Δεν έγινε τελικά αποδεκτή η αίτηση αναίρεσης που είχαν καταθέση ελληνικά καζίνο αναφορικά με την συμφωνία της Πολιτείας με τον ΟΠΑΠ για τα VLTS, τα γνωστά "φρουτάκια" από το Γενικό Δικαστήριο της Ε.Ε. Η εξέλιξη αυτή δίνει την δυνατότητα στον όμιλο να ξεπεράαει ένα από τα τελευταία πιθανώς εμπόδια για την επένδυση που προσφάτως δεσμεύτηκε πως θα στηρίξει βάσει των αρχικών πλάνων.
Συγκεκριμένα η αρμόδια Επιτροπή διαπίστωσε πως το ποσό των 560 εκατομμυρίων ευρώ το οποίο όφειλε ο ΟΠΑΠ ήταν σημαντικά χαμηλότερο της τρέχουσας καθαρής αξίας της συμφωνίας VLT,
Επίσης, το καταβληθέν ποσό από τον ΟΠΑΠ έναντι του προσαρτήματος (συμπεριλαμβανομένης της παρακρατηθείσας από το Ελληνικό Δημόσιο εισφοράς που αντιστοιχούσε σε 5% των ακαθάριστων εσόδων από τα παίγνια για το διάστημα μεταξύ της 13ης Οκτωβρίου 2020 και της 12ης Οκτωβρίου 2030), ήταν, αντιθέτως, υψηλότερο από την τρέχουσα καθαρή αξία του προσαρτήματος,
Τέλος, το υψηλότερο τίμημα το οποίο κατέβαλε ο ΟΠΑΠ στο πλαίσιο του προσαρτήματος δεν ήταν παρά ταύτα επαρκές ώστε να διασφαλίσει ότι, κατά μέσο όρο, οι ελληνικές αρχές όφειλαν να δεσμευθούν να θεσπίσουν συμπληρωματική εισφορά επί των ακαθάριστων εσόδων του ΟΠΑΠ από τα τυχερά παίγνια στο πλαίσιο της εκμεταλλεύσεως των VLT, η οποία θα προστίθετο στο αρχικό ποσό των 560 εκατομμυρίων ευρώ. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η συμφωνία δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση.
Συγκεκριμένα:
Πρόκειται για τη συμφωνία του 2011 που η Ελλάδα είχε κοινοποιήσει στην Κομισιόν και η οποία προβλέπει τη χορήγηση, για περίοδο δέκα ετών, λήγουσα το 2022, αποκλειστικής άδειας για την εκμετάλλευση 35.000 ηλεκτρονικών παιγνιομηχανημάτων έναντι τέλους 560 εκατομμυρίων ευρώ (συμφωνία περί ηλεκτρονικών παιγνιομηχανημάτων) και τη δεκαετή παράταση ισχύος (από το 2020 έως το 2030) των αποκλειστικών δικαιωμάτων για την εκμετάλλευση δεκατριών τυχερών παιγνίων με οποιοδήποτε μέσο, κατόπιν «προσθήκης» στη συναφθείσα το 2000 σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του ΟΠΑΠ, έναντι κατ’ αποκοπήν ποσού 375 εκατομμυρίων ευρώ και τέλους 5% επί των μελλοντικών ακαθαρίστων εσόδων.
Τον Απρίλιο του 2012, πολλοί φορείς εκμετάλλευσης καζίνων στην Ελλάδα κατέθεσαν καταγγελία στην Επιτροπή, επειδή η συμφωνία περί ηλεκτρονικών παιγνιομηχανημάτων συνεπαγόταν κρατική ενίσχυση υπέρ του ΟΠΑΠ ασύμβατης με την εσωτερική αγορά. Υποστήριζαν ότι το Ελληνικό Δημόσιο θα μπορούσε να εισπράξει ποσό μεγαλύτερο των 560 εκατ. ευρώ αν είχε χορηγήσει πλέον της μίας άδειας για την εκμετάλλευση των ηλεκτρονικών παιγνιομηχανημάτων και είχε οργανώσει διεθνή δημόσιο διαγωνισμό για την ανάθεσή της.
Με απόφαση του Οκτωβρίου του 2012, η Επιτροπή απέκλεισε την ύπαρξη πλεονεκτήματος εφόσον το Ελληνικό Δημόσιο είχε εγγυηθεί στον ΟΠΑΠ μόνον την ελάχιστη απόδοση που είναι αναγκαία σε μεσαία επιχείρηση για την κάλυψη του κόστους λειτουργίας και χρηματοδότησης. Οι φορείς εκμετάλλευσης καζίνων άσκησαν προσφυγή κατά της απόφασης της Κομισιόν ενώπιον του ΓΔΕΕ, το οποίο, με απόφαση της 8ης Ιανουαρίου 2015, έκρινε ότι το αποκλειστικό δικαίωμα του ΟΠΑΠ δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Στη συνέχεια άσκησαν την αναίρεση ενώπιον του ΔΕΕ με αιτήματα την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής και την αναίρεση της απόφασης του ΓΔΕΕ. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε χθες ότι οι φορείς εκμετάλλευσης καζίνων δεν απέδειξαν την ύπαρξη νομικών σφαλμάτων στη συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και του ΟΠΑΠ.