Την Πέμπτη 21 Ιουνίου, στη διάρκεια ειδικής τελετής στο Φορτ Γουόρθ του Τέξας, παραδόθηκε από την κατασκευάστρια εταιρεία Lockheed στην Τουρκία, το πρώτο από τα 100 υπερσύγχρονα αεροσκάφη F-35 JSF (Joint Strike Fighter) και σε λίγες μέρες θα ακολουθήσει δεύτερο.
Και τα δύο αεροσκάφη θα μεταφερθούν σε στρατιωτική βάση της Αριζόνας, για την εκπαίδευση των πρώτων δύο Τούρκων πιλότων και θα παραμείνουν εκεί μέχρι τουλάχιστο το Σεπτέμβριο του 2019, για την εκπαίδευση των Τούρκων πιλότων. Ενώ την ίδια στιγμή οι πιέσεις του Κογκρέσου για να μην εγκαταλείψουν ποτέ το αμερικανικό έδαφος, ενόσω δεν εκπληρώνονται οι όροι που θέτει η προωθούμενη νομοθεσία (μη προμήθεια από την Άγκυρα ρωσικών πυραύλων S-400 και απελευθέρωση του αμερικανού Πάστορα 'Αντριου Μπράνσον).
Τι όμως κάνει ξεχωριστό αυτό το αεροσκάφος;
Το F-35 JSF που σχεδιάστηκε στα τέλη του 20ού αιώνα κι άρχισε να δοκιμάζεται στις αρχές του 21ου, αποτέλεσε επανάσταση, στον τομέα των Μαχητικών Αεροσκαφών, προσθέτοντας μια εντελώς νέα διάσταση στην τεχνολογία κατασκευής μαχητικών αεροσκαφών 5ης γενιάς, με χαρακτηριστικά STEALTH.
Είναι μια μονοθέσια πλατφόρμα, με δυνατότητες υψηλής επιβιωσιμότητας στο σύγχρονο και στο μελλοντικό πεδίο μάχης, χάριν της τεχνολογίας στελθ (stealth) την οποία διαθέτει που το καθιστά αόρατο στα εχθρικά ραντάρ, ικανό εξ αρχής να φέρει εις πέρας αποστολές αέρος-εδάφους με όπλα προσβολών ακριβείας, όπως και αέρος-αέρος σε ρόλους εναέριας μάχης, αλλά και με δυνατότητες δικτυοκεντρικής και πληροφοριοκεντρικής σχεδιαστικής φιλοσοφίας.
Το F-35 δημιουργήθηκε ως ένα πολυεθνικό πρόγραμμα, που αναπτύχθηκε για να καλύψει τις ανάγκες πολλαπλών χρηστών, Αεροπορίας, Ναυτικού και Πεζοναυτών. Για το λόγο αυτό αναπτύσσονται τρεις διαφορετικές εκδόσεις, μία συμβατικής απογείωσης/προσγείωσης (CTOL), μία καθέτου απογειώσεως/προσγειώσεως (STOVL) και μία τρίτη που θα επιχειρεί από αεροπλανοφόρα (CV). Ειδικά στην έκδοση STOVL, το F-35 αποτελεί το πρώτο υπερηχητικό αεροσκάφος που κατασκευάστηκε ποτέ σε αυτήν την κατηγορία.
Η ακτίνα δράσεως και το ωφέλιμο φορτίο θα είναι σημαντικά μεγαλύτερα, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα των σημερινών μαχητικών αεροσκαφών. Το JSF έχει σχεδιαστεί έτσι, ώστε να απαιτεί πολύ λιγότερη συντήρηση και υποστήριξη σε σύγκριση με τα μαχητικά που βρίσκονται σήμερα σε υπηρεσία, μειώνοντας μακροχρόνια το κόστος ιδιοκτησίας στο μισό.
Μία ακόμη καινοτομία ήταν η στρατηγική προσέγγιση αγοράς (acquisition strategy) της κυβέρνησης των ΗΠΑ, καθώς πέραν της πολλαπλής του χρήσης και ρόλου, υπήρχε και το στοιχείο της συμπαραγωγής και υποστήριξης από πολλές χώρες, εξασφαλίζοντας έτσι αδιάλειπτη παραγωγή.
