Το σχέδιό της για μεταφορά μεγάλου όγκου προβληματικών δανείων σε μια ιδιότυπη bad bank, που θα χρηματοδοτηθεί από τις απαιτήσεις των τραπεζών έναντι του Δημοσίου για επιστροφές φόρων, παρουσίασε η Τράπεζα της Ελλάδος σε ειδικό κεφάλαιο της τακτικής επισκόπησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Όπως αναφέρεται στο σχετικό κείμενο, η μεταφορά των προβληματικών δανείων μαζί με τους αναβαλλόμενους φόρους θα επιταχύνει την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών σε τέτοιο βαθμό, ώστε να φθάσουν οι τράπεζες, εντός τριετίας, σε μονοψήφιο ποσοστό Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων.
Για την υλοποίηση του σχεδίου θα χρειασθεί νομοθετική ρύθμιση, μέσω της οποίας το Δημόσιο θα εγγυηθεί την πληρωμή των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που θα μεταφερθούν στο όχημα ειδικού σκοπού.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι με αυτή τη διαδικασία εξυγίανσης των ισολογισμών οι τράπεζες θα μπορέσουν να απευθυνθούν εκ νέου στις αγορές, για να αντλήσουν κεφάλαια και χρηματοδότηση και θα μπορέσουν να επανέλθουν στη χορήγηση πιστώσεων στην οικονομία.
Η ΤτΕ διευκρινίζει ότι η πρότασή της «παρέχει μία εναλλακτική προσέγγιση για τη συστημική αντιμετώπιση του κυριότερου προβλήματος του ελληνικού τραπεζικού τομέα τα τελευταία έτη. Η πρόταση δεν λειτουργεί ανταγωνιστικά ως προς άλλες προτάσεις, ενώ διευκρινίζεται ότι δεν δεσμεύει, ούτε υποχρεώνει σε υιοθέτηση άλλες αρχές και φορείς που εμπλέκονται στο ζήτημα».
Έτσι, μένει ανοικτός ο δρόμος και για την παράλληλη εφαρμογή των σχεδίων που εξετάζει η κυβέρνηση, δηλαδή το ιταλικό μοντέλο, που περιλαμβάνει τιτλοποιήσεις προβληματικών δανείων με κρατικές εγγυήσεις.
Η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος παρουσιάζεται ως εξής:
Το προτεινόμενο σχήμα προβλέπει τη μεταβίβαση σημαντικού μέρους των ΜΕΑ μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που είναι εγγεγραμμένο στους ισολο-γισμούς τους σε μία Εταιρία Ειδικού Σκοπού (Special Purpose Vehicle). Τα δάνεια θα μεταβιβαστούν στην αξία ισολογισμού (μετά από προβλέψεις). Το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που θα μεταβιβασθεί θα αντιστοιχεί σε κάλυψη πρόσθετων ζημιών, ώστε οι αποτιμήσεις των εν λόγω δανείων να προσεγγίσουν τιμές αγοράς. Εν συνεχεία, νομοθετική ρύθμιση θα ορίζει ότι η μεταβιβαζόμενη αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα καταστεί αμετάκλητη απαίτηση της Εταιρίας Ειδικού Σκοπού έναντι του Ελληνικού Δημοσίου με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής (σύμφωνα με τη διάρκεια του σχήματος).
Για την κάλυψη του τιμήματος της μεταβίβασης, η Εταιρία Ειδικού Σκοπού θα προχωρήσει σε έκδοση τιτλοποίησης (securitization) όπου (ενδεικτικά) θα εκδοθούν τρεις τάξεις τίτλων (senior, mezzanine, junior/equity). H κατώτερη τάξη τίτλων (equity) θα καλυφθεί από τις τράπεζες (με συμμετοχή έκαστης που δεν θα υπερβαίνει το 20%) και το Ελληνικό Δημόσιο.
