογράμμισε πως η Τράπεζα ενημερώνει τακτικά για την αξιολόγηση που διενεργεί όσον αφορά τους συστημικούς κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ στην εξαμηνιαία έκδοσή της με τίτλο «Financial Stability Review» (Επισκόπηση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα), η οποία συμπεριλαμβάνει τις εξελίξεις στον μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα, συμπληρώνοντας ότι «στην πρόσφατη έκδοση αυτής της επισκόπησης τονίζεται η σημασία αντιμετώπισης νέων και αναδυόμενων κινδύνων που απορρέουν από τη μη τραπεζική χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση, σε σχέση, μεταξύ άλλων, με τις πιέσεις που ασκούνται στη ρευστότητα του τομέα των αμοιβαίων κεφαλαίων επενδυτικού χαρακτήρα».
Ο ίδιος έκανε λόγο και για τις προσπάθειες που καταβάλλονται σε επίπεδο μικροπροληπτικής εποπτείας αποσκοπούν στη βελτίωση της ανθεκτικότητας μεμονωμένων τραπεζών, επισημαίνοντας ότι η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ καθορίζει τις εποπτικές της προτεραιότητες με βάση αξιολόγηση των βασικών προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι εποπτευόμενες τράπεζες στο σημερινό οικονομικό, κανονιστικό και εποπτικό περιβάλλον. Επιδιώκει δε να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες αντιμετωπίζουν τους βασικούς τους κινδύνους αποτελεσματικά.
Κλείνοντας ο διοικητής της ΕΚΤ μίλησε για τους βασικούς παράγοντες κινδύνου του τραπεζικού τομέα το 2019:
- η γεωπολιτική αβεβαιότητα,
- το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και το ενδεχόμενο συσσώρευσης μελλοντικών ΜΕΔ,
- το ηλεκτρονικό έγκλημα και οι δυσλειτουργίες των πληροφοριακών συστημάτων,
- το ενδεχόμενο ανατιμολόγησης κινδύνου στις χρηματοπιστωτικές αγορές,
- το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων,
- η αντίδραση των τραπεζών σε νέες και υφιστάμενες κανονιστικές διατάξεις,
- οι οικονομικές και δημοσιονομικές συνθήκες στη ζώνη του ευρώ,
- οι περιπτώσεις παραβάσεων,
- οι εξελίξεις στις αγορές ακινήτων,
- οι διαρθρωτικές επιχειρηματικές προκλήσεις,
- ο μη τραπεζικός ανταγωνισμός και οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το περιβάλλον.