Όταν ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε αναρτήσει στο Tweeter (20 Ιανουαρίου) ότι η αποδοχή του έχει αυξηθεί σε ποσοστό 50% μεταξύ των Ισπανόφωνων Αμερικανών, οι αντικειμενικοί παρατηρητές των προεκλογικών εξελίξεων στις ΗΠΑ, αντέδρασαν με σκεπτικισμό ή κάποιοι δεν το πίστεψαν, σχολιάζει το “Politico.”
Ο Τραμπ είναι ο ίδιος άνθρωπος που ανακοίνωσε την προεδρική υποψηφιότητά του κατηγορώντας το Μεξικό ότι στέλνει “βιαστές” κατά μήκος της συνοριακής γραμμής με τις ΗΠΑ, είναι ο ίδιος άνθρωπος που διαχώρισε τα παιδιά των μεταναστών από τους γονείς τους, αλλά κι ο ίδιος άνθρωπος που αναβάθμισε πολιτικά την κατασκευή του τείχους ασφάλειας στη νότια συνοριακή γραμμή των ΗΠΑ, στο κεντρικό ζήτημα άσκησης της προεδρίας του.
Ο ο πρόεδρος Τραμπ είχε ανακοινώσει με κομπασμό: “Ουάου, μόλις άκουσα ότι τα ποσοστά αποδοχής μου μεταξύ των Ισπανόφωνων αυξήθηκαν κατά 19%, στο 50%. Αυτό συμβαίνει επειδή γνωρίζουν το ζήτημα με το Τείχος καλύτερα από τον καθένα κι επιθυμούν Ασφάλεια, η οποία μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με το Τείχος,” είχε γράψει χαρακτηριστικά στο Tweeter.
Έτσι, όταν αυτοί που είχαν πραγματοποιήσει την δημοσκόπηση (Marist Institute for Public Opinion) έδωσαν έμφαση στο μεγάλο περιθώριο λάθους της στατιστικής πρόβλεψης για την αναφερόμενη υποομάδα ψηφοφόρων, αλλά και το ενδεχόμενο της υπερβολικής συμμετοχής Ρεπουμπλικάνων στην διεξαγωγή της, αρκετοί ήταν αυτοί στην αριστερή πτέρυγα (των Δημοκρατικών) που απέρριψαν ως λανθασμένα τα ευρήματά της.
Ένα μήνα μετά, κι ο πρόεδρος Τραμπ παίζει δυναμικά για τις ψήφους των Ισπανόφωνων στην Φλόριντα κι όχι μόνο.
Στο μεταξύ, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η παραπάνω αναφερόμενη δημοσκόπηση από το Marist Institute είναι ενδεχόμενο να κατέγραψε μία ρεαλιστική αλλαγή τάσης, στις προτιμήσεις των Ισπανόφωνων ψηφοφόρων.
Οι Δημοκρατικοί από την πλευρά τους, ίσως θα πρέπει να αρχίσουν να ανησυχούν για το ενδεχόμενο οι Ισπανόφωνοι ψηφοφόροι να είναι αυτοί, που θα βοηθήσουν αποφασιστικά τον πρόεδρο Τραμπ στην επανεκλογή του για μία δεύτερη προεδρική θητεία, αλλά και για να διατηρηθεί ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της Γερουσίας από τους Ρεπουμπλικάνους.
Στην περίπτωση που επαληθευτεί αυτή η τάση για την εκλογική προτίμηση της αναφερόμενης ομάδας του εκλογικού σώματος στις ΗΠΑ, θα πρόκειται για μία τεκτονική πολιτική αλλαγή για την πορεία των Δημοκρατικών.
Το Δημοκρατικό Κόμμα στήριξε το πολιτικό του μέλλον στην πεποίθηση ότι η δημογραφική σύνθεση των ΗΠΑ αλλάζει αποφασιστικά. Ωστόσο, είναι ενδεχόμενο διαπιστώσει ότι έχασε από έναν πολιτικό αντίπαλο όπως ο Τραμπ, που εκφράζει πολιτικές φόβου οι οποίες, θα έπρεπε να έχουν στείλει του Ισπανόφωνους ψηφοφόρους, στην πολιτική αγκαλιά των Δημοκρατικών.
Σύμφωνα με τις αναλύσεις των στοιχείων για την διαμόρφωση της σύνθεσης του εκλογικού σώματος, το 2020 θα είναι η πρώτη προεδρική εκλογή στις ΗΠΑ, κατά την οποία οι Ισπανόφωνοι θα είναι η μεγαλύτερη εθνική μειονότητα του εκλογικού σώματος, σύμφωνα με το Pew Research Center. Οι Ισπανόφωνοι στις ΗΠΑ έχουν χαρακτηριστεί κι ως η “Αναδυόμενη Δημοκρατική Πλειοψηφία.”
Το ίδιο ερευνητικό κέντρο εκτιμά ότι 32 εκατομμύρια Ισπανόφωνοι θα έχουν δικαίωμα ψήφου στις επόμενες προεδρικές εκλογές. Ο αριθμός αυτός είναι κατά δύο εκατομμύρια μεγαλύτερος από τους μαύρους ψηφοφόρους, ενώ σε ποσοστό αντιπροσωπεύει το 13% και πλέον του εκλογικού σώματος.
Οι Ισπανόφωνοι σε παναμερικανικό επίπεδο διαμορφώνουν τουλάχιστον το 11% της εθνικής ψήφου, όπως έκαναν το 2016 και το 2018.
Αρκετοί ήταν αυτοί που περίμεναν ότι οι Ισπανόφωνοι θα ψήφιζαν μαζικά κατά του Τραμπ το 2016.