Η αποτίμηση των δανείων προς μεταβίβαση θα γίνει από ανεξάρτητους τρίτους φορείς και η τελική διάρθρωση της συναλλαγής (συμπεριλαμβανομένων των ποσοστών των τριών τάξεων τίτλων) από τους συμβούλους της έκδοσης βάσει συνθηκών αγοράς. Εκτιμάται ότι επενδυτές θα απορροφήσουν μέρος της ανώτερης τάξης τίτλων (senior) και σημαντικό ποσοστό της ενδιάμεσης τάξης (mezzanine). Η δυνατότητα απορρόφησης πρόσθετων ζημιών από τη συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου (μέσω του μετασχηματισμού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης σε αμετάκλητη απαίτηση της Εταιρίας Ειδικού Σκοπού) ενισχύει σημαντικά την πιθανότητα αποπληρωμής των ανώτερων τάξεων ομολόγων (senior, mezzanine). Παράλληλα προβλέπεται, μέσω της συμμετοχής στην κατώτερη τάξη τίτλων (junior/equity), η κατανομή τυχόν πλεονασμάτων σε Ελληνικό Δημόσιο και τράπεζες.
Η διαχείριση του σχήματος θα γίνεται αποκλειστικά από ιδιώτες (εταιρείες διαχείρισης για δάνεια και πιστώσεις) και αναμένεται να υπάρξει διαχωρισμός συναλλαγών και διαχείρισης ανά κατηγορία δανείων (επιχειρηματικά, στεγαστικά, καταναλωτικά, κ.λπ.). Εννοείται ότι οι εντολές προς διαχειριστές θα προκύψουν μετά από ανταγωνιστική διαδικα-σία και το πλαίσιο διαχείρισης θα είναι σύμ-φωνο με διεθνείς βέλτιστες πρακτικές διαφάνειας και εποπτείας.
Σημειώνεται ότι, πριν από την ολοκλήρωση της συναλλαγής, οι τράπεζες αναμένεται ότι θα προχωρήσουν, σε συνεννόηση με τον εποπτικό βραχίονα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε αναμόρφωση της τρέχουσας στοχοθεσίας μείωσης ΜΕΑ, με απώτερο στόχο την επίτευξη μονοψήφιου ποσοστού ΜΕΑ εντός τριετίας.
Ενδεικτικό παράδειγμα
Στη συνέχεια παρατίθεται ένα απολύτως ενδεικτικό παράδειγμα, ώστε να εκτιμηθούν οι άμεσες επιπτώσεις από τη μεταβίβαση περίπου 40 δισεκ. ευρώ ΜΕΑ, ήτοι του συνόλου των καταγγελμένων δανείων (denounced) και 7,4 δισεκ. ευρώ της οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης.
Ειδικότερα προβλέπονται (με στοιχεία α΄ ε-ξαμήνου 2018):
• Μείωση αποθέματος των ΜΕΑ κατά 47%.
• Μείωση του δείκτη κάλυψης ΜΕΑ από συσσωρευμένες προβλέψεις (coverage ratio) στο 41% από 49%.
• Βελτίωση του πλαισίου διαχείρισης των ΜΕΑ αφού στην Εταιρία Ειδικού Σκοπού μεταβιβάζεται το πλέον προβληματικό μέρος τους, ήτοι οι καταγγελμένες απαιτήσεις.
• Διατήρηση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας σε διψήφιο επίπεδο και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες20. Σημειώνεται ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν έχουν λάβει υπόψη ω-φέλειες από την ενίσχυση των προ-φόρων αποτελεσμάτων και την ενδεχόμενη μεταβο-λή των συντελεστών στάθμισης κινδύνου (risk weights για τον υπολογισμό της κεφα-λαιακής επάρκειας) μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής.
• Περιορισμός συμμετοχής των DTCs στα εποπτικά κεφάλαια στο 30% από 57%.