Εταίροι στο πρόγραμμα -εκτός των ΗΠΑ- είναι η Βρετανία, η Ιταλία, η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Νορβηγία, η Δανία, η Ολλανδία και η Τουρκία, ενώ μεταξύ των πρώτων χωρών που έχουν παραλάβει μερικά από τα 300 αεροσκάφη που έχουν ήδη κατασκευαστεί, είναι το Ισραήλ. Οι συμφωνίες των χωρών με την αμερικανική κυβέρνηση με τη «Λόκχιντ» υπεγράφησαν την περίοδο 2000-2002 και τα τελικά μνημόνια στις αρχές του 2007, αφού τον προηγούμενο χρόνο είχαν ολοκληρωθεί επιτυχώς οι τελικές δοκιμαστικές πτήσεις.
Οι συνεταίροι του προγράμματος εξασφάλισαν ουσιαστική συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, συμμετέχοντας στο πολυεθνικό γραφείο διαχείρισης του προγράμματος (Joint Strike Fighter Program Office), μέσω εκπροσώπων τους, ενώ οι πολεμικές βιομηχανίες των χωρών έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν στους διαγωνισμούς ανάθεσης εργασιών ανάπτυξης και παραγωγής, εξασφαλίζοντας εργασίες μέσω της παραγωγής τμημάτων του αεροσκάφους, μεταφορά τεχνολογίας και κατά προτεραιότητα συμμετοχή στις παραγγελίες.
Μέχρι το καλοκαίρι του 2002, η Ελλάδα είχε τη δυνατότητα να συμμετάσχει στην ανάπτυξη του προγράμματος ως συνεργαζόμενη χώρα- συνεταίρος.
Γιατί όμως η Ελλάδα έχασε την ευκαιρία να συμμετάσχει στο πρόγραμμα;
Σε μία συνέντευξη που είχε παραχωρήσει το 2007 στον αείμνηστο δημοσιογράφο Λάμπρο Παπαντωνίου, για την ομογενειακή εφημερίδα Greek News (μία εβδομάδα μετά την υπογραφή του μνημονίου της Lockheed με την Τουρκία), ο τότε αντιπρόεδρος Επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της Lockheed Martin Aeronautics για Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική, Ντένης Πλέσσας, είχε δηλώσει:
«Η Ελλάδα, παρά το ζωηρό ενδιαφέρον που επέδειξε η τότε ηγεσία τη Πολεμικής Αεροπορίας και το οποίο συνεχίζει να εκφράζεται ποικιλοτρόπως για το αεροσκάφος Joint Strike Fighter, δεν προέβη σε συγκεκριμένες ενέργειες που απαιτούντο για την προσχώρησή της στο πρόγραμμα ως συνεταίρου. Ατυχώς, η ευκαιρία αυτή χάθηκε, το καλοκαίρι του 2002. Ο χρόνος αυτός ήταν ανελαστικός δεδομένου, ότι το πρόγραμμα έπρεπε να ξεκινήσει και ο αριθμός των χωρών και αντιστοίχων εταιρειών που θα συμμετείχαν στο πρόγραμμα θα έπρεπε να ήταν γνωστός έτσι ώστε η διαδικασία βιομηχανικής ανάπτυξης του JSF να ξεκινήσει σύμφωνα με το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα».
Ταυτόχρονα, την περίοδο 2000-2002, η ελληνική κυβέρνηση είχε μόλις παραγγείλει 60 μαχητικά αεροσκάφη 4ης γενιάς F-16 Block 52+, τα οποία και παραδόθηκαν την περίοδο 2003-4, καθώς και 15 αεροσκάφη Mirage 2000-5, ενώ εξέταζε μία πιθανή συμμετοχή της στο πρόγραμμα Eurofighter.
Σήμερα, κι αν ακόμη υπήρχαν διαθέσιμα χρήματα για να αποφασιστεί στο πλαίσιο των ελληνικών εξοπλιστικών προγραμμάτων και υπογραφόταν η σχετική συμφωνία, θα απαιτούνταν τουλάχιστον 7-9 χρόνια μέχρι την παραλαβή του πρώτου F-35, καθώς ο ρυθμός παραγωγής τους είναι 24-26 αεροσκάφη μηνιαίως.
πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