Μία δημοσκόπηση (Latino Decisions poll) που είχε πραγματοποιηθεί λίγο πριν από την διεξαγωγή των προεδρικών εκλογών το 2016, έδειχνε ότι μόλις το 18% των Ισπανόφωνων θα υποστήριζε την εκλογή του Τραμπ στο προεδρικό αξίωμα.
Ωστόσο, το πραγματικό ποσοστό καταγράφηκε στο 28%. Για μερικούς αναλυτές ήταν αδύνατο να πιστέψουν ότι ο Τραμπ είχε πάρει το ποσοστό αυτό μεταξύ των Ισπανόφωνων και κυρίως εξαιτίας της εμπρηστικής ρητορικής του για τα θέματα του μεταναστευτικού ζητήματος, ενώ χρειάστηκε να γίνουν επιπρόσθετες έρευνες, για την επιβεβαίωση του ποσοστού αυτού.
Στην περίπτωση που η Χίλαρι Κλίντον είχε βελτιώσει το ποσοστό της αποδοχής της από τους Ισπανόφωνους μόλις κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες στην Φλόριντα (από 62% σε 65%) και στο Μίσιγκαν (από 59% σε 62%) θα είχε κερδίσει και τις δύο πολιτείες, αλλά και τον συνολικό αριθμό των 45 ψήφων που έχουν στο Κολέγιο των Εκλεκτόρων. Η εξέλιξη αυτή, θα ήταν αρκετή για την εκλογή της στην προεδρία των ΗΠΑ.
Λίγο μεγαλύτερες αλλαγές στα ποσοστά που είχαν λάβει οι Δημοκρατικοί μεταξύ των Αφροαμερικανών θα μπορούσαν να τους είχαν εξασφαλίσει νίκες στην Αριζόνα, στην Πενσιλβάνια και στο Ουισκόνσιν, ενισχύοντας αποφασιστικά την πολιτική δυναμική τους.
Ωστόσο, σήμερα υπάρχει μια σκληρή αλήθεια για τους Δημοκρατικούς: στην περίπτωση που οι Ισπανόφωνοι Αμερικανοί αποδέχονται σε μεγάλο βαθμό τον πρόεδρο Τραμπ, ο ίδιος θα βρεθεί σε μία προεκλογική πορεία, που θα του επιτρέψει να ξεπεράσει το ποσοστό του 40% με το οποίο, ο Τζορτζ Μπους Τζούνιορ είχε κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 2004.
Στην περίπτωση που ο πρόεδρος Τραμπ βελτιώσει την απόδοσή του κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τα ποσοστά που έλαβε το 2016, μέσω της αύξησης της υποστήριξης των Ισπανόφωνων ψηφοφόρων και βγάλει εκτός για τους Δημοκρατικούς, τις πολιτείες, Φλόριντα, Αριζόνα, Τζόρτζια και Βόρεια Καρολίνα, δεν θα υπάρχει λόγος να κερδίσει στο Μίσιγκαν, στην Πενσιλβάνια και στο Ουισκόνσιν. Θα έχει ήδη εξασφαλίσει τον απαραίτητο αριθμό των 270 εκλεκτόρων για την επανεκλογή του στον Λευκό Οίκο.
Κατά τον ίδιο τρόπο, μία αύξηση της απόδοσης του προέδρου Τραμπ κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες θα του δώσει μία ξεκάθαρη προοπτική νίκης στο Κολοράντο και στη Νεβάδα. Στις πολιτείες αυτές, οι Ισπανόφωνοι ψηφοφόροι συνιστούν ποσοστό μεγαλύτερο του 10% του εκλογικού σώματος, ενώ η Κλίντον νίκησε με ποσοστό 5% ή μικρότερο, το 2016.
Υπό την ίδια λογική, αν η πορεία των Δημοκρατικών προς την εξασφάλιση της προεδρίας είναι δύσκολη χωρίς την υποστήριξη των Ισπανόφωνων ψηφοφόρων, ο στόχος του κοινοβουλευτικού ελέγχου στην Γερουσία, είναι ανέφικτος.
Κάθε ρεαλιστικό σενάριο για την εξασφάλιση των τριών εδρών που απαιτούνται – τέσσερις στην περίπτωση που ο Τραμπ επανεκλεγεί- απαιτεί από τους Δημοκρατικούς να νικήσουν τους Ρεπουμπλικάνους Γερουσιαστές Κόρι Γκάρντνερ (Κολοράντο) και Μάρθα ΜακΣάλι (Αριζόνα). Στις δύο πολιτείες καταγράφεται ποσοστό Ισπανόφωνων ψηφοφόρων μεγαλύτερο από το συνηθισμένο. Ο Γκάρντνερ κέρδισε την έδρα του το 2014, διαχωρίζοντας επιδέξια τις ψήφους των Ισπανόφωνων. Η ΜακΣάλι που είχε διοριστεί για να διαδεχτεί τον Τζον Μακέιν, έχασε το 2018, από την Δημοκρατική Κίρστεν Σίνεμα που κέρδισε ποσοστό 30% των Ισπανόφωνων ψηφοφόρων στην πολιτεία της.
Κάθε βελτίωση των ποσοστών τους που μπορούν να πετύχουν οι Ρεπουμπλικάνοι μεταξύ των Ισπανόφωνων ψηφοφόρων ή ακόμη και η έλλειψη ενθουσιασμού μεταξύ των Δημοκρατικών, μπορεί να επιφέρει την επιστροφή του Γκάρντνερ και της ΜακΣάλι στις έδρες τους, αφήνοντας τους Δημοκρατικούς μειοψηφία στην Γερουσία.
Πηγή: ΑΠΕ