Αντικειμενικοί σκοποί και επιδιώξεις
Η ταχεία επίλυση του προβλήματος των «κόκκινων δανείων» έχει αναγνωριστεί ως ύψιστης σημασίας για την επανεκκίνηση της οικονομίας και την επιστροφή της σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Οι θετικές επιπτώσεις από την επίλυση του προβλήματος είναι ακόμα μεγαλύτερες σε μια μικρή και ανοικτή οικονομία, όπως η ελληνική, όπου η χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών γίνεται κυρίως μέσω τραπεζικού δανεισμού.
Είναι προφανές ότι μία κίνηση όπως αυτή που έχει ήδη περιγραφεί συνεπάγεται την άμεση και δραστική μείωση του δείκτη των ΜΕΑ και επιτρέπει, υπό προϋποθέσεις, τη διαμόρφωση στόχων επίτευξης μονοψήφιων ποσοστών ΜΕΑ εντός 2-3 ετών. Παράλληλα, διαμορφώνεται ένα αποτελεσματικό πλαίσιο επίτευξης οργανικής κερδοφορίας και εσωτε-ρικής δημιουργίας κεφαλαίου, λόγω αυτής ακριβώς της βελτίωσης της ποιότητας περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, αλλά και ενίσχυσης της ανθεκτικότητας τους στην απορρόφηση κλυδωνισμών από μελλοντικές διαταραχές. Τέλος, διαμορφώνεται σαφές πλαίσιο επαναπροσδιορισμού του επιχειρησιακού μοντέλου των τραπεζών και μειώνεται η αβεβαιότητα για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές τους.
Η δημιουργία ιδιωτικών σχημάτων διαχείρισης μπορεί να διευκολύνει την αποτελεσματική εξυγίανση ιδιωτικού χρέους στην Ελλάδα. Παράλληλα είναι δυνατόν να υπάρξει καλύτερος συντονισμός σε ζητήματα διαχείρισης κοινοπρακτικών σχημάτων. Τέλος, επιτρέπει στις τράπεζες να επικεντρωθούν σε κύριες τραπεζικές εργασίες, καθώς και στη διαχείριση του μέρους των ΜΕΑ, που πραγματικά αξιολογούν ότι έχουν προστιθέμενη αξία και καλύτερη ανακτησιμότητα.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι μεσοπρόθεσμα και στο πλαίσιο αντιμετώπισης του προβλήματος των «κόκκινων δανείων» στην ευρωζώνη, το εποπτικό κόστος διακράτησής τους στον ισολογισμό θα αυξηθεί για τις τράπεζες, όπως προκύπτει και από τη σχετική ανακοίνωση του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού.
Κατά συνέπεια διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις άντλησης κεφαλαίων για τις τράπεζες από οργανωμένες αγορές με γνώμονα μία εντελώς διαφορετική επενδυτική πρόταση:
• Βελτίωση ποιότητας περιουσιακών στοιχεί-ων εκ των προτέρων (σε αντίθεση με την επί του παρόντος προσδοκώμενη μείωση των ΜΕΑ στην επόμενη δεκαετία).
• Βελτίωση οργανικής κερδοφορίας σε διατηρήσιμη μεσοπρόθεσμη βάση.
• Μείωση συμμετοχής αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα κεφάλαια τους με σαφώς μεγαλύτερη πιθανότητα σταδιακού συμψηφισμού της με μελλοντικά κέρδη.
Πέραν όμως των παραγόντων αυτών, μία συστημική διευθέτηση του ζητήματος των «κόκκινων δανείων» απελευθερώνει ουσιαστικά χρηματοδοτικούς και φυσικούς πόρους, είτε αυτοί σχετίζονται με εμπράγματες εξασφαλίσεις, που θα αξιοποιηθούν από βιώσιμες οικονομικές μονάδες, είτε μέσω της αναδιανομής πόρων από τον τραπεζικό τομέα στο πλαίσιο ενίσχυσης των αναπτυξιακών τάσεων της πραγματικής οικονομίας. Αυτός και μόνο ο παράγοντας είναι ικανός να αιτιολογήσει την υπέρβαση και τις δραστικές λύσεις που απαιτούνται από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς για την επιτάχυνση της επίλυσης των ζητημάτων αυτών.